Στην οδό Τιτάνων του συνοικισμού Ευαγγελιστρίας στην Θεσσαλονίκη ζούσε παλαιότερα η οικογένεια των Πεπόνηδων. Ήταν πρόσφυγες από την Μικρά Ασία. Για το επίθετο Πεπόνης υπήρχε αμφισβήτηση. Όσοι παλιοί από την Μικρά Ασία τους ήξεραν έλεγαν ότι το επίθετό τους προερχόταν από παρατσούκλι, γιατί όλο τους το σόι είχαν κεφάλια οριζοντίως μακρουλά που  έμοιαζαν με μικρασιάτικα πεπόνια.

Όμως ο Δημοσθένης Πεπόνης, προχωρημένης ηλικίας τότε, μορφωμένος σε ελληνικό σχολείο της Προύσας, έλεγε και επέμενε ότι το επίθετο αυτό τους δόθηκε, επειδή οι παππούδες τους στην περιοχή της Προύσας είχαν χωράφια, στα οποία καλλιεργούσαν πεπόνια. Μάλιστα ως απόδειξη έφερνε και το ότι ανεπισήμως τους αποκαλούσαν και Καούνηδες, επειδή στα τουρκικά καούνι (kavun) σημαίνει πεπόνι.

Ο Δημοσθένης, στην Ευαγγελίστρια τότε, είχε δυο γιους. Ο μικρότερος λεγόταν Ευριπίδης. Πήγαινε ακόμη στο δημοτικό. Ήταν ήσυχο παιδί, πολύ καλός μαθητής, και ο πατέρας του τον αγαπούσε περισσότερο από τον μεγάλο, τον Αριστείδη. Τον φώναζε Πεπονόσπορο, από αγάπη. Η γυναίκα του όμως, η Ανθούσα, πρόσφυγας από την Προύσα και αυτή, τον μάλωνε.

– Καλέ, μην το φωνάζεις έτσι! Το φωνάζουν έτσι και οι φίλοι του. Και το παιδί θυμώνει.

Ο μεγάλος, ο Αριστείδης, δεκαεφτά χρονών, πήγαινε στο γυμνάσιο, εξατάξιο τότε, αλλά ήταν άτακτος και κακός μαθητής. Ήταν όμορφο παλικάρι. Ψηλός, στητός, ζωηρούλης. Αυτός είχε κανονικό κεφάλι. Τον νου του τον είχε όλο στα κορίτσια.

– Από τώρα, βρε! Τα μαθήματά σου να κοιτάζεις… τον μάλωνε η μητέρα του.Στις επιπλήξεις των γονιών του εκείνος γελούσε και τους καλόπιανε με μαλαγανιές. Και τελικά αυτοί ενέδιδαν, ιδίως η μητέρα του, και του έδιναν και χαρτζιλίκι. Μεγάλος πια, δεκαεφτά χρονών. Έπρεπε κάτι να έχει στην τσέπη.

– Βρε γυναίκα, αυτός δεν μου μοιάζει… έλεγε κάποιες φορές σκεφτικός και με καχυποψίες ο πατέρας του.

– Μα δεν ντρέπεσαι; Τι είναι αυτά που βάζεις στο μυαλό σου; απαντούσε εκείνη.

Την επόμενη χρονιά ο Δημοσθένης αρρώστησε. Παρουσιάστηκε κιτρίνισμα του δέρματός του και κάτι πόνοι στην μέση, που και πριν είχε, δυνάμωσαν πολύ. Πονούσε συνεχώς και βασανιστικά. Οι γιατροί διέγνωσαν καρκίνο παγκρέατος. Την σοβαρότητα της ασθένειας στην αρχή δεν την κατάλαβαν. Πρώτη φορά την άκουγαν. Πίστευαν ότι ήταν κάτι που θα περάσει. Όμως η εξέλιξη ήταν ραγδαία.

Και ο Δημοσθένης έπεσε σε ταραγμένο λήθαργο. Ακούστηκε ότι ο Δημοσθένης ξεψυχάει και στο σπίτι του μαζευτήκανε δυο-τρεις συγγενείς και δυο γειτόνισσες. Φωνάξανε παπά να τον κοινωνήσει. Ήταν συνήθεια τότε απαράβατη να κοινωνούν τον ετοιμοθάνατο. Να μην πάει στον άλλο κόσμο ακοινώνητος. Ήρθε ο παπάς κρατώντας το δισκοπότηρο με ευλάβεια. Τον ακολουθούσε ένα παιδί με το θυμιατήρι. Δοκίμασε να τον κοινωνήσει. Ο Δημοσθένης ήταν σχεδόν αναίσθητος. Έτρεξε η κοινωνία έξω από τα χείλη του.

– Κατάπιε το! φώναξε τρομαγμένος ο παπάς. Μη φτύνεις την κοινωνία! Στην κόλαση θα πας, δυστυχισμένε…

Ο Δημοσθένης, που ούτε άκουγε ούτε καταλάβαινε, εκείνη την στιγμή τους ξάφνιασε όλους. Τον ακούσανε να λέει κομπιάζοντας  «Η αλήθεια, παπά μου, είναι ότι, με την γέννησή μας, από την ανυπαρξία εμφανιζόμαστε, και, με τον θάνατό μας, στην ανυπαρξία εξαφανιζόμαστε. Όλα τα άλλα είναι παραμύθια». Και ξεψύχησε.

Όλοι σταυροκοπήθηκαν παραξενεμένοι.  Γιατί ο Δημοσθένης, σ’ όλη του την ζωή, υπήρξε ένας ευσεβής χριστιανός, τακτικά εκκλησιαζόμενος. Όσοι παρευρίσκονταν θυμούνταν το γεγονός για πολύ καιρό. Και το διηγούνταν.