Μια ομάδα υπανθρώπων, πάνε τώρα αρκετά χρόνια πίσω, προσπάθησε καθυβρίζοντας την δημοκρατία και καταπατώντας κάθε νόμο, να δηλώσει τα πιστεύω της.
Εν κρυπτώ πίσω από δήθεν αγαθοεργίες, που όμως απευθύνονταν αποκλειστικά στους καθαρούς, τους Αρίους, και πολλές φορές με την υποστήριξη ακόμη και «σεβάσμιων» μητροπολιτών, δρούσε κυνηγώντας αλλόθρησκους, ξένους, και όλους όσους είχαν άκρα αντίθετα πολιτικά πιστεύω.
Είχαν τόσο μεθύσει από το άρμα εξουσίας που με πλάνη είχαν υφαρπάξει. Δεν άργησαν να φτάσουν στο στυγερό έγκλημα, παίρνοντας αθώες ψυχές. Η πολιτεία σύσσωμη τότε, τους έσυρε μπρος στην δικαιοσύνη, που αν και με μαντίλι στα μάτια, τον ζυγό στο ένα χέρι και την σπάθη στο άλλο, μετά από πεντέμισι χρόνους ακροαματικής διαδικασίας, αποφάνθηκε ομοφώνως: ΕΝΟΧΟΙ.
Η χαροκαμένη μάνα τότε βροντοφώναξε: Νικήσαμε γιε μου, γιε μου…
Και εμείς όλοι που δεν μιλούσαμε ως τότε, γιατί πώς να μπεις στη θέση της μάνας που χάνει άδικα το παιδί της, αλλά νιώθαμε την ύβρη και την προσβολή που της γινόταν μέχρι τότε, δακρύσαμε λες και ήταν η δική μας μάνα στο μετερίζι του αγώνα.
Τα δάκρυα τρέχανε, θα έλεγες πως καθάριζε η διάθεση του προσβεβλημένου οπτικού νεύρου…, γιατί ίσως τα δάκρυα να μην κάνουν τίποτα άλλο από το να καταπραΰνουν τις προσβολές.