Οι γίγαντες
Να τον αναθεματίσουμε, να τον αφορίσουμε, είναι σατανάς, άθεος, καταραμένος να ‘ναι…
«Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να ‘ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο η δική μου και να ‘στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ…».
Νίκος Καζαντζάκης
Δεκαεπτά χρονών έπεσε στα χέρια μου ο «Καπετάν Μιχάλης» του Καζαντζάκη. Μετά «Ο Φτωχούλης του Θεού» και μετά η «Αναφορά στον Γκρέκο». Μέχρι είκοσι χρονών είχα διαβάσει όλα τα βιβλία του κι είχα μάθει τα πάντα για τη ζωή του. Έμαθα για τη ρήξη του με πολλούς μα κυρίως με την Εκκλησία. Εκεί πάνω ακριβώς θεώρησα ότι έπρεπε να πάρω, ως νέος άνθρωπος, θέση.
Το πατρικό μου σπίτι, στην οδό Παναγιώτου Νικουσίου, ήταν ανάμεσα σε δυο «γείτονες» που τους είχαν για διαφορετικούς, μα ήταν τόσο ίδιοι. Την Παναγία των Σταυροφόρων, που για μένα ήταν και θα παραμείνει μέρος της θρησκείας μου και των παιδικών μου χρόνων, και του ενετικού Προμαχώνα Μαρτινέγκο, του τόπου ανάπαυσης του ελεύθερου πνεύματος του Νίκου Καζαντζάκη, που ως οικουμενικό, θα συνοδεύει για πάντα εμένα και πολλούς άλλους ανθρώπους στον πλανήτη.
Διάλεξα, ως άνθρωπος και πολίτης, να μείνω πιο πολύ, κοντά στον συγγραφέα. Κι αυτό επειδή η Εκκλησία, το σχολείο και η οικογένειά μου, με έμαθαν στη σκέψη, στην κρίση, στη στήριξη του δίκιου του αδύναμου, του μοναχικού και στην πράξη του θάρρους τους που ίσως τελικά έχει βάση. Κι ο Καζαντζάκης ήταν μόνος του, αδικήθηκε από πολλούς, κι εγώ θαυμάζω το δίκιο, το θάρρος της γραφής του και του λόγου του.
Απομακρύνθηκα σιωπηλά από τους υπηρετούντες την Εκκλησία, χωρίς να θίξω τις θρησκευτικές αρχές, την παράδοση και φυσικά, θαυμάζοντας πάντα τους ενάρετούς της. Ένας κακός ή ανόητος και κοντόφθαλμος συντηρητισμός κάποιων, όχι απαραίτητα κακών ανθρώπων, με είχε απομακρύνει. Αναρωτιόμουν πάντα για ένα πράγμα. Γιατί ποτέ μέχρι τις μέρες μας, κανείς από τη μία πλευρά, δεν τόλμησε να ξεκαθαρίσει ή να μιλήσει ανοικτά, με απόλυτα αντικειμενική σκέψη και κυρίως αληθινή γνώση για τη θρησκευτικότητα, την πίστη, την αλήθεια και την χριστιανοσύνη του παγκοσμίως γνωστού Κρητικού συγγραφέα;
Οι δυο γείτονες που ήταν γίγαντες και τους λέγαν εχθρούς, θαρρώ ότι έλεγαν τα ίδια πράγματα και διαφωνούσαν για τα ίδια πράγματα ή ένας απ’ τους δυο, παραποιούσε την αλήθεια του άλλου. Εγώ, ως μη ειδικός, μπορώ να πω ότι ίσως ο συγγραφέας πρόβαλε πολύ την ανθρώπινη φύση που κατοικεί μέσα στη θεϊκή, αντίστροφα και συγχρόνως. Μετά, τις ένωνε και τις διαχώριζε μ’ ένα «ανθρώπινο θράσος» που έμοιαζε με από «Θεού Άδεια και Χάρη» κι αυτό, δεν ήταν αποδεκτό. Ετούτο, τ’ ομολογώ, δεν ήταν εύκολο να γίνει κατανοητό σε καιρούς που ίσως απαιτούσαν «άλλες κοσμοθεωρίες».Όποιος κάποτε υποστήριζε τον συγγραφέα εθεωρείτο από άπιστος, άθεος έως αιρετικός. Όμως αποφάσισα να πάω μ’ αυτόν επειδή άφηνε το πνεύμα μου ξεκάθαρα ελεύθερο, μοναχικό και μάχιμο. Μα πάνω απ’ όλα, μου εξηγούσε, έστω λογοτεχνικά, το τι και γιατί κάτι είναι διαφορετικό, πιστεύοντας πάντα ότι το καλό δίνει μια συνεχόμενη μάχη με το κακό.
Εγώ, απ’ τα διαβάσματά μου, έκρινα ότι ο Καζαντζάκης ήταν πιο χριστιανός από τους χριστιανούς και δεν καταλάβαινα γιατί ο άλλος, αγαπημένος γείτονάς μου και γίγαντας, η Εκκλησία, ήταν εναντίον του. Αποφάσισα ότι ή εγώ δεν καταλάβαινα ή κάποιοι είχαν άγνοια και αγκάλιασα ξανά τον συγγραφέα. Πάντα, όμως, είχα την απορία: «Ποιες είναι οι βαθιές και ουσιώδεις διαφορές μεταξύ των δύο γειτόνων μου;».
