Διακόσια χρόνια από τη μεγάλη Ελληνική Επανάσταση. Διακόσια χρόνια από τότε που οι λίγοι και περιφρονημένοι Γραικοί, οι αδύναμοι Έλληνες, πήραν τα όπλα και με σύνθημα το «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ» ξεσηκώθηκαν ζητώντας «την εθνικήν αυτών ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν». Και ξεσηκώθηκαν ενωμένοι, γνωρίζοντας ότι για ένα τόσο μεγάλο αγώνα το πρώτο που απαιτείται είναι η ενότητα και ο ενθουσιασμός. Στο πρώτο φύλλο της πρώτης εφημερίδας που εκδόθηκε στην Ελλάδα (Καλαμάτα 1821) υπό τον τίτλο «ΣΑΛΠΙΓΞ ΕΛΛΗΝΙΚΗ», δημοσιεύεται η Επαναστατική Προκήρυξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη, όπου διαβάζουμε: «Ενωθήτε, λοιπόν, ω ανδρείοι και γενναιόψυχοι Έλληνες!

Ας σχηματισθώσι φάλαγγες εθνικαί, ας εμφανισθώσι πατριωτικαί λεγεώνες, και θέλετε ιδή τους παλαιούς εκείνους κολοσσούς του δεσποτισμού να πέσωσιν εξ ιδίων, απέναντι των θριαμβευτικών μας σημαιών. Εις την φωνήν της σάλπιγγός μας όλα τα παράλια του Ιονίου και του Αιγαίου Πελάγους θέλουν αντηχήση‧ τα ελληνικά πλοία, τα οποία εν καιρώ ειρήνης ήξευραν να εμπορεύωνται και να πολεμώσι, θέλουσι σπείρη εις όλους τους λιμένας του τυράννου με το πυρ και την μάχαιραν, την φρίκην και τον θάνατον» . Και παρακάτω: «Ας κινηθώμεν λοιπόν με εν φρόνημα, οι πλούσιοι ας καταβάλωσι μέρος της ιδίας περιουσίας, οι ιεροί ποιμένες ας εμψυχώσωσι τον λαόν με το ιδικόν των παράδειγμα, και οι πεπαιδευμένοι ας συμβάλωσι τα ωφέλιμα…». Πρόκειται για ένα κάλεσμα ενότητας στεριανών και ναυτικών, πλούσιων και φτωχών, πεπαιδευμένων και μη, κλήρου  και λαού, απ’  άκρου εις άκρο της Ελλάδας, για την αποτίναξη του αφόρητου ζυγού της δουλείας και την ελευθερία της Ελλάδας.

Με αυτό το φρόνημα της γενναιότητας και της ενότητας μπήκαν στον αγώνα οι Έλληνες τα δυο πρώτα χρόνια (επειδή αργότερα ξέσπασαν-δυστυχώς- εμφύλιες διαμάχες, που λίγο έλειψε να στοιχήσουν την έκβαση του ηρωικού αγώνα των επαναστατημένων), υπό την ηγεσία ανθρώπων που, παρ’ όλες τις ανθρώπινες αδυναμίες και τα πάθη τους, αναδείχτηκαν αληθινοί ήρωες και έδωσαν όλες τους δυνάμεις για το μεγάλο σκοπό της ελευθερίας.

Είναι αλήθεια ότι η ελευθερία της Ελλάδας είναι έργο όλων των τότε Ελλήνων (πλην ίσως ελαχίστων, διότι ποτέ δεν λείπουν από την ιστορία οι Νενέκοι). Όμως σε τούτη τη μεγάλη Επανάσταση (όπως και σε κάθε μεγάλο έργο) σημαντικό ρόλο έπαιξαν κάποια πρόσωπα, αυτά που σήκωσαν το βάρος των σημαντικών αποφάσεων, του σχεδιασμού των επιχειρήσεων, της ηγεσίας σε στιγμές δύσκολες, της εμπνοής του θάρρους και του ενθουσιασμού όταν επικρατούσε η λιποψυχία και η απαισιοδοξία.

Ήταν αυτοί που με το θάρρος, την ευθυκρισία, το παράδειγμα, την προνοητικότητα, την ευφυία και τη φιλοπατρία τους ένωσαν τους Έλληνες, πέτυχαν σημαντικές νίκες κι έδωσαν ώθηση στην Επανάσταση. Ονόματα σαν κι αυτά του Θεοδ. Κολοκοτρώνη, του Νικηταρά, του Οδυσσέα Ανδρούτσου, του Γεωργ. Καραϊσκάκη, του Παπαφλέσσα, του Παλαιών Πατρών Γερμανού, του Αθανασίου Διάκου, του επισκόπου Σαλώνων Ησαΐα, του Μάρκου Μπότσαρη, του Κίτσου Τζαβέλα, της Μπουμπουλίνας, της Μαντούς Μαυρογένους, του Ανδρέα Μιαούλη, του Κωνστ. Κανάρη, του Παπανικολή και όλων των μπουρλοτιέρηδων, του Πετρόμπεη και τόσων άλλων αποτελούν όντως φωτεινά παραδείγματα ανθρώπων, που αν και κάποιοι από αυτούς δεν απέφυγαν τα λάθη, όμως η αγάπη προς την πατρίδα και την πίστη τους υπήρξε αληθινή και ανιδιοτελής.

