Στη σκληρή παιδική μας ζωή, της στέρησης, της εργασίας και των πρόωρων ευθυνών, οι γιορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα ήταν υπέροχα διαλείμματα ουσίας και ομορφιάς, που συσσώρευσαν χιλιάδες ανεξίτηλες αναμνήσεις. Αυτές συχνά αναδύονται – θαυμάσιες εικόνες βιωματικής συλλογικότητας – ξεκουραστικές και ανακουφιστικές στη σημερινή ισοπεδωτική μηχανοποίηση των πάντων. Και αντιπροτείνουν.

Πρώτα – πρώτα η συγκέντρωσή μας γύρω από το μεγάλο σοφρά, την προπαραμονή των Χριστουγέννων, για να πλάσομε τα περδικάκια και τα χελωνάκια και τα μυρωδάτα καλιτσούνια, μια ανά-

παυλα στο καθημερινό λιομάζωμα, που μας έφερνε επιτέλους κοντά στις μανάδες μας, τις οποίες βλέπαμε ξεθεωμένες (εξουθενωμένες) και βρεγμένες, μόνο το βράδυ.

Ύστερα οι ομάδες των ανδρών, που την επομένη των Χριστουγέννων τεμάχιζαν τους χοίρους. Ήταν εκείνοι που τους έσφαζαν την παραμονή, όταν εγώ κατέφευγα μακριά στα χωράφια και στα σπήλια, για να μην ακούω τα μουγκρητά της σφαγής τους, που με τρόμαζαν και με πονούσαν. Σε κείνη τη γεωργική κοινωνία της αυτάρκειας για πολύν καιρό όλο το χωριό μύριζε από το οφτό (τσιτσιριστό) κρέας πάνω στα κάρβουνα της παραστιάς ή το τσιγαριστό, για να γίνουν οι τσιγαρίδες και τα σύγλινα.

Ή τα καπνιστά ξυδωτά χοιρομέρια, λουκάνικα, απάκια και τα κόκκαλα που κρεμόντουσαν και καπνίζονταν πάνω και πλάι στην παραστιά. Ή τις ξεχασμένες «αμαθιές», την τσιλαδιά και το συκώτι. Νεράτζια, λεμόνια, πιπέρι και κύμινο παντού στον αέρα, μαζί με την κανέλα και το γαρύφαλλο των μελομακάρουνων έδιναν τη βεβαιότητα της ευωχίας των λιτοδίαιτων ανθρώπων της υπαίθρου.

Ακολουθούσε η Πρωτοχρονιά. Στο σπίτι μας βρίσκεται ακόμη η πέτρα του ποδαρικού, τετράγωνη, κανονική, βολική, για να κάθομαι μπροστά στην πόρτα και να κάνω το ποδαρικό. Μου την είχε βρει ο πατέρας μου. την έπαιρνα μαζί μου πρωί της Πρωτοχρονιάς, μετά την εκκλησία και, φορώντας με καμάρι τα καινούρια μου σοσόνια, αγορασμένα από τα κάλαντα, πήγαινα από σπίτι σε σπίτι, όπου με είχαν καλέσει από την παραμονή.

Εκεί με περίμεναν, γεμάτοι προσδοκίες αγαθές, οι θείοι και οι θείες μου, γιατί, όπως έλεγαν, ήμουν ήρεμη, υγιής, εργατική και προπάντων άριστη μαθήτρια. Είχα μια ολάσπρη πετσέτα για τα καλοχερίδια (πώς θα τά ҆τρωγα τόσα;) και την τσέπη μου για τα χρήματα της καλής χέρας. «Φτερό κι αυγό στην πόρτα σας κι όρνιθες στην αυλή σας», τους έλεγα (τi ολιγάρκεια!).

Το χαρτζιλίκι συμπληρώναμε με τις καλές χέρες, που πηγαίναμε στα σπίτια: ένα δίσκο με μακαρούνες, κουραμπιέδες, μανταρίνια, καρυδαμύγδαλα και φουντούκια. Μας έδιναν κι αυτοί τα δικά τους και ό,τι μπορούσαν σε χρήμα. Έτσι αγόραζα δύο – τρία βιβλία του σχολείου, γιατί δεν είχα ποτέ μου, και μάθαινα από την παράδοση το μάθημα, ασκώντας και τη μνήμη μου.

Πάντα το πρώτο ποδαρικό μου ήταν στις δυο αγαπημένες μου γριούλες, την παράλυτη Χρυσή Καβλεντάκη και την αδερφή της Κυριακή, πραγματικές χριστιανές, στις οποίες διάβαζα καθημερινά την Αγία Επιστολή και τον Άγιο Κυπριανό, μαθαίνοντας την Κοινή Ελληνική. «Χώμα να πιάνεις και χρυσάφι να γίνεται, παιδί μου. O Θεός να σου δώσει στη ζωή σου του Αβραάμ και του Ισαάκ τα καλά. Θα γενείς, όπως λέει και η γιαγιά σου η Ευτυχία, μεγάλη κυρία και μεγάλη δασκάλα…» mου έλεγαν.

