Θα’θελα, αν μπορούσα, να εξυμνήσω, όπως αρμόζει και καθώς σας πρέπει, τη ζωή, το έργο και το θάνατό σας, κορυφαίοι απόστολοι, Πέτρε και Παύλε. Γνωρίζω πως εσύ, ο πρώτος, ήσουν από τους πιο αγαπημένους μαθητές του Χριστού. Σε φώναζαν Σίμωνα, αλλά ο Κύριος σε βάφτισε Πέτρο. Υπήρξες ο ακαταμάχητος και ασυμβίβαστος αγωνιστής, η πέτρα όντως της πίστεως και η κρηπίς της Εκκλησίας μας.

Και συ, ο δεύτερος, ο σοφός και φανατικός φαρισαίος, ο φοβερός διώκτης των οπαδών του Χριστού, που από Σαούλ ή Σαύλος έγινε Παύλος, όταν σε κάλεσε κοντά του ο Ιησούς μ’εκείνο το θαυμαστό τρόπο. Υπήρξες ο ακούραστος κήρυκας και ο πλέον πολύπαθος των αποστόλων, ο απόστολος των εθνών, ο “πρώτος μετά τον Ένα”.

Επιτρέψτε μου, Άγιοι Απόστολοι να προσθέσω στα θαυμαστά και θεία που αναφέρονται στ’ όνομα του καθενός σας, κάποια λίγα και φτωχά, για να θυμηθούμε, εγώ και όσοι τύχει να διαβάσουν το παρόν σημείωμα, τα όσα μάθαμε για εσάς, όταν πηγαίναμε στο σχολείο. Δεχτείτε τα σαν δώρο, στη σημερινή σας εορτή.

Ο Πέτρος, φίλοι μου, όπως θυμάστε, ήταν ένας οικογενειάρχης και φτωχός βιοπαλαιστής. Καταγόταν από μια μικρή και ασήμαντη κωμόπολη της Γαλιλαίας, τη Βηθσαϊδά, που βρισκόταν στα παράλια της λίμνης Γεννησαρέτ και για να ζήσει την οικογένειά του, ασχολούνταν κυρίως με το ψάρεμα στη μικρή αυτή λίμνη. Κατοικούσε μόνιμα στην κοντινή πόλη Καπερναούμ.

Ηταν αδελφός του πρωτόκλητου μαθητή Ανδρέα από τον οποίο και οδηγήθηκε κοντά στο Χριστό. Αυτός, αφού τον εξέτασε με βλέμμα ερευνητικό και καλοσυνάτο, του είπε: Εσύ, επειδή θα γίνεις στερεός στην πίστη σου σαν πέτρα, θα ονομαστείς “Πέτρος” (κατά Ιωάννην, α’, 41-43). Σύντομα έγινε η μεγάλη αδυναμία του Κυρίου μας, γιατί ήταν αυθόρμητος και ειλικρινής, θαρραλέος και αποφασιστικός κι ένας από τους πιο αφοσιωμένους μαθητές του.

Όμως, καθώς θυμάστε, τη βραδιά της δίκης, τον αρνήθηκε τρεις φορές, όπως του είχε προείπει ο Ιησούς. Αλλ’ όταν άκουσε μετά την τρίτη του άρνηση τον πετεινό να λαλεί, θυμήθηκε τα λόγια του Δασκάλου, ντράπηκε για τη δειλία του και απερίγραπτα μετανιωμένος βγήκε έξω από το μέγαρο της δίκης κι έκλαψε πικρά.

Ο Κύριος τον συγχώρησε, γιατί η μετάνοιά του ήταν πραγματική και βαθιά. Τούτο φάνηκε, όταν ο Κύριος παράγγειλε στις μυροφόρες γυναίκες να αναγγείλουν στους μαθητές και ξεχωριστά στον Πέτρο την ανάστασή του, αλλά και όταν ο ίδιος του παράγγειλε, τρεις φορές, να βόσκει τα πρόβατά του, δηλαδή τους οπαδούς του.

