Αποτελεί γεγονός ότι ο πρόσφατος εντοπισμός κάποιων κρουσμάτων της επικίνδυνης ζωονόσου πανώλης, σε περιοχές της χώρας μας και στην Κρήτη, έθεσε επί τάπητος το σημαντικό θέμα που είναι η απάντηση στο ερώτημα ‘’Ποιες είναι οι προϋποθέσεις ανάπτυξης της αιγοπροβατοτροφίας στην Κρήτη και η αποτροπή του αφανισμού της;…’’
Η κτηνοτροφία στον Νομό Ηρακλείου και σ’ ολόκληρη την Κρήτη έχει παίξει σημαντικό ρόλο (οικονομικό, κοινωνικό) από την αρχαιότητα – η Αμάλθεια (η τροφός αίγα του ΔΙΑ), τα Ταυροκαθάψια (ακροβασίες επί ταύρου) μέχρι σήμερα και ήταν συνδεδεμένη άμεσα με τις παραδόσεις και την πορεία το Κρητικού λαού.
Οι εδαφολογικές συνθήκες του Νομού Ηρακλείου ευνοούν κάθε είδους κτηνοτροφική δραστηριότητα (εκτός βουτροφίας), παρόλα αυτά όμως σήμερα βρίσκεται σε μία δύσκολη κατάσταση, με αποτέλεσμα οι κτηνοτρόφοι να βρίσκονται σε κινητοποίηση να υπάρχει δε έλλειμμα στα περισσότερα κτηνοτροφικά προϊόντα, με μοναδική εξαίρεση το αιγοπρόβειο κρέας.
Σημαντικό ρόλο στην αρνητική αυτή πορεία έχουν παίξει:
- 1. Οι εισαγωγές φθηνότερων κτηνοτροφικών προϊόντων από άλλες χώρες και κυρίως από την Ε.Ε.
- 2. Οι ακριβές ζωοτροφές και κυρίως οι χονδροειδείς (άχυρο, σανό, ενσίρωμα) που μεταφέρονται από την άλλη Ελλάδα ή εισάγονται από άλλες χώρες.
- 3. Η απώθηση πολλών κτηνοτροφικών μονάδων (κυρίως χοιροστάσια και βουστάσια) από την ανάπτυξη τουριστικών εγκαταστάσεων.
- 4. Η υποβάθμιση και καταστροφή των παραδοσιακών βοσκοτόπων (αιγοπροβατοτροφία) λόγω υπερβόσκησης.
- 5. Η έλλειψη φορέων εμπορίας που έχουν σχέσεις με τους κτηνοτρόφους (ομάδες κτηνοτρόφων, συνεταιρισμοί κ.λ.π.).
Είναι γνωστά τα προβλήματα που σχετίζονται με την κτηνοτροφία όπως οι καθυστερήσεις ή αποκλεισμοί από επιδοτήσεις, όρια (πλαφόν) αιγοπροβάτων, η ανεπάρκεια και η οριοθέτηση των βοσκοτόπων, οι αγροζημίες, η ανεπαρκής ασφάλεια της υπαίθρου, η οριοθέτηση και ο καθορισμός κτηνοτροφικών ζωνών, η ανυπακοή των κτηνοτρόφων στην φύλαξη περιουσιών ή χώρων περιβαλλοντικού ή αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, προβλήματα κτηνοτρόφων με κυνηγούς ή το αντίστροφο, τιμές κτηνοτροφικών προϊόντων ή ζωοτροφών κ.λ.π.
Το όλο θέμα είναι πολύπλοκο και δύσκολο επειδή πρέπει να το προσεγγίσουμε εξετάζοντας πολλές παραμέτρους τις οποίες σε γενικές γραμμές προδιαγράφουν τα παρακάτω ερωτήματα:
- Για τον αιγοπροβατοτρόφο, ποια είναι η εικόνα του αιγοπροβατοτρόφου σήμερα;
- Για την αιγοπροβατοτροφία, ποια είναι η σημερινή εικόνα της και ποιες οι προοπτικές της;
- Είναι ή μπορεί η κτηνοτροφία μας να γίνει ανταγωνιστική;
Για τον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος μπαίνουν επίσης ερωτήματα, όπως:
- Σε ποια κατάσταση βρίσκεται το περιβάλλον στο οποίο δραστηριοποιείται η αιγοπροβατροτροφία;
- Τι πρέπει να γίνει προκειμένου να επιτύχουμε την αειφόρο ανάπτυξη; κ.λ.π.
