Το μέγεθος της τραγωδίας στα Τέμπη είναι τόσο μεγάλο, που οι συνέπειές του εξαπλώνονται πέρα από τις οικογένειες των θυμάτων και αγγίζουν πλέον ολόκληρη την κοινωνία. Τον αβάσταχτο πόνο, την απέραντη θλίψη, το εθνικό πένθος, το αίσθημα ανασφάλειας, τη φρίκη και την ντροπή που νιώσαμε όλοι οι Έλληνες μπροστά σε αυτό το αποτρόπαιο έγκλημα, τα διαδέχτηκαν ο θυμός, η οργή και η μαζική αντίδραση. Το βαθύ ατομικό τραύμα που προκάλεσε αυτή η άνευ προηγουμένου τραγωδία, μετατρέπεται τώρα σε συλλογικό.
Ο κοινωνικός θυμός είναι διάχυτος παντού στην ελληνική κοινωνία και εκφράζει την ανάγκη των απλών ανθρώπων να αντισταθούν στην ανεπάρκεια του κράτους να προστατέψει τους πολίτες του, που αισθάνονται σήμερα ανυπεράσπιστοι, όχι μόνο απέναντι σε μια δυσμενή συγκυρία, όπως είναι μια φυσική καταστροφή, αλλά κυρίως απέναντι σε μια γενικευμένη ανικανότητα της Πολιτείας να εξασφαλίσει τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις ασφαλείας για τις βασικές λειτουργίες της καθημερινότητας, όπως είναι οι σιδηροδρομικές μετακινήσεις.
Και μπορεί μεν οι ανεπάρκειες του κράτους να είναι διαχρονικές, όμως χωρίς αμφιβολία, οι μεγάλες πολιτικές ευθύνες για την τραγωδία στα Τέμπη, βαραίνουν πρωτίστως τους ώμους της τωρινής κυβέρνησης, που ολοκληρώνει τον 4ο χρόνο διακυβέρνησης, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειές της για συμψηφισμούς και διάχυση ευθυνών.
Οι αριθμοί είναι σαφείς: Το 2010 ο ΟΣΕ αριθμούσε 2.500 υπαλλήλους. Έως το 2019 μειώθηκαν στους 1.200 λόγω μνημονικής απαίτησης, καλύπτοντας ανάγκες 2.000 ατόμων. Το 2023, αφού αποδεκατίστηκαν με μετατάξεις, απέμειναν 700 υπάλληλοι, για να καλύπτουν ανάγκες σε προσωπικό που ξεπερνούσαν τα 2.000 άτομα. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός πάντως, πριν από λίγο καιρό σε προεκλογική του ομιλία στη Λάρισα, μας διαβεβαίωνε ότι, «Η Ελλάδα ταξιδεύει πια στο πρώτο βαγόνι της Ευρώπης».
Αγνοούσε όμως τότε εντελώς ο πρωθυπουργός – όπως τραγικά αποδείχθηκε λίγες μέρες αργότερα – τον κίνδυνο που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Είναι τραγική η διαπίστωση ότι, μέχρι το 2018 που υπήρχε μονή σιδηροδρομική γραμμή δεν είχε γίνει κάποιο ατύχημα, και μετά το 2018 που κατασκευάστηκε η διπλή σιδηροδρομική γραμμή έγινε η σύγκρουση, πάνω στη διπλή αυτή γραμμή, καταργώντας κάθε αίσθηση ασφάλειας για όλους τους πολίτες. Γιατί στο μοιραίο τρένο που διέσχισε την κοιλάδα των Τεμπών την τελευταία μέρα του Φλεβάρη, θα μπορούσαμε να είχαμε σκοτωθεί όλοι, ακόμα και αν ταξιδεύαμε στην πρώτη θέση.