Ο θαραλλέος Πέτρος έγινε ο ιδρυτής της πρώτης χριστιανικής εκκλησίας, όταν την ημέρα της Πεντηκοστής, μετά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, κήρυξε το Ευαγγέλιο στους συγκεντρωθέντες κατοίκους των Ιεροσολύμων και βαπτίστηκαν χριστιανοί τρεις περίπου χιλιάδες άνθρωποι.

Ο Πέτρος περιόδευσε, κηρύττοντας το Ευαγγέλιο του Χριστού, ολόκληρη την Παλαιστίνη και τη Συρία, αλώνισε, όπως θα λέγαμε, τη Μικρασία και άλλα μέρη και κατέληξε στη Ρώμη όταν την κυβερνούσε ο απαίσιος και μισητός διώκτης των χριστιανών Νέρων. Όπου πήγαινε, συγκλόνιζε με τη διδασκαλία του και με τα θαύματά του επιβεβαίωνε τη θεότητα του Ναζωραίου και έπειθε τα πλήθη να βαπτίζονται χριστιανοί και να γίνονται φανατικοί, μέχρι θανάτου, οπαδοί του Χριστού.

Ο Πέτρος συνέγραψε και δυο καθολικές επιστολές για τους πιστούς της Εκκλησίας μας. Μαρτύρησε επί Νέρωνος στη Ρώμη με σταυρικό θάνατο το 67 μ.Χ. Ζήτησε και σταυρώθηκε με το κεφάλι προς τα κάτω, γιατί δε θεωρούσε τον εαυτό του άξιο να σταυρωθεί με το κεφάλι προς τα πάνω όπως ο δάσκαλός του.

Ο Παύλος, αν και Ιουδαίος στην καταγωγή, γεννήθηκε και μεγάλωσε έξω από την Παλαιστίνη. Η Ταρσός της Κιλικίας της Μικράς Ασίας, σπουδαία πόλη εκείνη την εποχή, ήταν η γενέτειρά του. Εδώ μεγάλωσε και σπούδασε. Απόκτησε μεγάλη ιουδαϊκή μόρφωση. Συμπλήρωσε τις σπουδές του στα Ιεροσόλυμα κοντά στον ονομαστό νομοδιδάσκαλο Γαμαλιήλ. Έγινε και αυτός ραββίνος, δηλαδή δάσκαλος του Μωσαϊκού νόμου. Από τον πατέρα του κληρονόμησε το προνόμιο του Ρωμαίου πολίτη, γι’αυτό είχε δυο ονόματα: το εβραϊκό Σαούλ ή Σαύλος και το ελληνορωμαϊκό Παύλος.

Καταγόταν δεν από τη φυλή Βενιαμίν και ανήκε στην τάξη των Φαρισαίων. Ήταν φανατικός στην πίστη του Ιουδαίος, γι’αυτό εξελίχτηκε σε φοβερό διώκτη των Χριστιανών. Νεαρός ακόμη, πρωτοστάτησε και συμμετείχε στο λιθοβολισμό του πρωτομάρτυρα της πίστης μας Αγίου Στεφάνου. Μετά μάλιστα το λιθοβολισμό του Στεφάνου, εξαπολύθηκε φοβερός διωγμός κατά των χριστιανών στα Ιεροσόλυμα. Αυτοί, για να αποφύγουν τη μανία των Ιουδαίων, κατέφυγαν σε διάφορα μέρη.

Οι περισσότεροι απ’ αυτούς φαίνεται πως πήγαν στη Δαμασκό της Συρίας, πράγμα που πληροφορήθηκε ο φανατικός διώκτης τους, ο Σαύλος. Αυτός, λοιπόν, αφού εξόπλισε πλήρως μια ομάδα από ομοίους του, ξεκίνησε έφιππος για τη Δαμασκό, αφού εφοδιάστηκε από τον Αρχιερέα των Ιεροσολύμων συστατικές επιστολές για τις συναγωγές των Εβραίων στη Δαμασκό. Όπως δε υποσχέθηκε στον Αρχιερέα, θα έφερνε δεμένους στα Ιεροσόλυμα όσους χριστιανούς συνελάμβανε.