«Μην νευριάσεις, μη βλαστημήσεις, μη σκεφτείς κακό για κανένα και μαγαρίσεις την ψυχή σου. Ό,τι κάνεις σήμερα, θα το κάνεις όλο το χρόνο». Έτσι μου έλεγε η μάνα μου. Την παραμονή των Θεοφανείων στέναμε στην παραστιά το μπακιρένιο μας τσικάλι, γεμάτο «ψαροκόλλυβα ή παλικάρια».

Ήταν όλοι της γης οι καρποί (πανσπερμία. Τα πολυσπόρια της Ηπείρου). Στάρι, κουκιά, παπούλες, μπιζέλια, αρακάς, ρεβύθια, φασόλια. Όλα προϊόντα τοπικά. Τα βράζαμε καλά και τα συρώναμε δυο φορές. Το απόγευμα ρίχναμε στις κότες και στα κουνέλια μας και τα βράδυ δίναμε σε όλα μας τα ζώα. Στο γάιδαρο και στην αγελάδα τα ανακατώναμε με το άχυρο.

«Όλα θα δουν απόψε τη βάφτιση του Χριστού, την Αγία Τριάδα και θα φωτιστούν από το Άγιο Πνεύμα. Ο Θεός τους δίνει μόνο απόψε την εξουσία να μιλούν μεταξύ τους. Πολλοί ξενυχτούν και, αν είναι καθαροί στην ψυχή, τ’ ακούν. Αρκεί τα ίδια να μην το καταλάβουν» mου έλεγε η μάνα μου. Όταν ο ήλιος βάδιζε στη δύση του, με ανέβαζαν στα κεραμίδια, να ρίξω παλικάρια για τα πετεινά του ουρανού. Μαζεύονταν πλήθος κι έτρωγαν.

Οι γιορτές του Δωδεκαήμερου στα Πρεβελιανά Ηρακλείου κατά τη δεκαετία του ’50
Μια φορά στα εφτά μου χρόνια, ωθούμενη από την ανήσυχη σκέψη μου, αφού τους κοίμισα όλους, ανέβηκα στην εσωτερική σκάλα που οδηγούσε στον αχεριώνα και στο σταύλο. Τυλίχτηκα με μια μικρή κουβέρτα, κάθισα στ’ άχυρα και περίμενα τα μεσάνυχτα, να μιλήσουν τα ζώα μας, ο γάιδαρος, η αγελάδα μας και τα πρόβατα. Αυτά, χορτασμένα και πανευτυχή, δεν τάραξαν όλη την νύχτα. Τα ξημερώματα έφυγα για το κρεβάτι μου.

– Δε μίλησε κανένα ζώο, είπα στη μάνα μου.

– Μπορεί να κοιμήθηκες χωρίς να το καταλάβεις, ζεσταμένη στ’ άχερα. Ή να μην είχες την εξουσία να τ’ ακούσεις. Σκέψου αν έκανες όλη τη μέρα καμία κακή σκέψη.

Στη λειτουργία του Μεγάλου Αγιασμού αναγεννάται η γη, το σύμπαν, εμείς όλοι. Το ένιωθα μέσα μου, κυρίως αν τη νύχτα είχε ξαστεριά και έβλεπα τον Ιορδάνη στον ουρανό να σχίζεται στα δύο και να φωτίζεται. Ή αν «χυνόταν» κανένα άστρο. Πίναμε τον Αγιασμό, «μισή μεταλάβωση», και παίρναμε στο ποτήρι. Ύστερα ρίχναμε στις τέσσερις γωνιές του σπιτιού μας (στους καντούνους) και σε κάθε μας χωράφι. Επίσης, στους τάφους των παππουδογιαγιάδων μας. Το μεσημέρι ανοίγαμε την τσιλαδιά. Όλα ήταν καλύτερα, αναγεννημένα. Ξεκινού-

σαμε την νέα χρονιά στο σχολείο, φωτισμένοι από το Άγιο Πνεύμα, με δύναμη και ελπίδα. Με τη σκέψη μας στους θεοβάδιστους τόπους, όπου ο Ιορδάνης μπροστά στα μεγάλα και θαυμαστά «εστράφη εις τα οπίσω». Όπως τον φαντάζομαι να κάνει και σήμερα, από τη φρίκη του αίματος των χιλιάδων αθώων παιδιών, εκεί στα μέρη που βάδισε ο Θεός της αγάπης και της αλληλεγγύης.

Καλή χρονιά σε όλους μας!