Παρόλο που ο Σεπτέμβρης επεφύλαξε αρκετή βροχή κυρίως σε μας του Καστρινούς, λόγω του Ιανού, (αφού οι κάτοικοι της ενδοχώρας έμειναν παραπονεμένοι), εντούτοις όλοι θέλαμε από τον Οκτώβρη να γίνει νεφεληγερέτης, να μαζέψει όσο το δυνατόν πιο πολλά σύννεφα και να μας δροσίσει με τις “ομπρές” του.

Ο αείμνηστος λαογράφος μας Κωστής Φραγκούλης σίγουρα θα μας έλεγε κάποια τετράστιχα που θ’ αφορούσαν στις ομπρές του Οκτώβρη:

«Θε μου μεγαλοδύναμε

πότε θ’ αποφασίσεις

να κάμεις μιαν ομπρά νερό

τον κόσμο να δροσίσεις;» αλλά και το επόμενο:

«Ως θέλει την ομπρά ο χοχλιός

κι αφροδακός το ρέμα

θέλω κι εγών να λούζομαι

στο φωτεινό σου βλέμμα».

Συννεφιές, βροχές αλλά και τα πρώτα πρωινά και βραδινά ρίγη της αλλαγής του καιρού. Όλα προμηνύουν ένα τέλος της φαιδράς εποχής των απαλών ημερών. Τα γκρίζα σύννεφα πηγαινοέρχονται στον ουρανό και η φθινοπωρινή μελαγχολία κάνει έντονη την εμφάνισή της.

Κάποτε η αγορά παρουσίαζε εικόνα ερήμωσης, η αγορά λαχανικών και φρούτων, αφού ετυμολογικά φθινόπωρο σημαίνει ότι φθίνουν οι οπώρες. Σήμερα κάθε άλλο παρά αυτή η εικόνα υπάρχει. Αφενός εμείς έχουμε εξευρωπαϊσθεί και φρούτα δεν καλλιεργούμε σχεδόν σε πανελλήνια κλίμακα και αφετέρου οι αγορές μας έχουν κατακλυστεί από ξενόφερτα φρούτα τα οποία φροντίζουμε να τα προμηθευόμαστε όλο το χρόνο.

Αυτό τον μήνα παλιότερα περίμεναν με ανυπομονησία βοσκοί και ζευγάδες για να τους φέρει τα πρωτοβρόχια και να φυτρώσει το χορτάρι για τα κοπάδια, να βραχεί το στεγνό χώμα που αναδίδει εκείνη την χαρακτηριστική μυρωδιά του πρωτόβρεχου, να μαλακώσει για να αρχίσει η φάση της σποράς. Οι βοσκοί βέβαια αυτό το μήνα επέλεγαν για να κατεβάσουν τα κοπάδια τους από τα βουνά στους κάμπους, προκειμένου να ξεχειμωνιάσουν.

Η ελληνική αγροτική οικονομία ήταν πάντοτε, αλλά και είναι και σήμερα γεωργοκτηνοτροφική. Γεωργία και κτηνοτροφία είναι δύο συμπληρωματικοί τρόποι  πορισμού της τροφής. Όταν όμως δεν οργανώνονται πάνω σε συμπληρωματική βάση, έτσι ώστε να μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους γεωργοί και κτηνοτρόφοι, χωρίς να αλληλοσυγκρούονται, είναι φυσικό να γίνονται αντιμαχόμενες παρατά- ξεις.

Και η διαμάχη αυτή κορυφώνεται κάθε χρόνο μετά του Αγίου Δημητρίου, όταν οι ημινομάδες κτηνοτρόφοι, οι βλάχοι και οι σαρακατσάνοι αρχίζουν να κατεβαίνουν με τα κοπάδια τους προς τα χειμαδιά. Οι ζημιές που δημιουργούν τα ζώα τους είναι αρκετά σοβαρές. Ο Οκτώβρης είναι ο δέκατος μήνας του χρόνου. Το όνομά του όμως σημαίνει όγδοος.

Μήνας της σποράς. Ακόμα και οι Ρωμαίοι τον αποκαλούσαν Sementilius από το Semen  που σημαίνει σπόρος. Έτσι τον συναντάμε και με τις ονομασίες όπως:

Μπρουμάρης που σημαίνει ομιχλώδες, σκοτεινός, βοχάρης από τις βροχές που έφερνε, ό,τι πιο πολυπόθητο για τους γεωργούς, αλλά και Άη Δημητριάτης. Η εορτή του Αγίου Δημητρίου είναι το ορόσημο του χειμώνα και του Αγίου Γεωργίου το ορόσημο του καλοκαιριού, δηλαδή χειμερινό και θερινό εξάμηνο αντίστοιχα.

Πρόκειται για τα δύο συνόρατα του χρόνου όπως τα λένε, οι δυο τομές που χωρίζουν όπως αναφέραμε το γεωργικοκτηνοτροφικό έτος. Βρισκόμαστε στα τέλη του 19ου αιωάν με αρχές του εικοστού αλλά και πιο μετά ότνα ο αποδημητισμός των νεοελλήνων για οικονομικούς και επαγγελματικούς λόγους είναι έντονος, ειδικότερα στις πιο άγονες περιοχές της πατρίδας μας.