Ξεκίνησε λοιπόν για τη Δαμασκό ο Σαούλ. Αλλά, λίγο πριν φτάσει στην πόλη, ένα φοβερό φως τον τύφλωσε και τον έριξε από το άλογό του καταγής. Συγχρόνως άκουσε μια φωνή από τον ουρανό που τον ρωτούσε: “Σαούλ, Σαούλ, τι με διώκεις;”. Εκείνος, έντρομος και τυφλός, ρώτησε: “Ποιος είσαι κύριε, που διώκω;”. “Εγώ είμαι, ο Ιησούς, που εσύ καταδιώκεις!”. Πάγωσε ο Σαούλ, όταν άκουσε αυτή την απάντηση. “Σήκω όμως και πήγανε στη Δαμασκό. Εκεί θα σου φανερωθεί τι πρέπει να κάμεις”, τον διέταξε η φωνή. Ο Σαούλ κλαίγοντας, τρέμοντας και τυφλός έφθασε στην πόλη.

Για τρεις μέρες δεν έβαλε στο στόμα του τροφή ή νερό. Βαθιά μετανιωμένος για τη μέχρι τότε διαγωγή και συμπεριφορά του, ζητούσε κλαίγοντας συγχώρεση από τον Ιησού, υποσχόμενος να ανταποκριθεί σ’ ό,τι του ζητούσε Εκείνος, ακόμη και τη ζωή του! Ο Κύριος του ξανάδωσε το φως του και ο Σαούλ βαφτίστηκε εκεί από ένα ευλαβή Χριστιανό, τον Ανανία. Από τότε κι ύστερα ο Σαούλ κράτησε μόνο το “Παύλος” κι έγινε ο πιο φανατικός και ο πιο σπουδαίος απ’ όλους χριστιανός “ο πρώτος μετά τον Ένα”.

Ο μεγαλοφυής αυτός απόστολος, ο ακαταπόνητος και ανεπανάληπτος, αλλά και ο πλέον πολύπαθος και ταλαιπωρημένος, ο παθιασμένος χριστιανός, διακρινόταν διά την οξεία κρίση του και την ταχεία αντίληψή του, την απερίγραπτη ετοιμότητα και ευστροφία του και τη θαυμαστή του ικανότητα να άρχει και να κυβερνά. Με τις τέσσερις μεγάλες πορείες του, κήρυξε το Ευαγγέλιο σε Παλαιστίνη, Συρία, Κύπρο, Μικρασία, Ελλάδα και Ρώμη και ίδρυσε αναρίθμητες εκκλησίες.

Εγραψε δεκατέσσερις επιστολές προς τους χριστιανούς διαφόρων εκκλησιών που είχε ιδρύσει, αποσπάσματα των οποίων ακούμε στους ναούς μας κάθε Κυριακή και κάθε εορτή, προ του Ευαγγελίου της Θείας Λειτουργίας. Ο Παύλος υπήρξε ο ιδρυτής της πρώτης Ευρωπαϊκής Χριστιανικής Εκκλησίας στους Φιλίππους της Μακεδονίας μας.

Ήταν ο απόστολος των Εθνών και προπάντων των Ελλλήνων αλλά και των Κρητών, στους οποίους άφησε ως πρώτο ποιμενάρχη τους τον απόστολο Τίτο. Μαρτύρησε κι αυτός στη Ρώμη, επί Νέρωνος, με αποκεφαλισμό, το 64 ή 67 μ.Χ. Η Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του μαζί μ’εκείνην του άλλου κορυφαίου, του Πέτρου, σήμερα, 29 Ιουνίου. Προηγείται μάλιστα νηστεία από Δευτέρα των Αγίων Πάντων μέχρι 28 Ιουνίου, επιτρεπομένης μόνο ψαροφαγίας, πλην Τετάρτης και Παρασκευής.

 

* Ο Μανώλης Ροδιτάκης είναι  τ. εκπαιδευτικός και ειδικός πάρεδρος του Παιδαγ. Ινστιτούτου, πτυχιούχος Πολιτ. Επιστημών