Πού τους χάνεις, πού τους βρίσκεις… Έχει γίνει πλέον της μόδας και για μας τους κοινούς θνητούς, αλλά και για τους “σωτήρες” μας, να παρευρισκόμαστε, συχνά πυκνά σε κάποια κοπή πίτας. Στην δεύτερη κατηγορία αυτή των σωτήρων ανήκουν οι πολιτικοί μας, οι δημοτικοί άρχοντες, διάφορα στελέχη των διαφόρων οργανισμών αλλά και το απεριόριστο πλήθος των υποψηφίων κάθε λογής.

Μέλημά τους, όχι τόσο να τιμήσουν με την παρουσία τους την κάθε εκδήλωση, αλλά κυρίως να προβάλουν τους εαυτούς τους, αφενός στους παρευρισκόμενους και αφετέρου στα κάθε είδους μέσα ενημέρωσης. Και από πίτα σε πίτα πορεύονται, κορδωμένοι, φουσκωμένοι, ικανοποιημένοι που όλοι μιλούν γι’ αυτούς.

Όμως θ’ ανατρέξω αρκετές δεκαετίες πίσω εξαιτίας αυτού του θεσμού της κοπής της πίτας. Θ’ αναφερθώ στην μεταεπαναστατική Ελλάδα, στα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα και μετά. Τέτοιες μέρες…

Μπορεί να μην έκοβαν πίτες οι διάφοροι φορείς, αλλά τότε είχαν τους διάφορους χορούς. Πιο συγκεκριμένα κάθε πρωτοχρονιά στην Αθήνα διοργανώνονταν οι ανακτορικοί χοροί οι οποίοι αποτελούσαν το σημαντικότερο κοσμικό γεγονός εκείνα τα χρόνια.

Μ’ αυτό το γεγονός άνοιγε η χορευτική περίοδος, η οποία ολοένα και αυξανόταν και συνεχιζόταν με μεγαλύτερη ένταση μέχρι και καθ’ όλη τη διάρκεια του Τριωδίου. Ύστερα όλα σώπαζαν, αφού ακολουθούσε η περίοδος της σαρακοστής.

Συνήθεια λοιπόν μεγάλη, ήταν κατά τον χορό των ανακτόρων να κάνουν την πρώτη τους εμφάνιση οι νεαρές Αθηναίες: Βλαστάρια επωνύμων οικογενειών, που με μεγάλη αγωνία περίμεναν την ημέρα εκείνη! Μια ημέρα που θα μπορούσε να είναι καθοριστική για όλη τους τη ζωή. Ποιος ξέρει; Ίσως  να γνώριζαν τον μέλλοντα σύζυγό τους.

Έτσι ήταν τα πράγματα τότε, οι σχέσεις των νέων δεν ήταν “ξέφραγο” αμπέλι, όπως σήμερα. Ο Θεός να συγχωρέσει την μακαρίτισσα τη γιαγιά μου που συχνά το έλεγε:

“Σήμερα οι νέοι παντρεύονται κάθε βράδυ”. Μη φανταστείτε ότι το έλεγε τώρα, αλλά παλιότερα. Φυσικά τους χορούς αυτούς δεν τους άφησε ασχολίαστους ο μεγάλος σατιρικός μας ποιητής Γιώργος Σουρής. Μαζί με τους δύο γνωστούς του ήρωες, τον Περικλή και τον Φασουλή, έδινε στις σελίδες του “Ρωμηού” κάποιο σχετικό διάλογο:

“Περικλής: Που πας βρε Φασουλή;

Φασουλής: Στου παλατιού το μπάλο, δεν έρχεσαι και συ μαζί να φας λιγάκι γάλο;”

Ο Σουρής έγραφε με στίχους την “κοσμική στήλη” του “Ρωμηού” που πολύ την υπολόγιζαν οι Αθηναίοι και οι Αθηναίες γιατί διαβαζόταν μετά μανίας απ’ όλο τον κόσμο και ίσως περισσότερο από τις κοσμικές στήλες των καθημερινών εφημερίδων.

Ο Σουρής σχολίαζε τις κυρίες με τις έξωμες τουαλέτες που για να ραφτούν απαιτούνταν μεγάλα ποσά και αιματηρές οικονομίες. Βέβαια πάντοτε με τους γνώριμους στίχους του: “Τάχα πόσα πορτοφόλια, γυμνώθηκαν αχαμνά για να δεις τα κρέατά των και τα κόκκαλα γυμνά;”.