Στην ίδια προεκλογική του ομιλία ο κ. Μητσοτάκης δήλωνε με έπαρση, και από τη θέση ισχύος που του εξασφάλιζαν τότε οι δημοσκοπήσεις, ότι, «Αντίπαλός μας πραγματικός είναι μόνο ο κακός μας εαυτός». Σήμερα, ελπίζω να έχει αντιληφθεί ο πρωθυπουργός, πως απέναντί του έχει πράγματι έναν ισχυρότατο αντίπαλο…
Τώρα η κυβέρνηση, πάνω στο μεγάλο πανικό της, προσπαθεί να μειώσει όπως-όπως το αδιαμφισβήτητο πολιτικό κόστος, και έχει στρέψει όλη την προσοχή της σε αυτό που λένε οι ξένοι, «Damage control», δηλαδή στον «έλεγχο των ζημιών». Όχι βέβαια των ζημιών της τραγωδίας – αφού αυτές δεν ελέγχονται έτσι κι αλλιώς – αλλά στον έλεγχο των πολιτικών ζημιών που αναμένεται να εισπράξει η ίδια στις κάλπες των επόμενων εθνικών εκλογών.
Η κυβέρνηση επιχειρεί τώρα να εκτρέψει τη συζήτηση προς τους «τεμπέληδες και αχαΐρευτους δημοσίους υπαλλήλους», που φταίνε για όλα τα δεινά αυτού του τόπου.
Να θυμίσουμε όμως ότι, αυτοί οι «τεμπέληδες και αχαΐρευτοι δημόσιοι υπάλληλοι» της Ομοσπονδίας Εργαζομένων στα τρένα, είχαν επιδώσει αλλεπάλληλες καταγγελίες το 2019 και το 2021 στον Εισαγγελέα και στην πολιτική ηγεσία, επισημαίνοντας τον μεγάλο κίνδυνο, αλλά κανένας «δουλευταράς» πολιτικός τους προϊστάμενος δεν τους πήρε στα σοβαρά.
Οι λαλίστατοι κυβερνητικοί παράγοντες που μέχρι πρότινος ξημεροβραδιάζονταν στα τηλεοπτικά παράθυρα προπαγανδίζοντας την «αυτοδυναμία», τώρα έχουν εξαφανιστεί. Έτσι, την υπεράσπιση του κρατικού μηχανισμού, έχουν αναλάβει με περισσή προθυμία, κάποιοι θλιβεροί τηλεπαρουσιαστές, έχοντας παραχωρήσει τα αποκλειστικά δικαιώματα της «τηλεκριτικής προς την εξουσία», σε έναν «Κανάκη», σε έναν «Λιάγκα» και σε έναν «Μουτσινά»… Ένα είναι βέβαιο. Η τραγωδία στα Τέμπη, χάλασε ολόκληρο τον εκλογικό σχεδιασμό της ΝΔ, και στέρησε από το κυβερνών κόμμα, το πλέον άθλιο «επιχείρημά» του, έναντι του βασικού πολιτικού του αντιπάλου, την καπηλεία των νεκρών στο Μάτι…
Η επιδοτούμενη ιταλική εταιρεία εκτελούσε το μεταφορικό έργο στις γραμμές του ΟΣΕ, μετακινώντας καθημερινά εκατοντάδες ανθρώπους στις αμαξοστοιχίες της, χωρίς όμως η ίδια να εξασφαλίζει, αλλά ούτε και η κυβέρνηση να ελέγχει, αν υπάρχουν οι στοιχειώδεις προϋποθέσεις ασφαλείας. Η «αξιολόγηση» και η «ασφάλεια», τις οποίες έκανε «παντιέρα» η κυβέρνηση Μητσοτάκη, έγιναν μπούμερανγκ εναντίον της, με τον χειρότερο μάλιστα τρόπο, μόλις έγινε γνωστό ότι, ο μοιραίος σταθμάρχης της Λάρισας που κατηγορείται ότι προκάλεσε την τραγωδία, είχε πλήρως «αξιολογηθεί» από τους δικούς της μηχανισμούς.
Οι προτεραιότητες όμως της κυβέρνησης δεν θα έπρεπε να ξεκινούν από τον έλεγχο των δικών της πολιτικών ζημιών, αλλά από την αντιμετώπιση των μεγάλων αντικειμενικών συνεπειών που προκλήθηκαν από την εθνική τραγωδία στα Τέμπη.
