Παλιότερα η κατασκευή των σπιτιών γινόταν χωρίς οικοδομική άδεια και ο ιδιοκτήτης της οικίας επινοούσε μόνος του το σχεδιασμό και την κατασκευή του σπιτιού του. Όταν λοιπόν τελείωνε η κατασκευή της οικοδομής, έπρεπε να βρει τρόπο για την διοχέτευση των ομβρίων υδάτων από την οροφή του κτιρίου, ώστε να μην καταλήγουν μέσα στον εσωτερικό χώρο του σπιτιού. Έτσι λοιπόν τοποθετούσε στο πιο επικλινές σημείο της οροφής του κτιρίου συνήθως μισό κεραμίδι, τη λεγόμενη κουτσουνάρα, για να διοχετεύονται τα νερά της βροχής στον εξωτερικό χώρο της οικοδομής.
Από τότε όμως που για την ανέγερση οικοδομής απαιτείται οικοδομική άδεια, η οποία εκδίδεται ύστερα από μελέτη Μηχανικού, ο οποίος εκτός όλων των άλλων καθορίζει και τον τρόπο απορροής των ομβρίων υδάτων από την οροφή – ταράτσα του κτιρίου, με ειδικό αγωγό – σωλήνωση, που ξεκινά από την οροφή του κτιρίου και καταλήγει σε κοινόχρηστο χώρο, που συνήθως είναι ο Δημόσιος δρόμος.
Αυτό λοιπόν που γίνεται στα ιδιωτικά κτίρια, σε ό,τι αφορά την απορροή των υδάτων, οφείλει να κάνει και η Πολιτεία για την διοχέτευση των ομβρίων υδάτων του φυσικού περιβάλλοντος, όπως είναι τα βουνά, οι πεδιάδες, οι δημόσιοι δρόμοι κτλ, ώστε να καταλήγουν στους φυσικούς τους προορισμούς, χωρίς να προκαλούν καταστροφές στις περιουσίες των πολιτών και το κυριότερο να προστατεύεται η ανθρώπινη ζωή.
Τα τελευταία χρόνια μάλιστα με την εμφάνιση της Κλιματικής αλλαγής τα προβλήματα πολλαπλασιάστηκαν και η Πολιτεία όχι μονο οφείλει, αλλά και υποχρεούται να κάνει σχεδιασμό τουλάχιστον στις κρίσιμες περιοχές, όπως είναι οι οικιστικές, οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις που κινδυνεύουν από πλημμυρικά φαινόμενα, ώστε αν δεν εξαλείψει τους κινδύνους από φυσικές καταστροφές, τουλάχιστον να τις μειώσει στο ελάχιστο δυνατόν. Ο σχεδιασμός όμως δεν μπορεί να γίνει με προχειρότητα, αλλά από ειδικούς επιστήμονες, οι οποίοι θα μελετήσουν το πρόβλημα και θα συντάξουν μελέτη την οποία θα παραδώσουν στην Κυβέρνηση για να την εφαρμόσει, διαφορετικά το πρόβλημα θα είναι συνεχώς έτοιμο, να ξαναεμφανιστεί και δυστυχώς η κάθε επόμενη φορά θα είναι χειρότερη από την προηγούμενη.
Η Πολιτεία βέβαια έρχεται εκ των υστέρων και αφενός υπόσχεται στους πληγέντες ιδιώτες, ότι θα καταβάλλει αποζημιώσεις για τις καταστροφες που υπέστησαν και αφετέρου τι θα κάνει το επόμενο χρονικό διάστημα, ώστε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα στο μέλλον, το αύριο όμως πρέπει να γίνει χθες, διότι το αύριο είναι πολύ αργά.
Επίσης μπορεί να ισχυριστεί ότι, για να γίνουν όλα αυτά που απαιτούνται για την προστασία από τα καιρικά φαινόμενα, χρειάζονται μεγάλα χρηματικά ποσά και αυτό είναι αληθές, όμως τα ποσά που δαπανώνται για τις καταστροφές στους πληγέντες από φυσικές καταστροφές, είναι ασυγκρίτως πολύ περισσότερα από αυτά που θα χρησιμοποιηθούν για την διευθέτηση των ρεμάτων, ώστε η ροή των υδάτων να μην δημιουργεί προβλήματα τόσο στο ίδιο το περιβάλλον, όσο και στις δραστηριότητες των πολιτών και στη ζωή τους γενικότερα.
Στον Κυβερνοχώρο βέβαια για την αντιμετώπιση των πλημμυρών που έγιναν τις τελευταίες μέρες στο Θεσσαλικό κάμπο, βρέθηκαν σε μεγάλη αμηχανία, επειδή νόμισαν ότι μετά την εμφάνιση πριν από τρία χρόνια της μικρότερης κλίμακας κακοκαιρία ΙΑΝΟΣ, την οποία αντιμετώπισαν με την χορήγηση επιδομάτων στους πληγέντες πολίτες για τις καταστροφές που υπέστησαν, θεώρησαν ότι έλυσαν οριστικά το πρόβλημα.
Όμως τα προβλήματα των φυσικών φαινομένων δεν λύνονται με επιδόματα, αλλά με παρεμβάσεις όπως είναι η διευθέτηση των ρεμάτων, η διάνοιξη και ο καθαρισμός από φερτά υλικά στις κοίτες των ποταμών, ώστε να δημιουργείται εύκολη διάβαση του όγκου των ομβρίων υδάτων, για να μην μένουν στάσιμα στους χώρους των οικιστικών περιοχών ή των καλλιεργημένων εκτάσεων. Το νερό άλλωστε είναι κινητικό και ζητά πάντα τρόπους διαφυγής, ακόμη όμως και αν είναι στάσιμο, τότε είτε απορροφάται από το έδαφος ειτε εξατμίζεται στη φύση.
* Ο Ιωάννης Ξηρουχάκης είναι πρώην διευθυντής ΕΛΤΑ