Ο ρόλος της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας προ της Μάχης της Κρήτης αλλά και της άρχουσας αστικής τάξης μάς έχει απασχολήσει ήδη από το 1981, στον τότε εορτασμό του Δήμου Ηρακλείου, αναλυτικά, όμως, το 1991 με το βιβλίο “Η Μάχη της Κρήτης και το Μεσανατολικό ζήτημα”, εκδόσεις Κνωσός.

Αναφέραμε, λοιπόν, ότι η Κυβέρνηση του Εμμ. Τσουδερού και το Παλάτι, με ορισμένους Υπουργούς “φρόντισαν να αναχωρήσουν έγκαιρα, προ της Μάχης” (Σανουδάκης, 4).

Ορισμένοι σχολιαστές αναφέρουν ότι τους το ζήτησαν οι Σύμμαχοι, για να μην κινδυνεύσουν. Ο ίδιος, όμως, ο Freyberg έλεγε ότι “θα υπέφερε με ηρεμία τη σκέψη ότι η Αυτού Μεγαλειότητα μπορούσε να φονευθεί ή να τραυματισθεί στον αγώνα για τη χώρα του” (Stewart, 174).

Οι αγγλικές στρατιωτικές δυνάμεις, επίσης, περίπου 27.000, μετά την ήττα τους στη Μακεδονία (Απρίλης 1941), σχεδίαζαν, διαμέσου της Κρήτης, να διαπεραιωθούν στην Αίγυπτο, για να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση του προελαύνοντος Ρόμελ. Όχι να κρατήσουν την Κρήτη, κατά την Μάχη του Μάη, οι εναπομείναντες παγιδευμένοι 20.000, με ελαφρύ οπλισμό, σχεδόν άοπλοι.

Παραλλήλως, πολλά ερωτηματικά έχουν προκύψει σχετικά με τους λόγους για τους οποίους δεν οργανώθηκε η “Κρητική Πολιτοφυλακή”, προ της Μάχης της Κρήτης, όπως και γιατί δεν έγινε επιστράτευση, μια και είχαν κληθεί εθελοντές αξιωματικοί, γιατί εστάλησαν οι στρατιώτες σε μηνιαία άδεια, αφού αναμενόταν επίθεση, γιατί δεν δόθηκαν όπλα στο λαό. (Σανουδάκης, 42). Ως γνωστόν, οι νεοσύλλεκτοι στο νησί, από τη Βόρειο Ελλάδα, ήταν αγύμναστοι και με πέντε σφαίρες ο καθένας.

Μαζί με τους λαϊκούς “ωραίους τρελούς”, Κρητικούς αγωνιστές που πάλεψαν με όπλα του παρελθόντος ή με όσα άρπαξαν από στρατιωτικές αποθήκες (Χανιώπορτα), βρέθηκαν και ορισμένοι “αλαφροΐσκιωτοι” που θέλησαν να δώσουν τη δική τους μάχη.

Στο Ηράκλειο, στις 30 Μαΐου, η πόλη είναι έρημη (όπως και το 1669), μετά τον βομβαρδισμό της 23ης Μαΐου, τη λεγόμενη “Μαύρη Παρασκευή”, και οι Γερμανοί μπαίνουν μέσα από τη Χανιώπορτα.

Την υπεράσπισή της ανέλαβε ένας αλαφροΐσκιωτος, ο “Ψειρόγιαννος”. Περί αυτού μας ενημερώνει ο ευπατρίδης Γιάννης Χρονάκης, ότι ο ίδιος μαχόταν με τη δική του ομάδα, ενώ ο “Ψειρόγιαννος” μετέφερε τρόφιμα σ’ αυτήν και, παραλλήλως, εμψύχωνε τους αγωνιστές, τραγουδώντας το ριζίτικο “Κάστρο και πού’ν’ οι πύργοι σου και τα καμπαναριά σου και πού ‘ν’ οι γι’ αντρειωμένοι σου…”.

Στις 30 Μαΐου, ο “Ψειρόγιαννος” σταμάτησε στο άνοιγμα της Πύλης της Χανιώπορτας, “άνοιξε τα δυο πόδια-ν-του, εστερεώθηκε στην πόρτα και μόλις είδε τη φάλαγγα των Γερμανών να βαδίζει, εσήκωσε τα χέρια ψηλά, εφώναξε “πίσω!! πίσω!!!.. Οι Γερμανοί τον πυροβολήσανε, τον σκοτώσανε, τραβήξανε με τα χέρια το πτώμα του στην άκρη και βαδίσανε και ήρθανε στο Μεϊντάνι και στρατοπεδεύσανε ακριβώς εδώ στην πλατεία Νικηφόρου Φωκά.” (Σανουδάκης-Χρονάκης, 80).