Γι’ αυτά που έβλεπε στο χορό, δεν δίσσταζε να κάνει κάποιες τολμηρές αναφορές: “Για κύτταξε πρωτόβγαλτες! να κι ένα μικρουλάκι, μα βλέπεις και σ’αυτό κοντά κι άλλα φυντάνια προφαντά

που τρώγονται, βρε Φασουλή, και με το κοκκαλάκι”.

Πολλοί από τους παρευρισκόμενους είχαν το μυαλό τους και το νου τους στο φαγητό, κάτι που ο κορυφαίος σατιρικός μας ποιητής δεν το άφησε ασχολίαστο:

“Στο σουπέ ρίχτηκαν όλοι, Περικλέτο μου βαρώνε,

που θαρρείς οι μουστερήδες, ένα χρόνο πως δεν τρώνε.

Και προσμένουν με λαχτάρα, τη δευτέρα του Γενάρη,

στα φαγιά των ανακτόρων, να χυμίζουνε σαν γλάροι”.

Περιγράφει στη συνέχεια τους περευρισκόμενους στο χορό, αφού αρχίζει από τη βασιλική οικογένεια, πηγαίνει στους αυλικούς, μετά στο υπουργικό συμβούλιο, τους πρεσβευτές, τους εκπροσώπους του στρατού και του ναυτικού με τις ολόχρυσες στολές του και καταλήγει σε άλλες προσωπικότητες που αξίζει να τις δούμε μεσα από τους παρακάτω στίχους:

“Ην δε γιατρός Σακόρραφος, ευθυτενής και ντούρος

και φυντανάκια στο χορόδιέκρινα καινούρια,

κι ο Σάββας ήτο της αυλής κι ο μαιευτήρ ο Λούρος,

που σε παλάτια πηλαλεί, σαν έχουν γεννητούρια.

Κι ο Χατζηδάκις ήτο παρών κι αυτός στην εσπερίδα

σε μπάλους ανακτόρων πρώτη φορά τον είδα.

Όμως ο δε Μιστριώτης, θυμώνει, στραβοσκέλει

γιατί τον Χατζιδάκι, με γιώτα, δεν τον θέλει”.

Τόσο ο Γεώργιος Μιστριώτης, όσο και ο Γεώργιος Χατζηδάκις (συνήθιζε να γράφει το κις με γιώτα ο τελευταίος), ήταν υπέρμαχοι της καθαρεύουσας.

Στον χορό του “Παρνασσού” ο Σουρής σατιρίζει τον χορό των καλεσμένων που ανάμεσά τους ήταν βασιλείς, πρίγκηπες και τόσοι άλλοι:

“Ήλθαν λοιπόν οι βασιλείς

κι οι μεγιστάνες της αυλής.

Πρίγκηπες και πριγκήπισσες με λούσα και με κάλλη,

κι ο βασιλεύς εχόρεψε με τη Μαυρομιχάλη

ο πρίγκηψ ο Νικόλαος την Άννα του Λεβίδη,

μία των πρώτων δεσποινών φορέματος λευκού,

μα κι η Σταΐκου τρε ζολί και μία σαν σανίδι

χορεύει μ’ έναν κύριον, κομψόν, του Ναυτικού”.

Οι Αθηναίοι διασκέδαζαν αρκετά τέτοιες μέρες. Γλέντια, χαρά, πειράγματα, αστεϊσμοί παντού. Ο Γιώργος Σουρής δεν άφηνε τίποτα ασχολίαστο και όλα τα θέματα τον απ ασχολούσαν. Αρκετά καταπιάστηκε και με τους κουτσαβάκηδες που επί χρόνια ταλαιπωρούσαν τον πληθυσμό, έχοντας ως κρησφύγετο τη συνοικία του Ψυρρή. Τότε ο Σουρής μαζί με τον αρχηγό της Αστυνομίας Μπαϊρακτάρη κατόρθωσαν να εξαφανιστούν αυτοί οι περιβόητοι ψευτοπαλληκαράδες.

Λέγεται βέβαια ότι ο Μπαϊρακτάρης είχε πει στον Σουρή: “Κυρ Γιώργη, εσύ με την πένα σου κι εγώ με τον βούρδουλα θ’ απαλλάξουμε την πόλη από τους κακοποιούς”. Άλλες εκείνες οι εποχές…

Άλλοι καιροί… άλλα ήθη… Και οι χοροί καλά κρατούσαν, όπως και σήμερα καλά κρατούν, χωρίς να σημαίνει αυτό, ότι είμαστε για τα πανηγύρια.