Και τότε όπως και τώρα και πάντα κανείς δεν υπολογίζει την καρδιά του Έλληνα, την ψυχή του. Θεωρούσε η στρατιωτική μηχανή του Χίτλερ ότι η νίκη θα ήταν εύκολη και φυσικά χωρίς ιδιαίτερες απώλειες. Όμως τόσο εκείνοι όσο μεταγενέστερα ο κόσμος ολόκληρος συνειδητοποίησε το εύρος της μεγαλοσύνης του κρητικού λαού. Οι υπερασπιστές του νησιού ανήρχοντο περίπου στις 40.000 με ανεπαρκή οπλισμό.
Όμως η καρδιά του λαού άξιζε για διπλάσιους και πολλαπλάσιους υπερασπιστές του. Η χιτλερική επίθεση στο νησί έγινε στις 8 το πρωί της 20ής Μαΐου 1941 με τη ρίψη αλεξιπτωτιστών στο Μάλεμε και στην ευρύτερη περιοχή των Χανίων.
Οι άμαχοι πήραν μαχαίρια ως όπλα που είχαν καλά φυλάξει στα σεντούκια τους από την εποχή της κρητικής επανάστασης, πολέμησαν, δεν ήθελαν κατακτητές, η ορμή τους στον αγώνα ήταν απαράμιλλη, λεόντεια. Οι λιγοστοί άνδρες, γυναίκες ακόμα και παιδιά, γέροντες και γερόντισσες, όλοι στον αγώνα από την πρώτη στιγμή.
Την 1η Ιουνίου με την παράδοση των 5.000 μαχητών στα Σφακιά έπεσε η αυλαία της Μάχης της Κρήτης. Δεν έπεσε όμως το ηθικό του κρητικού λαού, του απλού κόσμου. Όλοι με μια ψυχή, με μια φωνή ορθώνουν το ανάστημά τους ενάντια στον κατακτητή. Η ελευθερία για τον κρητικό λαό δεν είναι απλή λέξη στα στόματα όλων, είναι ιδέα, είναι η ψυχή, είναι ο λόγος ύπαρξης του Κρητικού λαού και της λεβεντογέννας Κρήτης.
Αυτός ο ηρωισμός των ανθρώπων που δεν ήταν μόνο ιστορίες πολέμου στις σελίδες του βιβλίου της Ιστορίας, ήταν η ατόφια ζωή των παππούδων μας, των γιαγιάδων μας που πάλεψαν με αυταπάρνηση για την πολυπόθητη ελευθερία.
Βροντά κι αστράφτει ο ουρανός και σειέται ούλη η Πλάση
και χοχλακά η θάλασσα
και ντουμανιού τα δάση
και τέτοια μέρα του Μαγιού
να μην ξαναπεράσει…
Στους στίχους αυτούς διακρίνεται το εύρος και η δύναμη των γεγονότων που διαδραματίστηκαν εκείνη τη φοβερή ημέρα από τη μια άκρη του νησιού ως την άλλη. Από τα Χανιά – Μάλεμε ως το Λασίθι. Μπροστά σ’ αυτό το σκηνικό του πολέμου και του επικείμενου αφανισμού, η ψυχή του κρητικού ορθώνεται υπερήφανη και λέει στον κατακτητή: “Δεν φοβούμαι τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι ελεύθερος”!
Γι’ αυτή την ελευθερία πάλεψαν οι Κρητικοί, γι’ αυτή την ελευθερία παλεύουμε σιωπηλά κι εμείς με δάκρυα ψυχής, μη δυνάμενοι ν’ αντισταθούμε οι περισσότεροι εξ ημών, γιατί ο φόβος είναι εκείνος που αναστέλλει τη φωνή μας, την πνίγει στη θάλασσα του άδικου. Τότε ριχτήκαμε στη φωτιά κυριολεκτικά, δίχως εφόδια παρά μόνο τη φλόγα της ψυχής μας, δίχως να σκύψουμε το κεφάλι κι ας μην είχαμε το επόμενο λεπτό ΖΩΗ.
Θέλαμε την ελευθερία κι όχι τη δουλεία σε κανένα αφέντη, τώρα στ’ αλήθεια γιατί ψηφίζουμε νόμους για να μη δυσαρεστήσουμε τη μάνα Ευρώπη; Γιατί να μην υπερασπιστούμε τις αξίες μας αυτές που χαρακτηρίζουν την Ελλάδα και είναι η ταυτότητά μας, αλλά δυστυχώς οι ίδιοι οι ιθύνοντες μάς γεμίζουν με φοβίες, ώστε να αποδεχτούμε απόλυτα και αγόγγυστα τα πάντα, ακόμα και τη διάθεση των παιδιών μας σε θετούς “γονείς”, με το πρόσχημα να μην ταλαιπωρούνται στα διάφορα ιδρύματα.
Φυσικά δεν είμαστε στη δεκαετία του ‘50, δεν είναι τα ιδρύματα αναμορφωτήρια ελεεινής μορφής είναι το αποκούμπι και το υποκατάστατο της πολιτείας. Τη δουλειά της πολιτείας κάνουν τα ιδρύματα της χώρας μας και την κάνουν πολύ καλά, αν κρίνουμε από το αποτέλεσμα της “Κιβωτού”, “Του χαμόγελου του Παιδιού” και άλλων παρόμοιων ιδιωτικής πρωτοβουλίας, απάγκιων της παιδικής ψυχής μέχρι να βρεθεί η ζεστή οικογενειακή αγκαλιά να τα δεχτεί.
Δανείζομαι τους στίχους του Αζίζ Νεσίν..
“Για να είμαι τουλάχιστον σωστή στα σχέδια και στα όνειρά μου, ανάμεσα σε λυγμούς και σε παροξυσμούς κρατώ τη γλώσσα μου, γιατί νομίζω πως θα ‘ρθει η στιγμή που δεν θ’ αντέξω και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο, με έναν ψίθυρο, με ένα τραύλισμα, με μια κραυγή που θα μου λέει: ΜΙΛΑ”!
* Η Εύα Καπελλάκη – Κοντού είναι εκπαιδευτικός και αρθρογράφος Lettere Classiche dell’ Universita’ degli studi di Napoli “Federico II”.