Η ελληνική κοινωνία έχει κουραστεί κάθε φορά που γίνονται εθνικές ή ευρωπαϊκές εκλογές να ακούει τα ίδια λόγια, μεγάλα λόγια, ψεύτικα και απατηλά από όλα τα κόμματα, με τις ακατάσχετες παροχολογίες και τα «θα» του παρελθόντος, για να καλλιεργήσουν τις προσδοκίες και να κερδίσουν τις ψήφους των πολιτών.
Έστω και καθυστερημένα όμως οι πολίτες παρά την εξαντλημένη αντοχή και ανοχή στις υποσχέσεις των πολιτικών, έχουν γίνει περισσότερο δύσπιστοι, πιο αυστηροί στην κρίση τους και επιλεκτικοί στην ψήφο τους.
Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις για τις ευρωεκλογές δείχνουν ότι οι πολίτες εμπιστεύονται τις υποσχέσεις και προτιμούν τα έργα της Νέας Δημοκρατίας, ακόμη κι αν προβληματίζονται πολλές φορές από τα δισεκατομμύρια που απλόχερα μοιράζει η αντιπολίτευση υποσχόμενη σε όλους ένα ευτυχισμένο ονειρεμένο μέλλον.
Οι πολίτες σε αυτές τις ευρωεκλογές εκτός από μια νέα σύγχρονη, ασφαλή και εποικοδομητική ευρωπαϊκή πορεία, ζητούν με την ψήφο τους από την κυβέρνηση επιβεβαιώνοντας την βούληση τους, να ξεμπλοκάρουν τα έργα και οι μεταρρυθμίσεις που «κολλούσαν» επί δεκαετίες από συντεχνίες και μικροσυμφέροντα.
Θέλουν ανατροπές στην λειτουργία του κράτους στην απονομή της Δικαιοσύνης, στην Παιδεία, στην Υγεία. Είναι οι τομείς που ταλαιπωρούν διαχρονικά τους πολίτες και χρειάζονται ριζικές αλλαγές τώρα χωρίς δικαιολογίες και τον φόβο του πολιτικού κόστους.
Διερωτώνται εύλογα οι πολίτες γιατί όλα τα κακώς κείμενα που σε κάθε προεκλογική περίοδο έρχονται στο προσκήνιο αυτά παραμένουν ακόμη άλυτα και συνήθως ξεχνιόνται κάθε φορά μετά τις εκλογές.
Η απάντηση δεν είναι εύκολη για να γίνει η αιτία κατανοητή. Είναι η παθογένεια που ξεκινάει πριν από 200 χρόνια, είναι το «βαθύ ελληνικό κράτος» που δεν δίνει λογαριασμό σε κανέναν και τα πάντα χρονοκαθυστερεί. Οι νόμοι ψηφίζονται χωρίς να υλοποιούνται οι μεταρρυθμίσεις και οι υπηρεσίες εφαρμόζουν τους νόμους κατά το δοκούν μαζί με τις υπουργικές αποφάσεις και τις εγκυκλίους.
Είναι αλήθεια όμως, δεν πρέπει να θεωρηθούμε αφοριστικοί. Προφανώς η πλειοψηφία των υπαλλήλων και δημόσιων λειτουργιών του κράτους εκτελούν με νόμιμο και σωστό τρόπο τα καθήκοντα της και δεν ζητούν ανταλλάγματα γι’ αυτό. Υπάρχει όμως η μειοψηφία που εμφανίζεται ισχυρή, είναι εκείνοι που συγκροτούν το «βαθύ κράτος» και στην ουσία κυβερνούν το κράτος.
Πρόσφατο παράδειγμα οι επίορκοι υπάλληλοι στην εφορία της Χαλκίδας που εκβιάζαν επιχειρηματίες και έπαιρναν μίζες για να «καθαρίζουν» φορολογικές υποθέσεις. Τα ίδια μπορεί να συμβαίνουν σε πολλές δημόσιες υπηρεσίες, νοσοκομεία, σε δήμους και άλλους δημόσιους οργανισμούς.
Αυτή είναι η Ελλάδα που πρέπει να οραματιζόμαστε στην δεκαετία 2020 και 2030; Φυσικά όχι, δεν μπορεί να είναι αυτή η Ελλάδα του μέλλοντος. Όχι, δεν πάει άλλο, αυτό είναι το μήνυμα της πλειοψηφίας των πολιτών που αναμένεται να δοθεί στις επικείμενες ευρωπαϊκές εκλογές. Με το ίδιο μήνυμα ψήφισαν οι Έλληνες πολίτες την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας το 2019 και το 2023.
Η κυβέρνηση έχει υλοποιήσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις στη λειτουργία του κράτους μέχρι σήμερα αλλά έχει ακόμη μπροστά της πολλή δουλειά να κάνει. Κατά αρχάς πρέπει να ολοκληρώσει την ψηφιοποίηση του κράτους ώστε ο πολίτης για την εξυπηρέτησή του να έρχεται σε επαφή ολοένα και με λιγότερους υπαλλήλους.
Με αυτόν τον τρόπο η διεκπεραίωση των αιτημάτων θα γίνεται δικαιότερα και γρηγορότερα, χωρίς παρεμβάσεις για να μπει «μέσον» λόγω γνωριμιών, ούτε να ζητηθεί φακελάκι. Και για να είμαστε αντικειμενικοί, ευθύνη δεν έχει μόνο αυτός που ζητάει φακελάκι αλλά και αυτός που το δίνει.
Η κυβέρνηση έχει υποχρέωση να προχωρήσει με τόλμη στις συζητούμενες μεταρρυθμίσεις βυθίζοντας το «βαθύ κράτος» στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, χωρίς να υπολογίσει το υποτιθέμενο πολιτικό κόστος, γιατί απλά το πολιτικό κόστος δεν υπάρχει, είναι μύθος.