Βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα. Τελειώνοντας τότε το εξατάξιο Γυμνάσιο, εμείς οι πιο επιμελείς τάχα μαθητές (μη φανταστείτε, του 12 και του 13 είμαστε σε βαθμό απολυτηρίου), συνηθίζαμε να δίνουμε εξετάσεις, προκειμένου να εισαχθούμε σε κάποια σχολή.

Σχολή να ήταν και να γινόμασταν φοιτητές, αυτό ήταν κατά πρώτον το όνειρό μας. Μετά κόπων και βασάνων ο υποφαινόμενος εισήχθη στην τότε κραταιά Πάντειο σχολή. Οι πιο πολλοί βέβαια κάτι ήξεραν και έλεγαν: «Ματαία, άσκοπος και δαπανηρά η εν τη Παντείω φοίτησις».

Πολλοί μου το έλεγαν συχνά-πυκνά. Ας είναι… Έτσι κι εγώ πλέον ως επιτυχών, ήμουν ένας εκ των μονίμων κατοίκων του κλεινού άστεως από εκείνη την στιγμή, αφήνοντας πίσω την ήρεμη και μονότονη ζωή του αγαπημένου μου χωριού, του Λαύκου, με τις τόσες παιδικές και εφηβικές μου θύμησες και αναμνήσεις.

Ένας λοιπόν κι εγώ εκ των τόσων «Αθηναίων».

Πολλές φορές στις στάσεις των αστικών λεωφορείων της πρωτεύουσας έβλεπα και διάβαζα διάφορα ονόματα, πολλά απ’ αυτά άγνωστα, ακόμα και σε κάποιους ίσως γκάγκαρους Αθηναίους όπως: Καισαριανή, Βύρων, Ποδονίφτης, Χαλκηδόνα, Νέα Φιλαδέλφεια, Νέα Ιωνία, Περιστέρι, Ηλιούπολη και άλλα πολλά που μου διαφεύγουν. Περιοχές με μία ιδιαίτερη, ζεστή και ανθρώπινη φυσιογνωμία, χώροι και τόποι διαβίωσης.

Πρόκειται για τους συνοικισμούς προσφύγων, αυτών των κατατρεγμένων συνανθρώπων μας, που πριν από έναν αιώνα άφησαν την γενέθλια γη τους, την πατρίδα τους και εγκαταστάθηκαν σε διάφορα μέρη της χώρας μας.

Αυτοί οι άνθρωποι που τόσο ταλαιπωρήθηκαν, που ξεσπιτώθηκαν, που κυνηγήθηκαν, όσο και να είναι όμοιοι με τους παλαιοελλαδίτες, μετέφεραν συνήθειες, ήθη και έθιμα, τρόπους ζωής που διέφεραν από τους δικούς μας τρόπους.

Τους διέκρινε η εργατικότητα, η καλοσύνη, η ευπρέπεια και η καθαριότητα των σπιτιών τους, η ευψυχία και η καρτερικότητα. Ένα βραδινό πέρασμα από τους προσφυγικούς συνοικισμούς σε γέμιζε με ευαισθησία και χαρά. Έβλεπες ανθρώπους οι οποίοι, αφού τόσα είχαν και έχοντας σοβαρά οικονομικά προβλήματα, να μη το βάζουν κάτω.

Να διατηρούν τη διάθεσή τους και το θάρρος τους, χωρίς να είναι σκυθρωποί και μελαγχολικοί. Το ίδιο και τα παιδιά τους, να κάνουν βόλτες, να παίζουν και να γελούν χαρούμενα και ευτυχισμένα, δείχνοντας να είναι τόσο ευχαριστημένα από τη ζωή!

Τέτοιες μέρες το 1922. Ο πληθυσμός της πόλης του Ηρακλείου φθάνει τις 25.000 περίπου και έξι χρόνια αργότερα, το 1928, η πόλη μας αριθμεί 33.400 κατοίκους. Όλοι τους σχεδόν πρόσφυγες οι οποίοι δημιουργούν νέους οικισμούς όπως η Αλικαρνασσός, ο Πόρος, ο Κατσαμπάς, η Χρυσοπηγή, το Ατσαλένιο και άλλους.

Η πόλης μας επεκτείνεται προς τα ανατολικά. Το προσφυγικό στοιχείο ανέπτυξε πλούσια δράση, είχε αναπτυγμένο κοινωνικό, βιοτικό και μορφωτικό επίπεδο. Είχε θέληση και δύναμη. Έτσι τους είχε διδάξει η ίδια η ζωή.

Στις δημοτικές εκλογές μία μεγάλη έκπληξη περιμένει τους Καστρινούς, αφού οι πρόσφυγες εκλέγουν δήμαρχο, τον συμπατριώτη τους, που καταγόταν από την Σμύρνη, τον Ανδρέα Παπαδόπουλο. Η νίκη του ήταν μία μεγάλη έκπληξη για τα δημοτικά δεδομένα του Ηρακλείου.

Τα σχόλια όμως εκείνη την περίοδο δεν σταμάτησαν και ορισμένοι δεν μπόρεσαν ποτέ να συνειδητοποιήσουν το αποτέλεσμα, το οποίο είναι απόρροια της έκφρασης των δημοτών αυτής της πόλης. «Και αφού μας εδόθη αφορμή ας πούμε φανερά και το ό,τι σκεπτόμεθα όλοι μας.

Την ασθενεστάτην πλειοψηφίαν του κ. Παπαδόπουλου την έδωσαν οι εντόπιοι και όχι οι πρόσφυγες. Αυτό είναι γεγονός τελείως πλέον εξηκριβωμένων ώστε να μην επιτρέπεται ουδέ η ελάχιστη αμφιβολία.