Τα μέτρα που έσπευσε να ανακοινώσει η κυβέρνηση για την ανακούφιση των παθόντων, ηχούν ως ασεβή προσπάθεια εξαγοράς πόνου, με εντελώς ευτελή αντισταθμιστικά οφέλη, όπως είναι η διαγραφή χρεών, οι προσλήψεις στο δημόσιο και η επιπλέον μοριοδότηση υποψηφίων στις πανελλαδικές εξετάσεις για τους συγγενείς των θυμάτων.
Σήμερα πενθεί όλη η Ελλάδα πάνω από τους νεκρούς αυτής της προαναγγελθείσας τραγωδίας.
Οι συγγενείς των θυμάτων όμως και όσοι επέζησαν της μεγάλης καταστροφής, είναι εντελώς ξεχωριστές κατηγορίες. Αυτοί οι άνθρωποι χρειάζονται τώρα εξειδικευμένη βοήθεια και στήριξη από ειδικούς, για να σταθούν στα πόδια τους και να μπορέσουν να διαχειριστούν τις μεγάλες απώλειες. Η μοιραία σύγκρουση στα Τέμπη ήρθε να λειτουργήσει σωρευτικά σε μια σειρά από απώλειες που βιώνουμε μαζικά οι Έλληνες, εδώ και τουλάχιστον μια δεκαετία.
Το φρικτό αυτό γεγονός αποτέλεσε και μια ισχυρή «σύγκρουση» και ένα γερό «χτύπημα» στη μαζική ψυχολογία των Ελλήνων, για όλα αυτά που δεν είναι πλέον αποδεκτά από τους πολίτες αυτής της χώρας. Γιατί η σύγκρουση των δυο τρένων στα Τέμπη, δεν εντάσσεται στον απόηχο κάποιου παγκόσμιου δυσμενούς γεγονότος, αλλά αφορά αποκλειστικά την σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Η συλλογική οργή είναι εκείνη που έβγαλε τον κόσμο στους δρόμους, για να διαδηλώσει τη διαμαρτυρία του σε όλη τη χώρα, με αφορμή το τραγικό γεγονός.
Η νέα γενιά, η πιο αδικημένη γενιά της Μεταπολίτευσης, η γενιά που αντίκρισε τον κόσμο λίγο πριν-λίγο μετά την χρεοκοπία της χώρας, μεγαλώνοντας σε συνθήκες ασφυκτικής λιτότητας και περιστολής ζωτικών δικαιωμάτων από τα σινεμά μέχρι και τις πλατείες, γνωρίζει πολύ καλά ότι τα όνειρά της έχουν υποθηκευθεί μέχρι και τα βαθιά της γεράματα.
Αυτά τα παιδιά όμως, από σχολιαρόπαιδα έως φοιτητές, κινητοποιήθηκαν μαζικά με εκδηλώσεις συμπαράστασης στα θύματα του εγκλήματος των Τεμπών. Την ίδια ώρα, ψηφιζόταν νομοσχέδιο στη Βουλή, που χαρακτήριζε ως «Σχολική βία» τις κινητοποιήσεις των μαθητών. Όταν όμως εξακολουθείς να μην παίρνεις τα «μηνύματα» και συνεχίζεις αδιόρθωτα να «σπέρνεις» φόβο, είναι βέβαιο ότι σύντομα θα «θερίσεις» οργή…
Από το μεγάλο εθνικό πένθος θα μπορούσε ίσως να βγει και κάτι γόνιμο, αν ο καθένας από εμάς αναλογιζόταν και την δική του ατομική ευθύνη – γιατί υπάρχει – για όλα αυτά που συμβαίνουν στην κοινωνία μας, και έβλεπε τον εαυτό του την επόμενη μέρα, μέσα σε μια κοινωνία ανθρώπων, με βασικό γνώμονα την αλληλεγγύη και την ουσιαστική αλλαγή.
Ο εκκωφαντικός κρότος της σύγκρουσης των δύο τρένων στα Τέμπη διέλυσε κάθε εκσυγχρονιστική ψευδαίσθηση που είχαμε για μια εθνική πορεία ανασυγκρότησης της χώρας μας προς το μέλλον. Γιατί στα Τέμπη, «εκτροχιάστηκε» το «ψηφιακό κράτος» των «αρίστων» και ήρθε σε μετωπική σύγκρουση με την κοινωνία.