Τα ερωτήματα αυτά περιμένουν, εναγώνια, έγκυρες απαντήσεις…
Η κτηνοτροφία συμβάλλει σημαντικά στην τοπική οικονομία, την απασχόληση μεγάλου μέρους του πληθυσμού άμεσα ή έμμεσα και συνδεδεμένου με την ιστορία και τον πολιτισμό αυτού του τόπου. Όμως επειδή τα πράγματα συνεχώς δυσκολεύουν λόγω των περιορισμών που τίθενται από την Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να προλάβουμε τις τυχόν αρνητικές επιδράσεις και να προετοιμάσουμε την ομαλή προσαρμογή της κτηνοτροφίας μας στα νέα δεδομένα.
Όταν μιλάμε βέβαια για κτηνοτροφία στον Νομό Ηρακλείου, αλλά και στην υπόλοιπη Κρήτη, εννοούμε κυρίως την αιγοπροβατοτροφία, η οποία είναι και η πλέον αξιόλογη σε σύγκριση με τις άλλες μορφές.
Στον Νομό Ηρακλείου υπάρχουν 3.800 εκτροφές στις οποίες εκτρέφονται σήμερα 600.000 περίπου αιγοπρόβατα, εκ των οποίων τα 520.000 βόσκουν σε ορεινούς και ημιορεινούς βοσκότοπους υπό μορφή ποιμνιακή (στατική ή μετακινούμενη) και τα υπόλοιπα 80.000 σε πεδινούς βοσκότοπους κυρίως υπό ημιενσταυλισμένη μορφή, όπου υπάρχουν και τα περισσότερα έργα υποδομής, όπως υπόστεγα και αμελκτήρια.
Το σύνολο των υπαρχόντων βοσκοτόπων είναι περίπου 1.000.000 στρέμματα (38% της έκτασης του Νομού), από τα οποία κάθε αιγοπρόβατο έχει στη διάθεσή του 1,8 – 2 στρέμματα. Οι ορεινοί βοσκότοποι (31%) είναι κυρίως βραχότοποι με ελάχιστη ποώδη βλάστηση, στους οποίους όμως μπορούν να παράγονται κάποιες ποσότητες βελανιδιών, που ενισχύουν κάπως τη βοσκοϊκανότητά τους.
Μέρος των ορεινών αλλά κυρίως των ημιορεινών καλύπτονται από θάμνους (αστιβίδες, ασπαλάθους κ.λ.π.), που εμποδίζουν αφενός μεν την ανάπτυξη ποώδους βλάστησης και αφετέρου τη βόσκηση της υπάρχουσας.
Οι πεδινοί και αρκετοί ημιορεινοί βοσκότοποι μπορούν να καλλιεργηθούν και να παράγουν χονδροειδείς ζωοτροφές (κυρίως κριθάρι, βρώμη, βίκος). Εξαιτίας των δυσμενών αυτών συνθηκών εκτροφής και της φυσικής επιλογής, τα αιγοπρόβατα που δημιουργήθηκαν στον νομό, όπως και στην υπόλοιπη Κρήτη, είναι μικρόσωμα πράγμα το οποίο τους επιτρέπει όχι μόνο να επιβιώνουν αλλά και να παράγουν με τη λίγη βοσκή που καταναλώνουν.