Με αυτό δεν θέλουμε να είπωμεν ότι ο παρ’ ημίν αντιβενιζελισμός ηυνόησε γενικώς την υποψηφιότητα του κ. Α. Παπαδόπουλου και εργάσθη ως ολότης υπέρ της επιτυχίας του, υποστηρίζομεν όμως ότι εκατοντάδες ψήφων αντιβενιζελικών, διετέθησαν υπέρ του κ. Παπαδόπουλου υπό ορισμένων αδιαλλάκτων πολιτικών προσώπων ανηκόντων εις την αντιβενιζελικήν παράταξιν και οι οποίοι ψήφοι θα εδίδοντο υπέρ των δύο εντοπίων υποψηφίων και τα αποτελέσματα των εκλογών θα ήσαν διάφορα από τα προκύψαντα εκ των καλπών. “Τσιμουδιά λοιπόν.

Εφόσον ημείς οι ίδιοι υπήρξαμεν οι εργάται του πλήξαντος την φιλοτιμίαν του εντοπίου πληθυσμού εκλογικού αποτελέσματος…”». Η Σμύρνη ήταν κέντρο ζωηρής πνευματικής κίνησης από τον 19ο αιώνα. Το θέατρο και η μουσική παρουσίαζαν ιδιαίτερη. Στο Σμύρνη ζούσαν διάσημοι μουσικοί.

Πολλοί επίσης μουσικοί έπαιζαν στους μαχαλάδες και στα προάστια της Σμύρνης (ταβέρνες, καφενεία) αλλά και σε σπίτια πολλών νοικοκυραίων στις μεγάλες γιορτές, σε ονομαστικές γιορτές, σε γάμους, σε αρραβώνες και άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις.

Καλή πελατεία εξασφάλιζαν και οι ερωτευμένοι συνήθως κατώτερης και μεσαίας τάξης που ήθελαν να κάνουν καντάδα έξω από το σπίτι της αγαπημένης τους. Πριν από τον μεσοπόλεμο στο Ηράκλειο υπήρχαν η λόγια, η λαϊκή και η αγροτική κουλτούρα.

Την πρώτη εξέφραζαν οι λόγιοι και οι αστοί, λάτρεις του δυτικού πολιτισμού, οι οποίοι σύχναζαν σε κοσμικά κέντρα της πόλης μας, όπως στις Τρεις Καμάρες, στο Μεϊντάνι και στο Μπετενάκι σε διάφορες κοσμικές εκδηλώσεις.

Εκφραστές της δεύτερης κατηγορίας ήταν οι όχι και τόσο γραμματιζούμενοι, με τα διάφορα λαϊκά όργανά τους και τα διάφορα τραγούδια που πολλές φορές αυτοσχεδίαζαν. Πολλές ήταν οι παραδοσιακές ορχήστρες με ούτι, λαούτο, κανονάκι, τουμπερλέκι και πολλές φορές και ποντιακή λύρα σε μεγάλες γιορτές ή γιορτές συγγενών και φίλων. Συχνός πόθος τους, που δεν έπαυαν να τον εκφράζουν σε κάθε στιγμή: «Θα πάμε στην Πατρίδα».

Το γλέντι άναβε. Αμανέδες, γιαρεδάκια, σαρκιά. Καϋμοί και ντέρτια, μεράκλωμα με τη νοσταλγία για παλιές λησμονημένες αγάπες και για την γλυκιά αλησμόνητη πατρίδα, χαρακτηριστικοί είναι οι παρακάτω στίχοι και τα τραγούδια που συνήθως ακούγονταν:

«Πενήντα μήνες σ’ αγαπώ Κοντεύουν πέντε χρόνια αν λεμονιά εφύτευα θε να ‘βγαζε λεμόνια. Ύπνος μ’ επήρε κι έγειρα στου καραβιού την πλώρη και ήρθε και μ’ εξύπνησε του καπετάνιου η κόρη.

Και η επωδός, η τόσο χαρούμενη και πεταχτή, με τον τόσο χορευτικό ρυθμό και που νομίζει κανείς ότι ακούει και αυτό ακόμα το χτύπημα του τακουνιού: «To μαλώνω, το μαλώνω, κι ύστερα το μετανιώνω».

Βέβαια κάπου-κάπου, σπάνια κυρίως ακούγονταν και μερικά τραγούδια από τα λεγόμενα «αντάμικα». «Εγώ της λέω ψήσε αυγά κι αυτή μου στήνει τον καυγά…».

Σίγουρα μετά τη δουλειά κάποια ποτηράκια είναι αρκετά να τους ξεκουράσουν και φυσικό επόμενο είναι να το ρίξουν στο τραγούδι: «Νάταν η θάλασσα κρασί Και τα βουνά μεζέδες Οι βάρκες κρασοπότηρα να πίνουν οι γλεντζέδες.

Και φυσικά δεν απέλιπαν οι στίχοι:

«Τα μελιτζανιά, τα μελιτζανιά, μωρ’ δε σου πάνε πια…».

Γλέντι, χορός, τραγούδι… η φαιδρή και ξένοιαστη νότα της αιώνιας νιότης, την οποία τίποτα δεν την πτοεί, τίποτα δεν την αποθαρρύνει, τίποτα δεν μπορεί να μετριάσει την ορμή των ονείρων και των ελπίδων. Αυτή τη νιότη είχαν μέσα τους εκείνοι!

Οι τόσο κατατρεγμένοι και ταλαιπωρημένοι συνάνθρωποί μας!