Η κυριαρχία των αντίθετων στοιχείων στον ανθρώπινο νου και, κατ’ επέκταση, στον ανθρώπινο ψυχισμό μπορεί να θεωρηθεί ως μία σημαντική πηγή εσωτερικών συγκρούσεων και δυστυχίας.

Οι συγκρούσεις αυτές προκύπτουν συχνά από την ταυτόχρονη η διαδοχική ύπαρξη αντιφατικών σκέψεων, συναισθημάτων ή επιθυμιών μέσα στο ίδιο άτομο.

Για παράδειγμα, μπορεί κάποιος να νιώθει έντονη αγάπη αλλά και θυμό για το ίδιο πρόσωπο, ή να θέλει να πετύχει έναν στόχο, ενώ ταυτόχρονα φοβάται την αποτυχία, η να νιώθει ενθουσιασμό τον οποίο διαπιστώνει ότι διαδέχεται η απογοήτευση.

Η έννοια των αντιθέτων σε συναισθηματικό επίπεδο έχει μελετηθεί από την ψυχολογία και τη φιλοσοφία, αλλά και τη θρησκεία και την τέχνη.

Στην ψυχολογία, ο Carl Jung ανέλυσε την ύπαρξη αυτών των εσωτερικών αντιθέσεων, υποστηρίζοντας ότι η ολοκλήρωση και η ισορροπία μπορούν να επιτευχθούν μέσω της διαδικασίας της εξατομίκευσης, κατά την οποία το άτομο έρχεται αντιμέτωπο και συμφιλιώνεται με τις αντίθετες πλευρές της προσωπικότητάς του.

Αν δεν επιτευχθεί αυτή η ισορροπία, τα αντίθετα μπορούν να οδηγήσουν σε συνεχή εσωτερική διαμάχη και έντονη ψυχική ένταση, δημιουργώντας συναισθήματα άγχους, απογοήτευσης ή ακόμα και κατάθλιψης.

Στο ίδιο πνεύμα και περίπου 2.300 χρόνια πριν τον Jung, ο Αριστοτέλης, ο Έλληνας φιλόσοφος και μαθητής του Πλάτωνα, μίλησε για τη μεσότητα, μια πολύπλοκη και σύνθετη έννοια, που κατά τη γνώμη μου, λανθασμένα ερμηνεύεται από πολλούς ποσοτικά, καθώς έχει ποιοτική και όχι ποσοτική διαφορά από τα δύο άκρα, όπως η αγάπη και το μίσος, το θάρρος και ο φόβος και όλες τις αντίθετες ψυχικές καταστάσεις.

Ας φανταστούμε ένα εκκρεμές, το οποίο μπορούμε να δημιουργήσουμε μόνοι μας κρατώντας ένα μπρελόκ που έχει ένα σχετικό μήκος. Κρατώντας το από τη μία άκρη, μπορούμε να θέσουμε σε κίνηση το βαρύ άκρο που συγκρατεί τα κλειδιά, με αποτέλεσμα αυτά να κινούνται δεξιά και αριστερά, σε ίσες αποστάσεις.

Όση δύναμη έχει το εκκρεμές να κινηθεί προς τα δεξιά, άλλη τόση δύναμη αποκτά και προς την άλλη μεριά, κι έτσι γίνεται κατανοητή η έννοια της ταλάντωσης.

Αν η κίνηση αυτή αντανακλά τις εσωτερικές μας μεταπτώσεις, τότε συμπεραίνουμε ότι η χαρά που βιώνεται έντονα, θα δώσει σύντομα τη θέση της σε μια εξίσου έντονη απογοήτευση και το ίδιο ισχύει για όλες τις εσωτερικές μας καταστάσεις.

Παρατηρούμε όμως, ότι το πάνω μέρος του εκκρεμούς βρίσκεται σταθερά στη μέση της κίνησης, όσο εύρος κι αν έχει αυτή, χωρίς να μεταβάλλεται.

Στο βαθμό που αυτό μας βοηθά να αντιληφθούμε την αριστοτελική μεσότητα, καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για μια τρίτη δύναμη, διαφορετική ποιοτικά από τα δύο άκρα, η οποία οδηγεί σε σύνθεση και υπέρβαση των αντίθετων ψυχικών καταστάσεων.

Μέσα από την αυτογνωσία, η επίλυση των συγκρούσεων μπορεί να οδηγήσει σε συναισθηματική ισορροπία και σταθερότητα, που λαμβάνει χώρα σε ένα επίπεδο ψυχολογικά υψηλότερο, στο οποίο ο άνθρωπος δεν άγεται και φέρεται από τα εξωτερικά ερεθίσματα, ή τις εσωτερικές ακούσιες και αυτοματοποιημένες συναισθηματικές καταστάσεις, ώστε να οδηγείται σε συνεχείς ταλαντώσεις, χωρίς επιλογή.

Αντίθετα, με τη δύναμη της αυτογνωσίας και της αυτοπαρατήρησης με την ψυχολογική και φιλοσοφική έννοια, μπορεί να αποστασιοποιείται από αυτά, να τα συνθέτει και να τα αφομοιώνει, υψώνοντας τον εαυτό του σε ένα υψηλότερο επίπεδο, όπου δεν μπορούν να τον αγγίξουν οι μεταπτώσεις.

Παύει έτσι αν θυματοποιείται από τον ίδιο του τον ψυχισμό, κατακτώντας τον έλεγχο του εαυτού του και έχοντας τη δύναμη να επιλέξει, ανοίγοντας το δρόμο για την εσωτερική ισορροπία και ευδαιμονία.

Θα μπω στον πειρασμό να υποθέσω ότι ο κορυφαίος και αγαπημένος Jung, εμπνεύστηκε από τον Αριστοτέλη, καθώς είναι γνωστό ότι και ο ίδιος και ο δάσκαλος του ο Freud, μελετούσαν επισταμένα τα αρχαία κείμενα, σε μια εποχή που εμείς οι Έλληνες δεν είχαμε την πολυτέλεια να τα γνωρίσουμε και να αξιοποιήσουμε.

Ο Αριστοτέλης λοιπόν, θεωρούσε την κατάκτηση της μεσότητας ως κεντρική συνιστώσα για την επίτευξη της αρετής και της ευδαιμονίας, όπως ακριβώς και ο Jung. Η αρετή εδώ δεν έχει ηθικό χρώμα, αλλά αποτελεί το μέσο για την επίτευξη του σκοπού της ύπαρξης, που είναι η ευδαιμονία.

Και καθώς μίλησα ήδη για την αξία της αυτογνωσίας σε αυτό το δύσβατο ανήφορο που οδηγεί όμως, σε ευδαιμονική θέα, θα κλείσω τονίζοντας ότι η αυτοπαρατήρηση και η συνειδητοποίηση της εσωτερικής φυλακής στην οποία οδηγεί η αδιάλειπτη ψυχολογική ταλάντωση αποτελεί το πρώτο και απαραίτητο βήμα.

Η Γιάννα Χουρδάκη είναι ψυχολόγος-παιδοψυχολόγος