Πρόκειται δηλαδή για λιτοδίαιτα ζώα, αλλά όπως ήταν επόμενο χαμηλής παραγωγικότητας. Οι φτωχοί σε βλάστηση βοσκότοποι, που θεωρούνται υπεύθυνοι για το μικρό μέγεθος και τη χαμηλή παραγωγική ικανότητα των αιγοπροβατοειδών, έρχονται να αποζημιώσουν την υπαιτιότητά τους αυτή με τη βλάστηση 600 περίπου βοσκήσιμων φυτών, πολλά των οποίων είναι αρωματικά, όπως ο θύμος, η αντωναΐδα, η αλαδανιά, ο σκίνος κ.λ.π., που σε συνδυασμό με τη συνεχή κίνηση και έκθεση των ζώων στον ήλιο και τον καθαρό αέρα, παράγονται προϊόντα εξαιρετικής ποιότητας, μοναδικά στον κόσμο.
Ο αριθμός (600.000) των υπαρχόντων αιγοπροβάτων σήμερα είναι υπερβολικός, διότι η υπερβόσκηση των βοσκότοπων συνετέλεσε στην καταστροφή τους, που σε μερικές περιπτώσεις είναι ολοκληρωτική και η αδυναμία αυτοτελούς κάλυψης των διατροφικών αναγκών, ανάγκασε τους κτηνοτρόφους να προσφύγουν στη χορήγηση κυρίως συμπυκνωμένων ζωοτροφών, που είχε σαν αποτέλεσμα αφενός μεν την επιβίωση των κοπαδιών και την παραγωγή ίσως περισσότερων κτηνοτροφικών προϊόντων (γάλα, κρέας) και αφετέρου όμως την αύξηση του κόστους παραγωγής, αλλά κυρίως τη σταδιακή υποβάθμιση των παραγομένων προϊόντων (δηλαδή χάνεται το συγκριτικό πλεονέκτημα της ποιότητας).
Σήμερα στον Νομό Ηρακλείου υπάρχουν αρκετές βιομηχανίες και βιοτεχνίες ζωοτροφών, από τις οποίες κάποιες περνάνε σοβαρή κρίση και αντιμετωπίζουν το φάσμα της χρεοκοπίας, που ελέγχονται αυστηρά από την επιτροπή ελέγχου ζωοτροφών και τα αποτελέσματα των ελέγχων είναι ικανοποιητικά.
Ο υπέρμετρος αριθμός αιγοπροβάτων οφείλεται κατά κύριο λόγο στον τρόπο χορήγησης των επιδοτήσεων (κατά κεφαλή ζώου), στις οποίες δυστυχώς εστιάζεται το ενδιαφέρον των κτηνοτρόφων και όχι στην παραγωγή και υπάρχει φόβος ότι με την κατάργηση των επιδοτήσεων, θα υπάρξει πλήρης κατάρρευση της αιγοπροβατοτροφίας σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Ένας άλλος μεγάλος κίνδυνος που απειλεί άμεσα την αιγοπροβατοτροφία προέρχεται από εισροή κτηνοτροφικών προϊόντων από βαλκανικές χώρες, που έγιναν ή θα γίνουν μέλη της Ε.Ε.
Είναι φανερό ότι οι βοσκότοποι θα πρέπει να επανακτήσουν την παλιά δυναμική τους, γι’ αυτό θα πρέπει:
1. Να μειωθεί οπωσδήποτε ο αριθμός των αιγοπροβάτων και σήμερα είναι εφικτό σύμφωνα με:
• το πρόγραμμα εκτατικοποίησης, που προβλέπει τη δραστική μείωσή τους.
• το πρόγραμμα βιολογικής κτηνοτροφίας.
2. Να βελτιωθούν οι βοσκότοποι με λίπανση (από αέρος και εδάφους) και να εφαρμοστούν προγράμματα της εκ περιτροπής βόσκησης, εκεί τουλάχιστον που δεν θα εφαρμοστεί το πρόγραμμα της βιολογικής κτηνοτροφίας.
Για να μειωθεί το κόστος παραγωγής, θα πρέπει να εξευρεθούν ικανές ποσότητες φθηνών χονδροειδών ζωοτροφών και αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την ιδιοπαραγωγή ζωοτροφών, όπου υπάρχουν οι δυνατότητες και ίσως θα πρέπει σε προγράμματα αναδιάρθρωσης καλλιεργειών να μπει στο τραπέζι και το θέμα καλλιέργειας κτηνοτροφικών φυτών (μηδική, βίκος, βρώμη, κριθάρι κ.λ.π.), σε αντικατάσταση άλλων καλλιεργειών, που σήμερα έχουν υποβαθμιστεί. Η χρησιμοποίηση υποπροϊόντων της γεωργίας, όπως λιόφυλλα, ελαιοπύρηνα κ.λ.π. θα παίξει σημαντικό ρόλο.