Μία κίνηση που παρατηρήθκε μετά από τα χρόνια της τουρκοκρατίας και αποτυπώθηκε σε πολλά τραγούδια, τα τραγούδια “της ξενιτιάς”. Ο Άγιος Δημήτριος μαλώνει με τον Άγιο Γεώργιο, τι και αν είναι Άγιοι, είχαν κι εκείνοι τα δικά τους, τις απόψεις τους:

“Οι δύο Αγίοι μάλωναν, ο

Αη Γιώργης και ο Αη Δημήτρης:

-Αη Γιώργη, Γιώργη Βούλγαρε

και σκορποφαμελίτη,

εγώ μαζώνω φαμιλιές κι εσύ

μου τις σκορπίζεις.

Μαζώνω μάνες με παιδιά,

γυναίκες με τους άντρες,

μαζώνω και τ’ αντρόγυνα τα

πολυαγαπημένα.

Μαζώνω και μια μικρόνυφη,

μικρή ‘ρραβωνιασμένη,

πόχει τα τέλια στα μαλλιά,

τα νύχια τα βαμμένα.

-Εγώ φέρνω την άνοιξη κι εσύ

μου τη στεγνώνεις.

-Εγώ φέρνω τα πρόβατα

κι εσύ τα ξεδιαγ’ μίζεις

-Εγώ φέρνω τσοπάνηδες

λαλώντας τις φλογέρες”.

Οκτώβρης! Ο μήνας της αντάμωσης, της επιστροφής, της οικογένειας, της χαράς και της αγάπης. Εκεί στην “Κλαψαρράχη” όπου πριν από έξι μήνες είχε γίνει ο αποχωρισμός, λίγο έξω από το χωριό τώρα έχουν μαζευτεί όλοι συγγενείς, φίλοι, γυναίκες και παιδιά για να υποδεχτούν τους ξενιτεμένους.

Άνδρες από κάθε επάγγελμα κυρίως χτίστες, μαστόροι της πέτρας, μαραγκοί, υλοτόμοι, βαρελοποιοί, καρβουνάρηδες, χαλκουργοί επιστρέφουν για να περάσουν τον χειμώνα με τους δικούς τους.

Φιλεύουν τα μικρά παιδιά με καραμέλες, με μπιμπλιά και σταφίδες (σταφιδοστράγαλα), με τζίτζιφα και άλλα καλούδια. Οι ξενιτεμένοι μόλις επέστρεφαν συνήθιζαν την πρώτη Κυριακή να πάνε μ’όλη τους την οικογένεια στην εκκλησία.

Έπρεπε να ανάψουν μια λαμπάδα σαν το μπόι τους και να ευχαριστήσουν τον Θεό που επέστρεψαν υγιείς και καζαντισμένοι (με αρκετά χρήματα). Επίσης ο ξενιτεμένος αν είχε χάσει κάποιο προσφιλές πρόσωπο, όσο απουσίαζε, μόλις ερχόταν, πήγαινε στον τάφο για να τελέσει τρισάγιο.

Οκτώβρης της επιστροφής, της χαράς όπως αποτυπώνεται στο ηθογραφικό μυθιστόρημα του Χρήστου Νικήτα με τίτλο “Νοσταλγοί” αφού οι ήρωες του συγγραφέα ήταν απλοί άνθρωποι του χωριού, άσημοι βιοπαλαιστές, ταπεινοί μάρτυρες της ζωής:

“Ήτανε δειλινό, όταν ξαφνικά μια παιδιάτικη φωνή, σκίζοντας την ησυχία της γειτονιάς, έκανε τον κόσμο ανάστατο:

-Οι μαστόροι! Οι μαστόροι! Έρχονται οι μαστόροι!

Και τι δεν έγινε τότε! Σα σαΐτες τα παιδιά τιναχτήκανε από τη “Ράχη” στο “Βουνό”- ένα μεγάλο πέτρινο βράχο- για ν’ αγναντέψουν και να διαλαλήσουν, τραγουδώντας και χορεύοντας:

-Νάτοι! Ξαναφάνανε στη Ντραΐνα…

-Έρχεται ο πατέρας μου! Έρχεται ο Παναγής μας κι ο Γιώργης μας!

-Τήρα ρε, μπροστά πάει το μουλάρι μας, πίσω έρχεται ο γαϊδαράκος μας, ο καράς!

-Ε ρε, Θεούλη μου, τι έχει να γενή σήμερα! Θα καεί το πελεκούδι!…

Από κοντά φτάνουν τρεχάλα κι οι γυναίκες. Δεν έμεινε ψυχή που να μην ανέβει στο ψήλωμα. Ως κι ο μπαρμπ-Αγγελής, που έχει ζυγώσει τα εκατό και παραπονιέται ότι τον λησμόνησε ο χάρος, γυρεύει βοήθεια με τη βροντερή του φωνή, να πάη κι αυτό ο δόλιος ν’ αγναντέψει…

Μανάδες, γυναίκες, αδερφάδες, καρτερουνε με λαχτάρα αγαπημένα παιδιά, άντρες, αδέρφια, να ‘ρθούνε από τα έρημα τα ξένα…”.