Στη συνέχεια, οι Γερμανοί βρήκανε τον Πρόξενο της Αγγλίας Ηλιάδη, το φαρμακοποιό Ζουράρη και τον Συνταγματάρχη Τσατσαρωνάκη και “υπέγραψαν” την παράδοση της πόλης.

Ο “Ψειρόγιαννος” φέρνει στο νου την ιταλική απόβαση στη Σητεία, στις 28 Μαΐου. Το ιταλικό ανακοινωθέν μιλούσε για μάχες, με τριακόσιους νεκρούς Σητειακούς, για ισχυρές δυνάμεις του εχθρού που αντιμετωπίσθηκαν, οι οποίες “επεχείρησαν ανεπιτυχώς ν’  αναχαιτίσουν την νικηφόρον προέλασιν των ημετέρων αποβατικών δυνάμεων” (Φραγκούλης, 49).

Στην πραγματικότητα, όμως, ανάμεσα στη Σητεία και Ιεράπετρα υπάρχει το φαράγγι του Κοψά. Όπως μας αφηγήθηκε ο Κωστής Φραγκούλης, εκεί ένας Σητειακός, ο Μανώλης Δρακάκης από τη Λάστρο και ο βοσκός Δρακάκης Γιώργης, περίμεναν τη φάλαγγα των Ιταλών, με τρία τεθωρακισμένα μπρος και άλλα τρία πίσω, που συνόδευαν τα μεταγωγικά αυτοκίνητα των Ιταλών.

Άρχισαν, λοιπόν, να ρίχνουν τεράστιους βράχους στη φάλαγγα, που παγιδεύτηκε στο στενό και ένα μέρος καταπλακώθηκε, ενώ ένα καμιόνι με πυρομαχικά πήρε φωτιά.

Ο Μανώλης Δρακάκης έπεσε πάνω σε ένα Αλπινιστή, απ’ αυτούς που ανέβαιναν στο βουνό “δίχως να γνοιάζεται για τις σφαίρες που γύρευαν στόχο το λιγνό κορμί του, έτρεξε με το μπαλταδάκι και έπεσε από πάνω του προτού προλάβει να σηκωθεί. Παίρνοντας τότε το αυτόματο από τ’ άψυχα χέρια του σερτζέντε που το σφίγγαν ακόμη με δύναμη, άρχισε να γαζώνει με μανία τους άλλους Αλπινιστές, σαν να μην έκανε άλλη δουλειά στη ζωή του.” (Φραγκούλης, 48).

Ο σύντροφός του, ο Δρακογιώργης, “είχε σκοτωθεί με μια ριπή πολυβόλου καθώς γάζωνε με μανία το βουνό. Κι ήταν η μόνη απώλεια και όχι τρακόσιοι που έλεγε το ιταλικό ανακοινωθέν την άλλη μέρα”  (Φραγκούλης, 48).

Οι αγώνες των λαϊκών αγωνιστών στους τρεις τομείς είναι γνωστό, κυρίως από τις τριάντα πέντε μαρτυρίες μας των πρωταγωνιστών, λαϊκών αγωνιστών, ότι ήταν υπέρλογος. Όπως “ωραίος τρελός”, εκκλησιαστικά “σαλός”, ήταν και ο καλόγερος από τη Λατσίδα Μεραμβέλλου, Πρωτοσύγκελλος της Ι. Μητροπόλεως Κρήτης, Φώτιος Θεοδοσάκης.

Μετά τον εσπερινό της 20ης Μαΐου και τη ρίψη των αλεξιπτωτιστών στο Ηράκλειο, αρματώθηκε στη Χανιώπορτα από τις αποθήκες του στρατού, πολέμησε στην Καινούρια Πόρτα και στο Σκαλάνι. Από τα Αρχεία της Ι. Αρχιεπισκοπής και στο βιβλίο μας “Φωτίου Θεοδοσάκη, Μαρτυρολόγιον” (εκδόσεις Κνωσός, Αθήνα 1995), συνάγεται ότι μια ομάδα 17 αλεξιπτωτιστών Γερμανών, στις 26 Μαΐου, από τον Καρτερό, οχυρώθηκαν σε σπηλιά, κοντά στο μύλο του Σιγανού, σκότωσαν τρεις πολίτες, τραυμάτισαν τέσσερις και αιχμαλώτισαν ένα.