Η γενετική βελτίωση μπορεί να γίνει κυρίως σε εντατικές ή ημιεντατικές εκτροφές. Στην εκτατικής μορφής εκτροφές δεν πρέπει να υπάρξει σοβαρή παρέμβαση, διότι οι υπάρχουσες συνθήκες σήμερα δεν το επιτρέπουν, ίσως θα μπορούσε να γίνει με φυλές ντόπιες καλών αποδόσεων, όπως είναι το σφακιανό πρόβατο.
Στα αιγοπρόβατά μας εφαρμόζει η κτηνιατρική υπηρεσία από το 1975 προγράμματα ελέγχου και εκρίζωσης του μελιταίου πυρετού, που σήμερα έχει περιοριστεί σε ποσοστό 0,5 έναντι του 25% που υπήρχε το 1975, ευελπιστούμε δε ότι θα εξαλειφθεί εντελώς.
Επίσης, μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος Ο.Σ.Δ.Ε. (καταγραφή και σήμανση), θα μπορούμε να ελέγξουμε και άλλες ασθένειες (παραφυματίωση κ.λ.π.).
Το ανθρώπινο δυναμικό που ασχολείται σήμερα είναι παλιοί κτηνοτρόφοι που έχουν παράδοση στην κτηνοτροφία και σε πολλές περιοχές αρκετοί νέοι κυρίως προερχόμενοι από κτηνοτροφικές οικογένειες και αυτό ίσως είναι το πιο ευοίωνο σημάδι στην υπόθεση κτηνοτροφία.
Είναι πρωταρχική ανάγκη η μόρφωση και επιμόρφωση των κτηνοτρόφων και ιδιαιτέρως των νέων μέσα από προγράμματα επιμόρφωσης. Ένα ιδιαιτέρως σημαντικό πλεονέκτημα είναι το χαμηλό κόστος εργατικών χεριών από τη χρησιμοποίηση στις εργασίες οικονομικών μεταναστών με πολύ χαμηλά μεροκάματα, όπως επίσης και η περίφραξη χιλιάδων στρεμμάτων βοσκοτόπων που εξοικονομούν μεγάλο αριθμό εργατικών χεριών, με αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους παραγωγής.
Επίσης, θα πρέπει να δοθούν σοβαρά κίνητρα κυρίως για κατασκευή και προμήθεια έργων υποδομής, όπως είναι υπόστεγα και αλμεκτικές μηχανές, που θα βελτιώσουν σε μεγάλο βαθμό την ποιότητα ζωής των κτηνοτρόφων και την παραγωγή υγιεινού γάλακτος. Αναγκαίος είναι και ο εξηλεκτρισμός των μονάδων (φωτοβολταϊκά κ.λ.π.) και η χρηματοδότηση των μετεγκαταστάσεων.
Είναι σίγουρο ότι εάν εξασφαλισθούν οι παραπάνω προϋποθέσεις, μαζί με την αναγκαία εισροή πόρων, η κτηνοτροφία μας (κυρίως η αιγοπροβατοτροφία) μπορεί και επιβάλλεται να επιβιώσει για πολλά ακόμη χρόνια, χωρίς απαραιτήτως να στηρίζεται στις επιδοτήσεις και έτσι τα εξαιρετικά κτηνοτροφικά προϊόντα μας (κρέας, κρητική γραβιέρα, ανθότυρος κ.λ.π.) να υπάρχουν στην διάθεση κάθε καταναλωτή σ’ ολόκληρο τον κόσμο.
Ο Δημήτρης Κων. Σαρρής είναι πρώην υφυπουργός-ΓΓΑ-νομάρχης Ηρακλείου