Σε μια Αθήνα που στενάζει κάτω από την Γερμανική κατοχή, οι άνθρωποι της διανόησης αλλά  και οι απλοί πολίτες θρηνούν για το χαμό ενός ξεχωριστού Έλληνα.

Ήταν 27 Φεβρουαρίου του 1943 όταν σε ηλικία 84 ετών πέθανε ο μεγαλύτερος Έλληνας Ποιητής της εποχής του,  που και σήμερα όπως θα διαπιστώσετε με κάποια αποσπάσματα ποιημάτων του, είναι επίκαιρος όσο κανείς άλλος.

Ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός δίνοντας το πνεύμα της ομόθυμης παρουσίας του λαού στην κηδεία  και «με μια φωνή όσο ποτέ δυνατή» απήγγειλε το ποίημα «Παλαμάς», που είχε γράψει τα χαράματα  της 28ης Φεβρουαρίου προς τιμήν του μεγάλου ποιητή:

ΗΧΗΣΤΕ ΟΙ ΣΑΛΠΙΓΓΕΣ

Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,

δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…

Βογκήξτε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές

σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!

Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!

Ο Κωστής Παλαμάς είναι ο Ποιητής του Γένους μας και είναι μεγάλη αδικία το ότι ενώ

αρκετές φορές προτάθηκε για Νόμπελ δεν του απενεμήθει.

Το 1896  ο Κ. Παλαμας έγραψε τον Ολυμπιακό Ύμνο που  μελοποιήθηκε από τον μουσουργό Σπύρο Σαμάρα.

Ανακρούστηκε για πρώτη φορά στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 στην Αθήνα.

Η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή (Δ.Ο.Ε.) τον αναγνώρισε οριστικά σαν Ολυμπιακό σύμβολο  το 1958 στην 55η Σύνοδό της στο Τόκυο.

“Αρχαίο Πνεύμα αθάνατο, αγνέ Πατέρα

του ωραίου, του μεγάλου και του αληθινού

κατέβα, φανερώσου, κι άστραψε εδώ πέρα

στη δόξα της δικής σου γης και τ’ ουρανού.

Στο δρόμο και στο πάλεμα και στο λιθάρι,

στον ευγενών αγώνων λάμψε την ορμή

και με τ’ αμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι

και σιδερένιο πλάσε και άξιο το κορμί.

Κάμποι, βουνά και πέλαγα φέγγουν μαζί

σου σαν ένας λευκοπόρφυρος μέγας ναός

και τρέχει στον ναό εδώ προσκυνητής σου,

αρχαίον πνεύμα αθάνατο, κάθε λαός”.

Στον πρόλογο του κορυφαίου έργου, «Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου»

(που έχω την τύχη να έχω στην κατοχή μου την έκδοση του εκδοτικού οίκου  ΑΞΙΟΣ,  με στοιχεία:

ΑΘΗΝΑ, 5 ΤΟΥ ΤΡΥΓΗΤΗ, 1899) γράφει ίδιος ο Παλαμάς:

Το ποίημα τούτο είναι το πρώτο ,ίσως, που κοίταξα να αλαφροδέσω μαζί

Επικά και Λυρικά και Δραματικά, παίρνοντας απ’ όλα τα στοιχεία του Ποιητικού Λόγου,

την Ιστορία , τη Φιλοσοφία, τη Ζωή και το Όνειρο, τα Καρδιοχτύπια και τα Οράματα του Νου.

Και σε μεταγενέστερη έκδοση γράφει:

“Είμαι ο ποιητής που θέλει να κλείσει μέσα στο στίχο του, τους πόθους

και τα ρωτήματα του παντοτινού ανθρώπου (…).

Είμαι ο ποιητής του καιρού μου και του γένους μου.

Κι ό,τι μέσα μου κρατώ, δεν μπορεί να χωριστεί από την έξω πλάση.

Ο ποιητής δεν είναι μόνο της αισθητικής αντικείμενο…

είναι και της ιστορίας ”.

Συρραφή στίχων από το ποίημα

«Ο ΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΓΥΦΤΟΥ»

ΛΟΓΟΣ ΕΝΑΤΟΣ

Το βιολί

«Χτύπα, δοξάρι μου, και χτίζε,

ο κόσμος γίνεται από μένα

μέσα στα χέρια μου τα δυο.

Ω γέννα, ω γέννα!

Βιολί μου, υπάρχεις μόνο εσύ,

κι ο λόγος που θαματουργεί

κι ο λόγος είναι η μουσική!

Γιατί κι ο κόσμος ο βαθύς

γεννιέται πάντα από να πάλαιμα

σα δοξαριού με μια χορδή

κι ότ’ είν’ ωραίο κι ότι μεγάλο

στέκει εδώ πέρα,

μέσα στη λύσσα ενός πολέμου

δουλεύεται, κι έχει πατέρα το νικητή.