Ο Φώτιος σχηματίζει ομάδα και επιτίθεται στους οχυρωμένους με χειροβομβίδες, τους  εξαναγκάζει να παραδοθούν και τους παραδίδει στο Χουδέτσι. Οι Γερμανοί, την 1η Ιουνίου, φθάνουν στο Σκαλάνι, ο Φώτιος καταφεύγει στο Καταλαγάρι και από ’κεί στα Πεζά. Επιστρέφει στο Σκαλάνι, να κηδεύσει τη Χρυσάνθη Σημαιάκη, αναγνωρίζεται από τους πρώην αιχμαλώτους Γερμανούς, συλλαμβάνεται, ανακρίνεται  από τον Μπρόγιερ και βασανίζεται άγρια, χωρίς να ομολογήσει τους συντρόφους του.

Οι Γερμανοί αναγνώρισαν άλλους τρεις και, στις 5 Ιουνίου, αφού τους εξανάγκασαν να σκάψουν τον τάφο τους, εξετέλεσαν τον Φώτιο και δυο από τους άλλους τρεις.

Και φέτος, όπως κάθε χρόνο, επίσημων εορταστικών εκδηλώσεων, για τα 83 χρόνια από τη Μάχη Κρήτης, θα γίνουν εορταστικές εκδηλώσεις και πανηγυρισμοί. Και σωστά θα γίνουν. Αλλά, όμως, όπως λέει ο Νίκος Ψυρούκης, “ας αφήσουμε κατά μέρος το τι θα πουν οι ειδικοί της πολεμολογίας, της πολιτικής προπαγάνδας”. Το ίδιο ισχύει και για όσους αντιγράφουν και γράφουν άκριτα. Καλύτερα “ας μπουν στον κόπο να εντοπίσουν τα αίτια, το χαρακτήρα, την πορεία και τις συνέπειες” της Μάχης της Κρήτης (Ψυρούκης, 74-77).

Ο σκοπός δεν είναι, λοιπόν, να γίνουν, απλώς, ολιγόλεπτες, ωραίες ομιλίες που ακούγονται σχεδόν αποκλειστικά από επισήμους. Καλόν είναι να έρχεται στη μνήμη μας ότι τότε, προ της Μάχης της Κρήτης, “κρατικοί επίσημοι, η αριστοκρατία των Αθηνών με τις αποσκευές των -μπαούλα, βαλίτσες, με τουαλέτες, τσάντες ρουχισμού, μερικοί με παιγνίδια των παιδιών και κάποιοι με τα χρυσαφικά των” (Λιναρδάτος, 412), στις 22-23 Απριλίου με τα αντιτορπιλικά “Βασίλισσα Όλγα”, “Πάνθηρ”, “Ιέραξ”, μαζί με Υπουργούς, έφυγαν, έγκαιρα, για τη Μέση Ανατολή.

Έτσι, τον αγώνα στη Μάχη της Κρήτης τον σήκωσε, κυρίως, ο κρητικός λαός, με τους “ωραίους τρελούς” του και τους “αλαφροΐσκιωτους”.

ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ

1. Κωστής Φραγκούλης, Η ΚΑΤΣΙΦΑΡΑ, εκδόσεις Κνωσός, Αθήνα, 1976

2. Νίκος Ψυρούκης, Η Μικρασιατική καταστροφή, Αθήνα, 1977

3. Σπύρος Λιναρδάτος, Ο πόλεμος του 1940-41 και η Μάχη της Κρήτης, Αθήνα, 1977

4. I.Mc.D.G. Stewart, Η Μάχη της Κρήτης, τ. 1ος, Πανεπιστήμιο Οξφόρδης, 1970

5. Αντώνης Σανουδάκης, Η Μάχη της Κρήτης και το Μεσανατολικό ζήτημα, εκδόσεις Κνωσός, Αθήνα, 1988

6. του ίδιου, Γιάννη Χρονάκη, Διαδρομή, εκδόσεις Κνωσός, Αθήνα 1988

*Ο Αντώνης Σανουδάκης-Σανούδος είναι καθηγητής Ιστορίας, συγγραφέας