Είναι διαχρονικά επίκαιροι για τον καθημερινό άνθρωπο, την κοινωνική και πολιτική ζωή, οι τελευταίοι στίχοι από το ποίημα του Κώστα Βάρναλη “Οι μοιραίοι”:

“[…] Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα

πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.

Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα,

όπου μας εύρει, μας πατεί.

Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,

προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!”

Προσεγγίζοντας ερμηνευτικά ολόκληρο το κείμενο, διαπιστώνουμε ότι οι μοιραίοι του ποιήματος είναι δύο κατηγοριών. Κατ’ αρχάς, εκείνοι που στάθηκαν μοιραίοι και άβουλοι στη ζωή τους. Όσοι, δηλαδή, ζουν στη μιζέρια τους, παθητικά, μέσα στην υποτιθέμενη ταβέρνα της ζωής, “μες σε καπνούς και σε βρισιές”, πίνουν για “να πάνε κάτου τα φαρμάκια” και στους οποίους φταίει “το ζαβό το ριζικό” τους, “ο Θεός” που τους μισεί, “το κεφάλι το κακό”, μα “πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!”.

Άλλοι είναι από την τύχη μοιραίοι, άλλοι από αρρώστια συγγενικών τους προσώπων, την “κοντοήμερη γυναίκα”, τον πατέρα που είναι “χρόνια δέκα παράλυτος”. Άλλοι, από την κοινωνική αδικία, όπως η φτωχοπούλα, η κόρη του Γιαβή “στο Γκάζι”, γιατί έτσι είναι το “ριζικό” της.

Υπάρχει, όμως και μια έστω και μικρότερη κατηγορία, όπως “ο γιος του Μάζη”, που υποφαίνεται ότι είναι πολιτικός κρατούμενος στο “Παλαμήδι”.

Ο Βάρναλης, βέβαια, αναφέρεται στο αποτέλεσμα, χωρίς να προσδιορίζει το πρόσωπο, εν προκειμένω πολιτικό, που έστειλε στο Παλαμήδι τον γιο του Μάζη.

Γιατί, υπάρχει και μία κατηγορία προσώπων που είναι μοιραίοι για τη ζωή των άλλων, την κοινωνική, την πολιτική, αλλά και την εθνική, προσώπων που δεν είναι απόκληροι της ζωής αλλά κατέχουν εξουσία και δύναμη πολιτική, ικανή να επηρεάσει συγκυριακά πολλών ανθρώπων τη ζωή, κάποτε όλης της χώρας.

Μοιραίοι, εν προκειμένω, για την πολιτική ζωή της χώρας, στάθηκαν οι λεγόμενοι “Αποστάτες”, του 1965, που με τον αμοραλισμό και τον χρηματισμό τους οδήγησαν την πολιτική ζωή και τη χώρα στην επτάχρονη τυραννία και εθνικά στην κατοχή της μισής Κύπρου και την εθνική ταπείνωση. Στο σύνολό τους, σχεδόν, όλοι, πλην ελαχίστων, κυριολεκτικά στη ζωή την πολιτική και την Ιστορία έμειναν κατάπτυστοι και περιφρονημένοι.

Δεν απουσιάζουν, βέβαια, οι μοιραίοι και στη σύγχρονη πολιτική ζωή. Χαρακτηριστικά μοιραίος στάθηκε ο τότε πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ, που αντί να δεχθεί να γίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας δρομολόγησε δημαγωγικές εξελίξεις και έγινε τελικά υποτακτικός ενός ακραίου και λαοπλάνου υπουργού.

Και σήμερα, όμως, διαφαίνονται μοιραίοι πολιτικοί, ακόμα και οικείοι μας συντοπίτες, θεσιθήρες και αμοραλιστές, που χωρίς πολιτική αιδώ και ευαισθησία, ακόμα και για θέματα εθνικά (“Μακεδονικό” ζήτημα) απεμπολούν ιδεολογίες, πολιτική ηθική και πολιτικό πολιτισμό, που μάλιστα δήθεν τον προβάλλουν. Μεταπηδούν από κόμμα σε κόμμα και τα αλλάζουν όπως τα πουκάμισα, δρομολογούν απρόβλεπτες, ανεξέλεγκτες πολιτικές εξελίξεις. Είναι εκείνοι, στους οποίους, όπως έγραφα προ ολίγων ημερών, ισχύουν οι στίχοι:  “Τι νομίζεις πως είναι τα ιδανικά;

Είναι όπως αλευρώνουμε τα ψάρια πριν απ’ το τηγάνισμα”.

Μοιραίοι, όμως, όπως είναι, οδηγούνται, αργά ή γρήγορα, στην κοινή περιφρόνηση και στον κάλαθο της Ιστορίας.

 

Ο Αντώνης Σανουδάκης-Σανούδος είναι καθηγητής Ιστορίας της Π.Α.Ε.Α.Κρήτης