Απόσπασμα  από  τον πρόλογο

Η ΦΛΟΓΕΡΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΑ

Σαν έρθει από βροχόνερο μανιωμένο ποτάμι

και πλημμυρίσει και χυθεί και πελαγώσει ο κάμπος

και συνεπάρει τα δεντρά και τα σπαρτά σκεπάσει,

κι οπόχει την καλύβα του κατάμεσα του κάμπου

ξυπνώντας νύχτα ανέλπιστα βουητό χαμού γρικήσει

και δεν μπορεί να πάει μπροστά και μήτε πάει και πίσω,

γιατί μπροστά είναι κύματα και ρέματα είναι πίσω,

και αχνίζει και βουβαίνεται και τρέμει και απομένει,

-στου λυτρωμού την πόρτα ομπρός όμοια ο λαός ο σκλάβος

αχνίζει και βουβαίνεται και τρέμει και απομένει.

(Μήπως θυμίζει Θεσσαλικό κάμπο στο 2023)

Το ποίημα, απόσπασμα του οποίου ακολουθεί   γράφτηκε το 1908  από τον Κωστή Παλαμά, όπου περιγράφει με δραματικό τρόπο  την απόγνωσή του για την κατάντια της χώρας.

Αρχές του 20ου αιώνα, η Ελλάδα είναι  μια χώρα χρεοκοπημένη ταπεινωμένη και διαλυμένη οικονομικά και κοινωνικά, που για να σταθεί στα πόδια της  συνεχώς καταφεύγει  στην οικονομική “βοήθεια”-με το αζημίωτο φυσικά- των ξένων,  στους οποίους ουσιαστικά εκχωρήσει την εθνική της κυριαρχία.

Οι πλούσιοι Έλληνες του εξωτερικού, οι «χρυσοκάνθαροι», με την προσάρτηση της Θεσσαλίας στα 1881   αγοράζουν τσιφλίκια από τους Τούρκους μπέηδες και απλώς υποκαθιστούσαν τον ξένο φεουδάρχη  στην εκμετάλλευση των αγροτών.

Παράλληλα ιδρύεται η «Προνομιούχος Τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας», με κεφάλαια Ελλήνων του εξωτερικού  και συμμετοχή της Εθνικής Τράπεζας,  και δανείζει  στους μεγαλογαιοκτήμονες μεγάλα ποσά τα οποία  αυτοί στην συνέχεια δανείζουν στους κολλήγους με τόκο 30%-40%. Η αγροτική οικονομία ασφυκτιά.

κωστησ παλαμας
Επιπρόσθετα, οι επενδύσεις των «χρυσοκάνθαρων» κατά κύριο λόγο είναι  επενδύσεις κερδοσκοπικού χαρακτήρα,  που προσφέρουν ελάχιστα στην τόνωση ελληνικής οικονομίας.

Ό,τι προσπαθεί να κάμει (όχι και τόσο επιτυχώς) ο Τρικούπης, το καταστρέφει ο Δεληγιάννης,  που με το σύνθημα «κάτω οι φόροι», εξελέγη δις πρωθυπουργός της Ελλάδας, το 1885-1886 και το 1890-1892, και εκτοξεύει το δημόσιο χρέος σε δυσθεώρητα ύψη.

Επιεικώς  ανίκανοι πολιτικοί ηγέτες κι ένας πεινασμένος και ταλαιπωρημένος λαός,  που πολιτικάντηδες δημαγωγοί εύκολα τον σέρνουν από τη μύτη, συνθέτουν ένα  ζοφερό σκηνικό κάτω από της συνθήκες του οποίου, αγανακτισμένος, ο Κ. Παλαμάς το 1908  γράφει το ποίημα «ΑΠΟΚΡΙΤΙΚΗ ΓΡΑΦΗ» ΓΥΡΙΖΕ     απόσπασμα του οποίου ακολουθεί:

ΓΥΡΙΖΕ

Γύριζε, μη σταθείς ποτέ, ρίξε μας πέτρα μαύρη,

ο ψεύτης είδωλο είναι εδώ, το προσκυνά η πλεμπάγια,

η Αλήθεια τόπο να σταθεί μια σπιθαμή δε θα βρει.

Αλάργα. Νέκρα της ψυχής της χώρας τα μουράγια.

Η Πολιτεία λωλάθηκε, κι απόπαιδα τα κάνει

το Νου, το Λόγο, την Καρδιά, τον Ψάλτη, τον Προφήτη·

κάθε σπαθί, κάθε φτερό, κάθε χλωρό στεφάνι,

στη λάσπη. Σταύλος ο ναός, μπουντρούμι και το σπίτι.

