Σε ένα σκίτσο στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, όπου ο σκιτσογράφος Ηλίας Μακρής, εμπνευσμένος από την πρόσφατη συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Τούρκο Πρόεδρο, παρουσιάζει τους δυο ηγέτες να συνομιλούν, ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης ρωτάει τον Τούρκο πρόεδρο Ερντογάν: «Γιατί παραμένεις αμετακίνητος;».

Κι εκείνος, πονηρά χαμογελώντας, απαντά:  «Έτσι έχω γνωρίσει 8 Έλληνες πρωθυπουργούς κι αν θέλει ο Αλλάχ θα γνωρίσω κι άλλους τόσους». Η απάντηση που ο σκιτσογράφος έβαλε στο στόμα του Τούρκου προέδρου πιστεύω πως δείχνει καθαρά τον τρόπο με τον οποίο οι Τούρκοι πολιτικοί αντιμετωπίζουν εδώ και χρόνια την Ελλάδα και τους ηγέτες της.

Οι συναντήσεις γι’ αυτούς δεν έχουν άλλη σημασία πέραν από μια απλή γνωριμία:  κουβέντα να γίνεται, φιλοφρονήσεις εκατέρωθεν, κάποιες νεφελώδεις υποσχέσεις και επί της ουσίας τίποτε. Ας θυμηθούμε την περίφημη επίσκεψη του Ερντογάν στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 2017 και τον σχεδόν απρεπή τρόπο με τον οποίο μίλησε τόσο ενώπιον του τότε πρωθυπουργού όσο και ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας. Εδώ ας λάβουμε υπόψη πως οι Τούρκοι είναι Ανατολίτες.

Ξέρουν πολύ καλά να παζαρεύουν και, ως γνωστόν, στο παζάρεμα επιτρέπονται τα πάντα. Ακόμα κι όταν φαίνεται πως υποχωρούν, πάλι κερδισμένοι βγαίνουν στο τέλος. Όποιος έχει πάει στην Κωνσταντινούπολη κι έχει ψωνίσει στη μεγάλη σκεπαστή αγορά της, το περίφημο Καπαλί Τσαρσί (μεγάλο παζάρι) γνωρίζει πολύ καλά πόσο καλοί είναι οι Τούρκοι στο παζάρεμα. Ως έμποροι Ανατολίτες, ξέρουν πότε να υποχωρούν και πότε να γίνονται «επιθετικοί». Ίδια είναι η τακτική και των πολιτικών τους.

Μια ματιά στην ιστορία μας θα μας πείσει πως οι Τούρκοι, σχεδόν όλες τις φορές που συγκρούστηκαν μαζί μας, βγήκαν κερδισμένοι (πόλεμος του 1897, Μικρασιατική καταστροφή το 1922, Κύπρος 1974). Οι Τούρκοι πολιτικοί είναι υπομονετικοί, ξέρουν να παζαρεύουν και να περιμένουν, ώσπου να φέρουν τα πράγματα εκεί που θέλουν.

Ο Κεμάλ Ατατούρκ, για παράδειγμα, υποχωρούσε, ώσπου να καταφέρει να πάρει  με το μέρος του τους Γάλλους και τους Ιταλούς, που ήταν σύμμαχοι της Ελλάδας, και με τα δικά τους όπλα να επιχειρήσει την αντεπίθεση κατά των ελληνικών στρατευμάτων στη Μ. Ασία, με τα γνωστά αποτελέσματα. Ειδικά, όταν οι Τούρκοι «μυριστούν παρά», είναι ανυποχώρητοι και άπληστοι.

Αυτό τους κάνει να εφευρίσκουν δικαιολογίες, να διαστρέφουν τους διεθνείς κανόνες, να εκβιάζουν με όποιο τρόπο μπορούν, να απειλούν. Εκείνο που προέχει είναι η επίτευξη του στόχου. Ακόμη και η υποχωρητικότητα και η ευγένεια είναι κομμάτια της τακτικής τους.

