Σε παλαιότερο άρθρο μου, δημοσιευμένο στο cretalive, με τον τίτλο «Ας μη συμβεί με την Αγία Σοφία ό, τι συνέβη με την Κύπρο», είχα εκφράσει το φόβο μήπως «το ζήτημα της Αγίας Σοφίας θα ξεθωριάζει στη συνείδησή μας και η «Αγιά Σοφιά» των δημοτικών μας τραγουδιών, η μεγάλη Εκκλησία της Ρωμιοσύνης, το κέντρο της Ορθοδοξίας, πάψει να μας συγκινεί και να μας ξυπνά μνήμες.»

Βλέπω ότι ήδη το ζήτημα αυτό εν πολλοίς έχει ήδη πάψει να απασχολεί τους Έλληνες, καθώς, όπως εύκολα διαπιστώνει κάποιος, από τα ελληνικά ΜΜΕ, δεν βρίσκεται πια στην επικαιρότητα. Εκείνος που θέτει συχνά το θέμα της Αγίας Σοφίας είναι ο αρχιεπίσκοπος Αμερικής κ. Ελπιδοφόρος, ο οποίος, ως εκ της θέσεώς του, μπορεί να επηρεάζει όχι μόνο τον Ελληνισμό της Αμερικής αλλά  και πολιτικά πρόσωπα των ΗΠΑ.

Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ως Έλληνες, και δη ορθόδοξοι, αυτό το εκπληκτικής ομορφιάς, βαθιάς πνευματικότητας,  παγκόσμιας εμβέλειας και τεράστιας συμβολικής σημασίας για τη Ρωμιοσύνη μνημείο (όπως δεν πρέπει να ξεχνάμε αντίστοιχα και τη Μονή της Χώρας), έχοντας κατά νουν ότι κάποτε θα πρέπει να επιστρέψει, έστω ως μουσείο, στην προτέρα του κατάσταση. Θα ήθελα, όμως, σε τούτο το άρθρο να καταπιαστώ με ένα επιμέρους θέμα.

Μάθαμε από τα ΜΜΕ ότι, κατά την ώρα της μουσουλμανικής προσευχής εντός της Αγίας Σοφίας, σκεπάζουν τις τοιχογραφίες και τα ψηφιδωτά που εικονίζουν  τα πρόσωπα του Χριστού, της Θεοτόκου και των αγίων με κουρτίνες, για να μην τα βλέπουν οι προσευχόμενοι. Είναι γνωστό ότι η θρησκεία του Ισλάμ είναι ανεικονική:  ο απόλυτα υπερβατικός θεός (Αλλάχ) δεν εικονίζεται, όπως ακριβώς και οι Εβραίοι δεν εικονίζουν τον Γιαχβέ, σύμφωνα με τη δεύτερη εντολή: «Ουὐ ποιήσεις σεαυτώῷ είδωλον ουδέὲ παντός ομοίωμα, ὅόσα ἐεν τωῷ ουρανώ άνω και όσα εν τη γη κάτω και όσα εἐν τοις  ύδασιν ὑυποκάτω της γης» (Έξοδ. 20,4). Είναι μη παραδεκτό για ένα μουσουλμάνο να βλέπει εικόνα του Θεού ή άλλων προσώπων της θρησκείας του.

Πόσω μάλλον, όταν πρόκειται για πρόσωπα του Χριστιανισμού! Οι χριστιανοί για τους φανατικούς μουσουλμάνους είναι «γκιαούρ», δηλαδή άπιστοι. Επομένως, τα ιερά πρόσωπα της χριστιανικής θρησκείας είναι πρόσωπα απίστων και η λατρεία τους είναι ειδωλολατρία.

Αυτά τα «είδωλα» θα πρέπει να καταστραφούν ή να εξευτελιστούν. Γι’ αυτό και βλέπουμε ότι σε παλιές εκκλησίες (π.χ. στην Καππαδοκία αλλά και στη χώρα μας) οι Τούρκοι, ως άλλοι εικονομάχοι, έχουν βγάλει από τις εικόνες τα μάτια των αγίων, πιστεύοντας πως με τον τρόπο αυτό δείχνουν πως η δύναμή τους είναι ανύπαρκτη κι έτσι τους εξευτελίζουν και άρα εξευτελίζουν τη χριστιανική θρησκεία.

Θα πρέπει να τονιστεί εδώ ότι η βυζαντινή εικονογραφία δίνει μεγάλη έμφαση στα μάτια των αγίων, τα οποία εκφράζουν και υποβάλλουν την πνευματικότητα της μορφής, που είναι και το κεντρικό μήνυμα της ορθόδοξης αγιογραφίας. Το «βγάλσιμο» των ματιών στις εικόνες των αγίων σηματοδοτεί, επομένως, για τους μουσουλμάνους την ακύρωση της εικόνας στο σύνολό της, καθώς καταστρέφουν το σημείο εκείνο που αποκαλύπτει την ίδια την αγιότητα του προσώπου, που είναι και η ταυτότητά του.

