Σε ένα μικρό κρυστάλλινο κουκλίστικο πιατάκι δυο συκαλάκια και ένα ποτήρι κρύο νερό από την στάμνα της Απάνω κουζίνας ήταν το κέρασμα μιας γιορτής που γέμιζε με χαμόγελα και κόσμο την μαγική αυλή της γιαγιάς Ελένης!
Μέρες την περιμέναμε τη γιορτή γιατί εκτός από τη σάλα που στολιζότανε με τα καλά της κεντήματα και στρωσίδια, η αυλή φρεσκαριζότανε απ΄άκρη σ΄άκρη. Αν δεν είχε προλάβει να την ασβεστώσει το Πάσχα ήταν εκείνες τις ημέρες η σειρά της να στολιστεί στα λευκά να φανούν οι μοναδικές κι ακαταμάχητες γλάστρες με τα κόκκινα γεράνια και τις ροζ και γαλάζιες ορτανσίες της. Οι περισσότερες γλάστρες ήταν από άδειες ντενέκες της φέτας που τις είχε ο μπαμπάς στο μαγαζί και της τις έφερνε και η γιαγιά της μεταμόρφωνε σε ολάνθιστα παρτέρια.
Η ονομαστική μας γιορτή ήταν δεμένη με τούτες τις γλάστρες. Η γιαγιά Ελένη, ο Κωστής κι εγώ. Εμείς οι δυο έπρεπε μόνο να κοιτάμε και να βοηθάμε αν μας έκανε νόημα αλλιώς καθόμασταν στο πλατύ σκαλοπάτι και δε έπρεπε να κάνουμε καθόλου φασαρία. Έτσι λοιπόν ανήμερα του Κωνσταντίνου και της Ελένης από τα ξημερώματα, τρέχανε τα νερά από την αυλή της γιαγιάς ασταμάτητα.
Οι τελευταίες πινελιές να φύγουν όλες οι σκόνες και τα ξερά φύλλα που ομολογώ πως ποτέ δεν είδα ούτε ένα πεσμένο, είτε μέσα στα πιάτα τα τσίγκινα με τις γλάστρες της, είτε στο τσιμέντο της αυλής. Γιαγιά ήταν όμως αυτή! Αρχηγός όλων που δεν σήκωνε ούτε αντιρρήσεις, ούτε υποδείξεις, εύκολα, κι από κανέναν μας. Νωρίς τ’ απόγευμα εκεινής της μοναδικής μέρας οι καρέκλες κι η πολυθρόνα της είχαν παραταχτεί και περίμεναν καρτερικά.
Πόσοι και πόσοι δεν θα περνούσαν από τούτη την αυλή, μια τέτοια μέρα. Κι όλοι είχαν να πουν πέρα από τις ευχές κι ένα λόγο καλό για τα λουλούδια που ΄χαν πραγματικά θεριέψει και στολίσει περίτεχνα όλο τον αύλειο χώρο. Η γιαγιά καμάρωνε που οι ορτανσίες της ήταν το κέντρο της συζήτησης κι άνετα θα έπαιρναν το πρώτο βραβείο σε όλη τη γειτονιά. Την ίδια στιγμή την έβλεπα που κρυφοκοίταζε πίσω από τα φυλλώματα τους σαν να ΄θελε να σιγουρευτεί για κάτι.Εγώ ήξερα και κρυφογελούσα μόλις άκουγα όλα τα παινέματα:
-Μα πώς το καταφέρνεις κυρά Ελένη και τα λουλούδια σου έχουν πάρει τέτοιο ύψος και τόσα ζωντανά χρώματα; την ρώτησε με σηκωμένο το δεξί φρύδι η κυρά Ειρήνη ονομαστή για τις τριανταφυλλιές της που κανένας και πάλι δεν ήξερε πως κατάφερνε κι είχε τον μεγαλύτερο και ομορφότερο μπαξέ τριαντάφυλλων!
-Να΄ναι καλά η Μέλπω μας που έρχεται κάθε χρόνο και κλαδεύει τις ορτανσίες μου. Τέχνη περισσή χρειάζεται, μεράκι κι αγάπη μπόλικη. Χρόνια τις έχω τούτες τις γλάστρες κυρα-Ρήνη, σαν παιδιά μου τις περιποιούμαι. Μα φτύσε και στον κόρφο σου καλού κακού!
Ένα πράγμα φοβόταν πολύ η γιαγιά, την γλωσσοφαγιά όπως έλεγε και το κακό μάτι!
Κι όπως μάζευε τα άδεια πιατάκια από το γλυκό του κουταλιού με εκείνο τον μεγάλο δίσκο που ‘ ταν στολισμένος με τα κεντίδια της αδελφής της, της θείας Αγλαΐας, έριχνε και μια ματιά πίσω από τις γλάστρες της.
Πάλι γελούσαμε εμείς με τον Κωστή, ξέραμε ακριβώς που είχε κρύψει τα σκόρδα να μην φαίνονται και πολύ μικρές γαλάζιες πέτρες για να αποφεύγονται όλα τα παράξενα!
Η θεία Αγλαΐα! Άλλη αρχόντισσα των Αρχανών, που ήξερε μια τέχνη περισσή φερμένη μαζί με τους πρόσφυγες από την Μικρά Ασία. Με μια άσπρη κλωστή και μια βελόνα που είχε μια μεγάλη τρύπα έφτιαχνε απίστευτα πράγματα που ευτυχώς υπάρχουν ακόμα.
Όσο και αν προσπάθησε κάποτε να μου μάθει, ποτέ δεν τα κατάφερα. Τα χέρια της πετούσαν και τη στιγμή δημιουργούσαν μικρά θαύματα. Η θεία Αγλαΐα είχε επίσης την ωραιότερη αυλή με ορτανσίες που πραγματικά δεν θα τις έβρισκες πουθενά άλλου. Τεράστια τα λούλουδα τους και καταπράσινα πάντα τα φύλλα τους. Εκείνη είχε δώσει μια τέτοια στην γιαγιά Ελένη που είχε θεριέψει κι έβγαζε ρόζ λουλούδια.
Θυμάμαι το χαμόγελο και των δυο και το καμάρι τους για όλα όσα περιέκλειε η μαγική αυλή. Η αυλή που είχε πάντα κόσμο, βεγγέρες και παραμύθια ατέλειωτα.
Κι αν το θυμήθηκα όλο αυτό σήμερα είναι γιατί αυτή η γλάστρα με τις ροζ ορτανσίες της γιαγιάς υπάρχει ακόμα.
Η γιαγιά Ελένη έφυγε πριν δεκαπέντε χρόνια όμως εκείνη η γλάστρα που ήταν στην γωνία δεξιά από την βρύση παραμένει ζωντανή. Δεν την κλαδεύει πια η θεία Μέλπω, ούτε έχει θεριέψει τόσο πολύ. Μα ούτε πολλές κουβέντες γίνονται στην μαγική αυλή που κι εκείνη άλλαξε με τα χρόνια. Ο Κωστής όμως φυλά ευλαβικά τούτο το φυτό κι είναι ολάνθιστη ξανά και μας θυμίζει το πιο αγαπημένο πρόσωπο της παιδικής μας ηλικίας.
Κι είναι σαν να ζει ένα κομμάτι γιαγιά …ακόμα!
Φωτ: Κωσταντίνος Γριβάκης, Ελένη Μπετεινάκη
*Ελένη Μπετεινάκη, Λόγια του αέρα, Ιδ. Συλ. Διηγημάτων