Το παιδί της οδού Άλμπερ
Όταν πριν από μερικές μέρες ο Αρχιεπίσκοπος γονάτισε στον τάφο του Καζαντζάκη πάνω στο Μαρτινέγκο σήκωσε στην πλάτη του ολόκληρη την παρεξήγηση χρόνων μεταξύ των δύο πλευρών και, κυρίως, από την πλευρά της Εκκλησίας. Κι αυτό νομίζω ότι το γνώριζε καλά.
Τα εξαπτέρυγα της Παναγίας των Σταυροφόρων δεν ήταν βαριά. Τα παιδιά, όσα ήθελαν, πήγαιναν, έβαζαν τις άσπρες ποδιές με τους μπλε σταυρούς και συνόδευαν τις Λειτουργίες τις Κυριακές και τις γιορτές. Εγώ το έκανα συχνά, μα δεν το έκανα Μεγάλη Παρασκευή και Μεγάλο Σάββατο, διότι ήταν τα πυροτεχνήματα που μ’ άρεσαν ως παιδί και με περίμεναν να φωτίσω και να ταράξω ηχητικά εκείνα τα κατανυκτικά βράδια. Μόνο ένα μικρότερο αγόρι θυμάμαι που ήταν συνεπέστατο σε ό,τι αφορούσε την Εκκλησία κάθε Κυριακή και κάθε γιορτή. Ένα μικροκαμωμένο παιδί, ήσυχο, καλομαθημένο και σιωπηλό. Ήταν φιλειρηνικό, ώριμο και δεν πολεμούσε σε αλάνες και μπεντένια με πέτρες και ξύλινα σπαθιά, όπως εμείς.
Όταν κατεβαίναμε στην αγορά με τη μάνα μου, σταματούσαμε για μια κουβέντα μπροστά απ’ το μαγαζί του πατέρα του, στην οδό Άλμπερ. Κατά έναν περίεργο τρόπο θυμάμαι από παιδί πρόσωπα, αρώματα και σπίτια. Θυμάμαι τη μορφή του παιδιού, του πατέρα του, της μητέρας του και εκείνο το περίεργο σπίτι απέναντι απ’ το μαγαζί τους που ήταν η Ιταλική Αρχαιολογική σχολή.Όταν τέλειωνα τις σπουδές μου, έμαθα ότι εκείνο το παιδί είχε γίνει παπάς. Είπα μέσα μου: «Δεν νομίζω ότι θα γινόταν κάτι άλλο!». Αργότερα έμαθα ότι έγινε Μητροπολίτης Ρεθύμνου και είπα: «Ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση!». Και πριν λίγο καιρό έμαθα ότι έγινε Αρχιεπίσκοπος κι είπα: «Ο Θεός μάς βοηθάει!»
Ο Αρχιεπίσκοπος, αυτό το μοναχικό και ήσυχο παιδί της οδού Άλμπερ, πριν από μέρες γονάτισε με θάρρος και σεβασμό μπροστά στον τάφο του μεγάλου Κρητικού συγγραφέα και στοχαστή, χωρίς ετούτο να έχει ή να δείχνει καμιά υποταγή και πουθενά. Έκανε περήφανο τον Κρητικό λαό, τον απελευθέρωσε, σαν από χρέος, από έναν άκαρπο ανταγωνισμό και ίσως συντηρητισμό. Έλυσε με θάρρος μια παρεξήγηση, μεταξύ του πνεύματος και της θρησκείας ή καλύτερα, του πνεύματος της θρησκείας, που τιμήθηκε πολύ και με τρόπο απόλυτο από τον κρητικό γίγαντα της λογοτεχνίας. Είμαι σίγουρος ότι και ο ίδιος ο Καζαντζάκης θα γονάτιζε μπροστά στον Αρχιεπίσκοπο για να τον τιμήσει, όχι μόνο για την κίνησή του, μα και για την αντίληψη και την κατανόηση κάποιων πραγμάτων που πολλοί άλλοι δεν μπόρεσαν να καταλάβουν.
Εκείνο που εγώ, ως λαϊκός, έχω να πω, είναι ότι τώρα, το 2022, βλέποντας το ανοικτό και ειλικρινές πνεύμα του Αρχιεπίσκοπου, επιστρέφω στην Εκκλησία απ’ όπου είχα απομακρυνθεί και γονατίζω πιο πολύ στη θρησκεία μου, στον συγγραφέα και στον επικεφαλής της Εκκλησίας της Κρήτης που είχε το θάρρος, μετά από πολλά χρόνια, να δικαιώσει και να ισοζυγιάσει τη σύγχρονη Εκκλησία κι έναν από τους πιο πνευματικούς ανθρώπους αυτού του τόπου. Ο Αρχιεπίσκοπος υπήρξε τολμηρός με την κίνησή του αυτή, γιατί είχε την παρακαταθήκη μιας σωστής παιδείας κι ενός ισχυρού συναισθήματος ως άνθρωπος ανοιχτόμυαλος.