1. ΕΡΩΤΗΜΑ:

Συμφέρει η ένταση μεταξύ των δύο χωρών ή ο διάλογος σε ήρεμο κλίμα και τί προσδοκάται από την Ελλάδα σε κάθε περίπτωση;

Το ερώτημα, αν και φαίνεται απλοϊκό, κρύβει πίσω του σοβαρές παραμέτρους.

Προφανώς η ένταση εγκυμονεί καθημερινούς κινδύνους ένοπλης σύγκρουσης , είτε μεμονωμένα, είτε σε ευρεία κλίμακα, όμως όσο δεν επιλύονται τα φλέγοντα ζητήματα, που η Τουρκία θέτει παγίως και κατά καιρούς με περαιτέρω διεύρυνση, τόσο η παγιώνεται το καθεστώς αμφισβήτησης και, ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες, ο κίνδυνος ένοπλης σύρραξης παραμένει πάντοτε ορατός .

Ενώπιον λοιπόν του μόνο απαιτούντος γείτονος και κερδισμένου είτε υπό ένταση, είτε υπό ηρεμία, η Ελλάδα καλείται να αποδεικνύει ότι συζητάει και αφήνει την πόρτα ανοικτή στο διάλογο ως Δημοκρατική χώρα, που σέβεται τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, δίνοντας παράλληλα και στην Τουρκία κάποιο ένδυμα δημοκρατικότητας και σεβασμού του διεθνούς δικαίου εκ μόνου του λόγου του διαλόγου και συνακόλουθα στη Διεθνή Κοινότητα την εντύπωση ,που η Τουρκία επιδιώκει, ώστε και τις αντιστάσεις των Η.Π.Α. για εξοπλισμούς –ιδίως αναβάθμισης της πολεμικής της Αεροπορίας -να κάμψει και τις υποτιθέμενες πιέσεις-κυρώσεις της Ε.Ε. να παραπέμψει στις καλένδες.

Με απλά λόγια η Τουρκία από το διάλογο δεν έχει να χάσει κάτι, αφού άλλωστε μόνο ζητάει, ενώ αντίθετα η Ελλάδα μόνο να χάσει, αφού μόνο να δώσει κάτι προσφέρεται, διότι βέβαια το άνοιγμα –επαναλειτουργία μετά το 1971-της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης  και η χρήση της Αγίας Σοφίας αμιγώς ως μουσειακού χώρου δεν αποτελούν σοβαρά κέρδη της Ελλάδας μέσω ενός ανοικτού διαλόγου με την Τουρκία.

  1. ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ:

Α. Τι είναι αυτό, που η Ελλάδα θα ήταν εύκολο να δώσει στην Τουρκία και τι αδύνατο;

Β. Τι συζητάει τόσα χρόνια η Ελλάδα, αν δεν συζητάει για το Αιγαίο;

Στο Α ΕΡΩΤΗΜΑ:

α. Μουφτεια – εκλογή μούφτη (θρησκευτικού λειτουργού και περιορισμένων δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων) απευθείας από τους Μουσουλμάνους Έλληνες υπήκοους, όπως προέβελπε η Συνθήκη των Αθηνών του  1913 και ο νόμος  2345/1920 (έστω και αν ολίγο χρόνο εφαρμόστηκαν) και ζητάει η Τουρκία είναι κάτι ανώδυνο από πλευράς μουσουλμανικής μειονότητας για την Ελλάδα.

β. Αδύνατη η αποστρατικοποίηση νήσων του Ανατολικού Αιγαίου και εκτός πλαισίου διεθνούς δικαίου, ιδίως μάλιστα του Καταστατικού Χάρτη του Ο.Η.Ε. για το δικαίωμα αμύνης του απειλουμένου και πριν εκδηλωθεί επίθεση, όταν αυτή επαπειλείται συγκεκριμένα και σοβαρά έργω και λόγω.

Αδύνατος ο διαμοιρασμός της εκμετάλλευσης του Αιγαίου, όπως και του εναερίου χώρου του Αιγαίου καθ’ότι όχι απλώς ζήτημα οικονομικό, αλλά κυρίως Εθνικής Ασφαλείας.

Δυνατή μία συμφωνία καθορισμού θαλασσίων ζωνών μεταξύ νήσων μας έναντι της Τουρκίας και ακτών της Τουρκίας όχι με βάση την αρχή της ίσης απόστασης-ίσης γραμμής,αλλά με απόκλιση υπέρ της Τουρκίας και υπό τον όρο της αποδοχής της στην εφαρμογή του δικαίου της θάλασσας σε όλο τον υπόλοιπο αμφισβητούμενο από αυτή χώρο.

Στο Β ΕΡΩΤΗΜΑ.

Η συζήτηση με την Τουρκία για το Αιγαίο και νοτίως της Κρήτης υπό το συγκεκαλυμμένο μανδύα των μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης (ΜΟΔ) μεταξύ των δύο χωρών και επίλυσης δευτερευόντων ζητημάτων είναι περισσότερο  από προφανής και από μόνο το λόγο του υπερμέτρου χρόνου συζήτησης.

Γ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ.

Η ισχυρή οικονομία, οι ισχυρές ένοπλες δυνάμεις, το αρραγές και ενιαίο εθνικό μέτωπο-πολιτική είναι ο πυλώνας των εθνικών δικαίων και ως τέτοιος πρέπει και μπορεί να επιδιώκεται κάτω από ένα ισχυρό και διακομματικό Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας.

* Ο Στέλιος Βασαλάκης είναι συνταξιούχος, νομικός σύμβουλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, δικηγόρος παρ’ Α.Π. του Δ.Σ.Η., πτυχιούχος Νομικής Αθηνών και Πολιτικών Επιστημών.