Από θαμπούς ντερβίσηδες και στέρφους μανταρίνους

κι από τους χαλκοπράσινους η Πολιτεία πατιέται.

Χαρά στους χασομέρηδες! Χαρά στους αρλεκίνους!

Σκλάβος ξανάσκυψε ο Ρωμιός και δασκαλοκρατιέται.

Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα,

ραγιάδες έχεις, μάνα γη, σκυφτούς για το χαράτσι,

κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα,

των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι.

Και δημοκόποι Κλέωνες και λογοκόποι Ζωίλοι,

Και Μαμμωνάδες βάρβαροι, και χαύνοι λεβαντίνοι·

Λύκοι, κοπάδια, οι πιστικοί και ψωριασμένοι οι σκύλοι

Κι οι χαροκόποι αδιάντροποι, και πόρνη η Ρωμιοσύνη!

(Ναι δεν κάνετε λάθος, η ιστορία 105 χρόνια μετά ξαναέγραψε τα ίδια ακριβώς πράγματα, τα ονόματα διέφεραν μόνο).

Προσωπικά με έχει σημαδέψει θετικά γιατί η πρώτη μου ποιητική διάκριση ήρθε  για το ποίημα μου «Μια δοξαριά» με 3° Βραβείο στον  15° Παγκόσμιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό (2018-2019) της Ένωσης Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος με το παρακάτω θέμα:

«Μες στις παινεμένες χώρες, Χώρα παινεμένη, γέρνεις·

εσένα ήταν ο δρόμος σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση,

σαν τον δρόμο του ήλιου».

Και που είναι συρραφή στίχων από το «Δωδεκάλογο του Γύφτου» λόγος ή προφητικός.

ΜΙΑ ΔΟΞΑΡΙΑ Ιούνης 2018

Αρά αρχαία κουβαλεί τούτος εδώ ο τόπος,

που υποχθόνιοι θεοί την κρύψαν στα προυκιά του,

στον Ήλιο του, στον ουρανό, στα όρη, στα δεντρά του,

στις νταντελένιες του ακτές, στα δροσοφάραγγά του,

στα ιερά του στις κορφές, στου Άη Λιά το άρμα,

στις κρουσταλλένιες του πηγές, στης Άνοιξης το θάμα.

Μην προσπαθείς ν΄ απαλλαγείς, είναι χαμένος κόπος.

Είναι γραφτό η Γης αυτή να θρέφεται με αίμα.

Απ’ τα παιδιά, τα πιο σωστά, τα χρυσαρματωμένα,

τους Διγενήδες στο μυαλό, τα οδηγά στα ξένα,

κι έτσι σκαλώνουν στην κορφή, απ΄ τ’ απορφανεμένα,

τ’ αφτέρουγα, τα έρποντα και τα προσκυνημένα,

τα πράσινα, τα βένετα κι άλλα χρωματισμένα,

π’ αν είχανε φιλότιμο έστω κι ένα ψιχάλι,

τη χώρα δεν θα φέρνανε ποτέ σ΄ αυτό το χάλι.

Τον μπούσουλα τον χάνουνε δεν ξέρουν που μας πάνε

κι όσοι μας κυβερνούσανε κι αυτοί που κυβερνάνε.

Τις φρυκτωρίες σβήνουνε μηνύματα μη φτάνουν.

Τσίρκο τη χώρα κάνουνε και το απολαμβάνουν.

Μα κι όσοι προαλείφονται να τους διαδεχθούνε,

αγύρτες, νάνους δανειστές, βλέπω να προσκυνούνε

και το αμόνι, το σφυρί και το σπαθί του λόγου

να τα πουλούν, για δυο φλουριά, χυδαίου γυρολόγου

Κι όταν στα κόκκινα χαλιά, που κρύβουνε το αίμα,

βρώμικα πόδια την κλωτσούν την χώρα μου στο τέλμα,

ένας Αντάρτης Μουσικός μ’ ένα βιολί θα παίξει

μια δοξαριά

και μια γενιά διάσπαρτη, ξοπίσω του θα τρέξει,

που θα ‘χει στις αποσκευές πείρα, αγάπη, γνώση.

Θ’ αγκαλιαστεί μ’ όλους εδώ που ‘χουν απαξιώσει.

Το τσίρκο θα διαλυθεί. Ο Έλλην θα ψηλώσει.

Ένα μεγάλο θα στηθεί Ανάστασης τραπέζι,

κι ένα βιολί, συχνά πυκνά, θα βάνει ‘μπρός να παίζει

κι η μουσική θ’ ακούγεται σ’ όλη την οικουμένη

κι ως πρώτα θα ‘ν’ η Χώρα μου ξέχωρα παινεμένη.

* Ο Γιώργος Αγγελάκης είναι μαθηματικός