Ωστόσο, για εμάς τους χριστιανούς η πράξη αυτή είναι από μεν θρησκευτικής απόψεως μια βεβήλωση, από δε καλλιτεχνικής και αισθητικής απόψεως μια καταστροφή των έργων της τέχνης. Σίγουρα, ο φανατικός μουσουλμάνος όχι μόνο αδιαφορεί για την καλλιτεχνική-αισθητική πλευρά των εικόνων αλλά και τη λοιδορεί. Γι’ αυτόν πρωταρχική σημασία έχει η θρησκεία του, η οποία, ως φανατική και ανεικονική, αδιαφορεί για το καλλιτεχνικό αποτύπωμα της εικόνας.

Ο φανατικός μουσουλμάνος αγνοεί τη δυτική νεωτερικότητα, η οποία δίδει προτεραιότητα όχι στη θρησκευτική-λειτουργική αξία ενός θρησκευτικού έργου αλλά στην αισθητική-καλλιτεχνική (γι’ αυτό και τα μουσεία έχουν γεμίσει με εικόνες). Ο φανατικός μουσουλμάνος κινείται στο χώρο της προ-νεωτερικότητας, στον καθαρά θρησκευτικό χώρο.

Μάλιστα, γνωρίζει την προτεραιότητα και την αξία που δίνει ο δυτικός κόσμος στην τέχνη και ακριβώς τον «χτυπά» στο σημείο αυτό: είτε καταστρέφει τα θρησκευτικά έργα (που οι δυτικοί θαυμάζουν απλώς ως έργα τέχνης), όπως έγινε με την καταστροφή των αγαλμάτων του Βούδα στην κοιλάδα του Μπαμιγιάν στο Αφγανιστάν από τους Ταλιμπάν,  είτε τα μετατρέπουν σε λατρευτικούς χώρους του Ισλάμ, όπως έχει γίνει με τους ορθόδοξους ναούς της Μ. Ασίας και όπως έγινε προσφάτως με την Αγία Σοφία  και τη Μονή της Χώρας.

Μάλιστα, εκτός του ότι μετέτρεψαν τον εμβληματικό ναό της Ρωμιοσύνης σε τζαμί (παρά τις διεθνείς αντιδράσεις), κατά την ώρα της προσευχής τους σκεπάζουν,  όπως είπαμε, τις εικόνες και τα ψηφιδωτά με κουρτίνες, ως νέοι ανεικονιστές εικονομάχοι.  Φαίνεται ότι στην περίπτωση της Αγίας Σοφίας και κάτω από τη διεθνή κατακραυγή ο μουσουλμάνος Ερντογάν και οι συν αυτώ δεν τόλμησαν να καταστρέψουν τις εικόνες ή να τους βγάλουν τα μάτια. Είναι, βλέπετε, και το χρήμα των επισκεπτών του ναού…

Ωστόσο, αν αναλογιστούμε όσα είπαμε για το «βγάλσιμο» των ματιών στις ορθόδοξες εικόνες, τότε το ζήτημα δεν είναι ότι οι μουσουλμάνοι δεν θέλουν απλώς να βλέπουν τις εικόνες. Είναι ότι τις φοβούνται. Φοβούνται αυτό το διαπεραστικό βλέμμα που φωτίζει τα ιερά πρόσωπα, φοβούνται το εσωτερικό τους φως, αυτό που αποπνέει μια πνευματικότητα η οποία έρχεται από ένα κόσμο υπερβατικό μεν αλλά απόλυτα οικείο σε μας τους ανθρώπους. Είναι το «ιλαρόν φως» των ορθόδοξων εσπερινών, το φως το αληθινόν, το οποίο φωτίζει «πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον».

Είναι ένα φως που καμιά κουρτίνα δεν μπορεί να κρύψει, καμιά κουρτίνα δεν μπορεί να αποτρέψει από το να διασχίσει το σκοτάδι και να λάμψει στις καρδιές των ανθρώπων, όπως το έκανε για δεκαπέντε αιώνες. Τα μεγάλα, φωτεινά μάτια του Χριστού, της Παναγίας, του Προδρόμου και των αγγέλων εξακολουθούν να λάμπουν πίσω από τις κουρτίνες, εξακολουθούν να βλέπουν, εξακολουθούν να είναι ζωντανά, μάτια που ειρηνεύουν και γαληνεύουν τους ανθρώπους. Το φως, όσο και να το σκεπάζει κανείς, πάντα βρίσκει χαραμάδες για να δείξει την παρουσία του. Σύμφωνα με τη ρήση του Παύλου, «τα πάντα ελεγχόμενα υπό του φωτός φανερούται‧ παν γαρ το φανερούμενον φως εστι»:  Όλα όσα ερευνώνται από το φως γίνονται φανερά‧ διότι καθετί που φανερώνεται είναι φως (Εφεσ. 5,13).

Η ηγεσία της Τουρκίας και όσοι την ακολουθούν τυφλά πιστεύουν ότι, σκεπάζοντας με κουρτίνες τις εικόνες, θα τις κάμουν αόρατες για τους μουσουλμάνους. Ωστόσο, αυτή η αορασία των εικόνων φανερώνει το φως τους, είναι απόδειξη και φανέρωμα της δύναμής τους. Τελικά, δεν ελέγχουν οι μουσουλμάνοι τις εικόνες αλλά  το αντίθετο: οι κρυμμένες πίσω από τις κουρτίνες εικόνες ή αυτές με τα βγαλμένα μάτια ελέγχουν τους μουσουλμάνους και, φως οι ίδιες, κάνουν να φαίνεται ακόμη πιο μαύρο το σκοτάδι της άγνοιας και του φανατισμού τους.