Θυμάμαι στα μαθητικά μου χρόνια ότι τα πρόσωπα αυτών των ηρώων κοσμούσαν τις αίθουσες των σχολείων κι εμείς οι μικροί μαθητές είχαμε επιλέξει από έναν ήρωα με τον οποίο ταυτιζόμαστε: ο ένας έλεγε π.χ. πως ήταν ο Κολοκοτρώνης, ο άλλος ο Καραϊσκάκης, ο τρίτος ο Ανδρούτσος κ.ο.κ. Τα πρόσωπα των ηρώων λειτουργούσαν ως πρότυπα που θέλαμε να τους μοιάσουμε. Έτσι μαθαίναμε την ιστορία με βιωματικό τρόπο, όπως λέμε σήμερα. Η ιστορία ήταν για μας ιστορία προσώπων, ιστορία μεγάλων ηρώων, που έκαναν λαμπρά κατορθώματα και μάλιστα ως συνέχεια των αρχαίων μυθολογικών και ηρωικών μορφών: του Ηρακλή, του Θησέα, του Αχιλλέα, του Μιλτιάδη, του Λεωνίδα, του Θεμιστοκλή, του Μ. Αλεξάνδρου ή του τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.

Ήταν το ίδιο πνεύμα που ενέπνευσε και τον συντάκτη της «Επαναστατικής Προκηρύξεως» του Υψηλάντη, ο οποίος έγραφε: «Ας πολεμήσωμεν εις τους τάφους των Πατέρων μας, οι οποίοι δια να μας αφήσωσιν ελευθέρους, επολέμησαν και απέθανον εκεί. Το αίμα των τυράννων είναι δεκτόν εις την σκιάν του Επαμεινώνδου Θηβαίου‧ και του Αθηναίου Θρασυβούλου, οίτινες κατετρόπωσαν τους τριάκοντα τυράννους‧ εις εκείνας του Αρμοδίου και Αριστογείτονος, οι οποίοι συνέτριψαν τον Πεισιστρατικόν ζυγόν‧ (…) μάλιστα εις εκείνας του Μιλτιάδου, του Θεμιστοκλέους, του Λεωνίδου και των Τριακοσίων, οίτινες κατέκοψαν τοσάκις τους αναριθμήτους στρατούς των βαρβάρων Περσών…».

Κι ήρθαν αργότερα άλλες πιο μοντέρνες αντιλήψεις για τη διδασκαλία και την πρόσληψη της ιστορίας στα σχολεία μας: η ιστορία είναι απρόσωπη, είναι τάχα έργο «των λαών», έτσι γενικά και αφηρημένα. Λες και ο λαός κινείται στα τυφλά, λες και δεν υπάρχουν πρόσωπα που τον ενώνουν, που τον εμπνέουν, που χαράσσουν την πορεία, που θέτουν τους στόχους, που συλλαμβάνουν τα σχέδια. Βεβαίως, κανείς ηγέτης δεν μπορεί μόνος του, χωρίς τη βοήθεια του λαού, να προχωρήσει σε μεγάλες πράξεις, αλλά και κανείς λαός δεν μπορεί, κινούμενος στα τυφλά, να φέρει αποτέλεσμα.

Μέσα σ’ αυτή τη νέα αντίληψη, τα πρόσωπα των ηρώων «αποκαθηλώθηκαν», οι τοίχοι των σχολείων στολίστηκαν με άλλα πράγματα, η ιστορία αποπροσωποποιήθηκε. Αλλά αυτό είχε δυο συνέπειες καθόλου ευχάριστες: αφενός τα παιδιά έπαψαν να έχουν μια «ζωντανή» σχέση με τα πρόσωπα της ιστορίας του τόπου τους κι έτσι σχεδόν αποκόπηκαν από την ιστορική γνώση (το βλέπουμε πολύ συχνά σε ερωτήσεις που γίνονται σε μαθητές) και αφετέρου, στις συνειδήσεις των παιδιών και στη θέση αυτών των ηρώων μπήκαν άλλοι «υπερήρωες» αμερικανόφερτοι αυτή τη φορά, ήρωες που ενσαρκώνουν άλλες αξίες και συνήθως υπηρετούν τη  βία.

Θα πει ίσως κάποιος (και δικαίως) ότι τα πράγματα αλλάζουν και ότι δεν μπορούμε πια να προβάλουμε ως πρότυπα τους ήρωες της Επανάστασης του ’21. Εγώ θα έλεγα ότι, ακόμη και στην περίπτωση αυτή, οι μορφές των ηρώων δεν πρέπει να λησμονιούνται. Η απουσία μνήμης για λαούς όπως ο ελληνικός ισοδυναμεί με αργό θάνατο. Τα πρόσωπα των ηρώων της Επανάστασης μπορούν και πρέπει να λειτουργούν ως αφορμές ενθυμήσεως των γεγονότων που έφεραν τη λευτεριά. Αυτό για τη διδασκαλία της ιστορίας τουλάχιστον στο δημοτικό, όπου τα παιδιά, ως γνωστόν, λειτουργούν με το συγκεκριμένο, όχι με αφηρημένες έννοιες. Έτσι η διδασκαλία της ιστορίας μέσα και από τα πρόσωπα γίνεται πολύ πιο αποτελεσματική.

Ο εορτασμός των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821 μπορεί να δώσει την ευκαιρία σε γονείς και δασκάλους  να φέρον τα παιδιά σε επαφή με τις μεγάλες μορφές της Επανάστασης, χωρίς να κρύψουν τα ελαττώματά τους, αλλά τονίζοντας ότι αυτά δεν τους εξέτρεψαν από το μεγάλο σκοπό τους, δεν τους έβγαλαν από το δρόμο της επιδίωξης της ελευθερίας και της δικαιοσύνης. Το  όφελος για τα παιδιά θα είναι πολλαπλό και δεν πρέπει να τους το στερήσουμε. Έτσι ο εφετινός εορτασμός θα αποκτήσει κι ένα επιπλέον νόημα για το μέλλον της Ελλάδας.