Μέχρι τώρα η ελληνική εξωτερική πολιτική αντιμετώπισε τους Τούρκους πολιτικούς με υποχωρητική ευγένεια, επιμένοντας ορθώς στην τήρηση των κανόνων του διεθνούς δικαίου. Όμως, αυτό ανοίγει περισσότερο την όρεξη των Τούρκων, επειδή μάλλον εκλαμβάνεται ως δική μας αδυναμία. Και τούτο, διότι η Τουρκία θεωρεί εαυτήν ως μια μεγάλη δύναμη, που θέλει να παίξει κεντρικό πολιτικο-στρατιωτικό ρόλο στην περιοχή.

Δεδομένης της τακτικής και της στόχευσης της εξωτερικής πολιτικής της καθώς και της πίστης ότι πρόκειται για μια μεγάλη περιφερειακή δύναμη, είναι βέβαιο πως οι Τούρκοι δεν πρόκειται να «συγκινηθούν» από την «ευγένεια» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

Όταν μάλιστα η γειτονική χώρα έχει ως πρόεδρο έναν ισχυρό και φιλόδοξο άντρα, όπως είναι ο Ερντογάν, ο οποίος επ΄ουδενί δεν θέλει να χάσει την εξουσία, τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο επικίνδυνα για τα ελληνικά συμφέροντα. Ο Τούρκος πρόεδρος θα κάμει τα πάντα για να μείνει στη θέση του, εξάπτοντας όλο και περισσότερο τον τουρκικό εθνικισμό και φονταμενταλισμό.

Εξάλλου, οι διαρκείς εξοπλισμοί πού άραγε αποβλέπουν;  Μήπως υπάρχει κίνδυνος για την Τουρκία εκ μέρους της Ελλάδας;  Μα εμείς επιμένουμε διαρκώς στην τήρηση των συνθηκών και έτερον ουδέν. Επομένως, φαίνεται πως η Τουρκία εξοπλίζεται για δυο λόγους: πρώτον, για να καταστεί μια μεγάλη στρατιωτική δύναμη, ώστε να είναι σε θέση να επιβάλλει τις θέσεις της, και δεύτερον για σκοπούς καθαρά επεκτατικούς, όταν της δοθεί η ευκαιρία.

Διότι, όταν κάποιος εξοπλίζεται και εκπαιδεύεται διαρκώς για πόλεμο, πρέπει κάποια στιγμή να έχει την ευκαιρία χρήσης των όπλων για τα οποία εκπαιδεύτηκε. Διαφορετικά, δεν έχουν λόγο ούτε οι υπέρμετροι εξοπλισμοί ούτε η εκπαίδευση.

Γιαβάς- γιαβάς (σιγά-σιγά): αυτή είναι η τακτική των Τούρκων. Όπως είπαμε, ο Ανατολίτης δεν βιάζεται. Όπως είναι αργόσυρτος ο αμανές του, έτσι είναι και η πολιτική του τακτική. Οι διαρκείς παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου π.χ. δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο αργόσυρτος «αμανές» των Τούρκων πάνω από το Αιγαίο, ώσπου να πετύχουν κάτι, έστω και πολύ μικρό (είδαμε τι έχει γίνει με τα Ίμια), που θα τους δώσει την ευκαιρία για μεγαλύτερες διεκδικήσεις.

Αυτό το «χαβά» (=μελωδία, σκοπό) είναι βέβαιο πως θα συνεχίσουν οι Τούρκοι, ακόμη κι αν αλλάξουν οι πολιτικοί ηγέτες τους. Ισχύει στην περίπτωσή τους η ρήση του Κολοκοτρώνη: «Οι βιολιτζήδες άλλαξαν, ο χαβάς μένει ο ίδιος». (Βέβαια ο Κολοκοτρώνης είπε αυτή τη φράση για άλλο λόγο).

Καλό είναι οι πολιτικοί μας να γνωρίζουν τον τούρκικο πολιτικό «χαβά», όχι για να τον «τραγουδήσουν», αλλά για να επισημαίνουν τις «παραφωνίες» του. Οι Τούρκοι είναι βέβαιο πως θα συνεχίσουν τον επίμονο «χαβά» τους, θέλοντας να μας υπνωτίσουν, όπως οι Ινδοί γόητες υπνωτίζουν τις κόμπρες.

Εμείς, ως απόγονοι εκείνων που ανακάλυψαν το «λόγο», ας κρατήσουμε ζωντανά μέσα μας τα λόγια του εθνικού ποιητή:  «Πάντ’  ανοιχτά, πάντ’  άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου».