“Αγκαλιά, φιλί, μάνα, αγκαλιά, φιλί, νερό, φαΐ, αγκαλιά, πρόσεξέ με, ευχαριστώ, φοβάμαι, φιλί, ξέρω, δεν ξέρω, νιώθω, δεν νοιώθω, πεινάω, βλέπω, δεν βλέπω, ακούω, δεν ακούω, διψάω, αγκαλιά, μαμά, κοιτώ, αγγίζω, μπαμπά, ζητώ, δεν θέλω, θέλω, πονώ, δεν πονώ, κούνησέ με, άσε με, χάιδεψέ με, φίλησέ με, σε νιώθω, νιώσε με…”.
Αδυνατώ να σκεφτώ, να διεισδύσω και να κατανοήσω τις μοναχικές στιγμές ενός παιδιού ενός “προβληματικού” παιδιού,(κατά τα κινητικά ή νοητικά πρότυπα της “υγιούς” κοινωνίας μας), που δεν έχει καθόλου ή ελάχιστη νοητική επαφή, συνοδευόμενη ή όχι από σωματική αδυναμία από κάποιον εκ γεννετής ή επίκτητο λόγο.
Αδυνατώ να σκεφτώ και να κατανοήσω τις μοναχικές στιγμές ενός γονιού που δεν έχει λογική επαφή ή καθόλου επαφή με το σπλάχνο του, από κάποιο γενετήσιο ή επίκτητο λόγο…
Αδυνατώ, επίσης, να σκεφτώ και να κατανοήσω τις μοναχικές στιγμές ενός γονιού κι ενός παιδιού μαζί, και τις απλές κι ανθρώπινες στιγμές μεταξύ τους, που χάθηκαν ή χάνονται από ένα γεγονός της ζωής τους κι από τις συγκυρίες ενός κοινού πεπρωμένου.
Κατανοώ, όμως, ότι το μόνο και αναγκαίο που μένει μεταξύ τους στην περίπτωση αυτή, είναι ένα άγγιγμα, ένα φιλί, ένα χάδι, μια κουταλιά φαΐ, μια σταγόνα νερό, μια λέξη στον αέρα και η χαρά ενός συνειδητού ή μη χαμόγελου που μπορεί για μια στιγμή, να φανεί στα χείλη τους.
Αναρωτιέμαι: Γιατί γράφω ετούτες τις δύσκολες γραμμές, γι’ αυτούς τους ξεχωριστούς γονείς, που τους λέω Θεούς κι αυτά τα ξεχωριστά παιδιά, που τα ονομάζω Αγγέλους; Ως τι; Ως καλός άνθρωπος; Ως καλός συμπολίτης; Ως πρώην επαγγελματίας στον χώρο της υγείας; Ως καλός χριστιανός;
Ως τι; Νομίζω ότι μιλώ ως απλός άνθρωπος που έχει ένα χρέος για κάτι που δεν χρωστά και που δεν είναι υπεύθυνος γι’ αυτό. Ένα απλό και ανθρώπινο χρέος για μια λέξη, ένα χαμόγελο και μια αληθινή, ανθρώπινη κατανόηση, συνεύρεση και κοινωνική συνύπαρξη με άλλους υγιείς ανθρώπους αλλά και με τραυματισμένους γονείς και κτυπημένα από τη ζωή, παιδιά.
Για ένα συν-ανθρώπινο πρίμο σεκόντο. Μα, και για άλλους δυο λόγους. Πρώτα, γιατί θεωρώ ότι η μη ηθελημένη μοναξιά είναι σε γενικές γραμμές άδικη και ανήθικη, έστω κι αν σου δίνεται από μια ατυχή συγκυρία της ζωής και δεύτερον, γιατί πίνω τον καφέ μου στην πλατεία των Λιονταριών, κοιτάζω τον ηλιοβασιλεμένο Στρούμπουλα, τον μπλε ουρανό και τη γαλάζια θάλασσα, περπατώ στις Τρεις Καμάρες, χαιρετώ τους ανθρώπους, καληνυχτίζω τα δέντρα και πηγαίνω σινεμά. Αηδίες, συναισθηματικές αηδίες θα μου πεις. Μη δίνεις σημασία…
Κάποτε, όταν ξεκίνησα να δουλεύω για την υγεία των ανθρώπων και να γίνομαι διαπραγματευτής μεταξύ πόνου και ασθενούς, όλα τα πάλευα, όλα τα μοίραζα κι όλα τα ισοζύγιαζα. Μόνο σ’ ένα πράγμα άλλαζα βλέμμα και δεν αναλάμβανα… τα άτομα με ανάλογα προβλήματα όπως τα παραπάνω. Εξαιρώ μια-δυο φορές που ανέλαβα ασθενείς κατ’ ανάγκη, στα 23 χρόνια που εργάστηκα στον χώρο αυτό.
Λοξοκοιτούσα διακριτικά τα περιστατικά αυτά, ειδικά με παιδιά, γιατί δεν άντεχα, και γιατί η ευαισθησία μου δεν πάλευε να διαχειριστεί, έστω με καλό σκοπό, τραυματισμένα από τη ζωή πλάσματα και χτυπημένους από τη μοίρα γονείς. Γι’ αυτό τώρα, το 2018, βρήκα τη δύναμη να αρθρώσω κάτι ελάχιστο γι’ αυτόν τον κόσμο ενός άλλου σύμπαντος. Ενός σύμπαντος που το κοινωνικό σύνολο, ίσως αποφεύγει να το δει και να το κατανοήσει πλήρως, όχι από σκληρότητα ή από πιθανή ευαισθησία, αλλά από αόριστη άγνοια, αδυναμία και ίσως, από έλλειψη ανάλογης παιδείας. Τώρα, για την “κρατική” κάλυψη τέτοιων καταστάσεων, δεν θα πω τίποτα γιατί δεν γνωρίζω καλά. Θα μου επιτρέψετε όμως να φαντάζομαι ότι η χώρα μου, ο κρατικός μηχανισμός της κι ο λαός που την περπατά, αν και κατέχει το μεγαλύτερο συναισθηματικό απόθεμα παγκοσμίως, είναι συχνότατα “ελαφρώς” δυσκίνητος, λιγόψυχος και αφελής σε τέτοια θέματα αναπηρίας κι έχει μειωμένα αντανακλαστικά δράσης και αντίδρασης.
Για όλα αυτά και για άλλα, αυτή τη στιγμή, επιθυμώ να αρθρώσω μια λέξη για εκείνους τους μόνους και μοναχικούς Θεούς και τους Αγγέλους τους που ίσως να μην μπορέσω και πάλι να βοηθήσω (συνταξιούχος πια), αλλά μιλώντας να προσπαθήσω να κάνω όσο γίνεται κατανοητό σε όλους μας το ξεχωριστό σύμπαν τους, που είναι τόσο κοντινό και συνάμα τόσο μακρινό από το δικό μας και που πολλές φορές, ακουμπά τα σύνορα και τα όρια της φαντασίας, της ζωής και του θανάτου και συχνότατα τα ξεπερνά.
Ποιος ας πούμε έχει αντιληφθεί πλήρως τον ψυχισμό και τη συναισθηματική κατάσταση ενός γονιού που έχει ένα παιδί σε πλήρη ή μερική αδυναμία, σωματική, πνευματική ή και τα δυο μαζί; Είναι φορές που έχω αναρωτηθεί και είμαι σίγουρος ότι, ετούτοι οι γονείς έχουν ξεπεράσει κατά πολύ την κλασική αδυναμία και τον προσωπικό προβληματισμό του θανάτου και του απλού ανθρώπου που αγωνιά για το τέλος του.
Αυτοί οι γονείς δεν αγωνιούν για το βιολογικό, από τη φύση τέλος τους, αλλά για τον κόσμο μετά από αυτό. ΤΙ ΘΑ ΑΠΟΓΙΝΕΙ ΤΟ ΑΔΥΝΑΜΟ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥΣ; Ποιος θα το αναλάβει; Ποιες συνθήκες θα βιώσει; Ποιος θα σταθεί πλάι του; Ποιος θα το ταΐσει; Ποιος θα το ξεδιψάσει; Ποιος θα το καθαρίσει; Και κυρίως, ποιος θα το χαϊδέψει;
Προσωπικά, δεν μπορώ παρά να υποκλιθώ σ’ αυτούς τους γονείς-Θεούς, που έκλαψαν αλλά δεν μίλησαν κι ούτε παρακάλεσαν ποτέ. Σ’ αυτούς τους γονείς που αγωνιούν για έναν διαφορετικό θάνατο από τον δικό μας και, όπως όλοι μας, λατρεύουν τα παιδιά τους σε όποια κατάσταση κι αν βρίσκονται αυτά. Ως συν-άνθρωπος, επιθυμώ να τους φωνάξω με απόλυτο σεβασμό: “Σας κατανοώ, σας σέβομαι, σας εκτιμώ, σας σκέφτομαι!” Και να πω σε όλους μας το απλό, το γνήσιο, το απαραίτητο:
“Ας στηρίξουμε μ’ ένα χάδι ψυχής, Θεούς και Αγγέλους, στο δικό τους σύμπαν, φέρνοντας το κοντύτερα στο δικό μας, όσο κι αν αυτό ακούγεται δύσκολο. Εξάλλου, μια λέξη, ένα αληθινό χαμόγελο, μια ουσιώδης, μικρή ή μεγάλη συναισθηματική βοήθεια δεν στοιχίζει τίποτα…”
Τελειώνοντας, επιθυμώ να πω δυο λέξεις σε κείνα τα παιδιά, τους ξυπόλητους, όπως στις αγιογραφίες, αγνούς Αγγέλους, κοιτώντας μέσα στη σκέψη μου, αυτό το αόριστο, μα τόσο συγκεκριμένο βλέμμα τους και εκείνο το ουράνιο, ασυνείδητο, μα συνειδητό συναίσθημά τους και τη νοητική ή σωματική αδυναμία τους όπως τη λέμε εδώ στη γη: “Συγχωρείστε μας, δεν γνωρίζαμε, δεν γνωρίζουμε, έχουμε άγνοια κι είμαστε αδύναμοι. Ξέρω ότι θα μας συγχωρήσετε έτσι κι αλλιώς, ως περήφανες, αξιοπρεπείς, συναισθηματικές και μάλλον, ανώτερες ψυχές …”.
ΥΓ. Παρεμπιπτόντως, για όσους μπορεί να μην γνωρίζουν, τα παιδιά αυτά, ακόμα και μέσα στην κραυγαλέα ακινησία, αδυναμία και σιωπή τους, αισθάνονται πολλά, αν όχι τα πάντα. Κι αυτό, γιατί αντιλαμβάνονται την έννοια της αληθινής ζωής σιωπηλά, μοναχικά και ενστικτώδικα, παραμερίζοντας την ψυχρή λογική που χρησιμοποιούμε εμείς οι υγιείς σωματικά, “ψυχικά και “πνευματικά”.