Ο Αριστοτέλης, απαντώντας στο ερώτημα «Ποιος είναι πολίτης;», προσδιόρισε τον όρο λέγοντας ότι «Πολίτης είναι αυτός που είναι ικανός να κυβερνήσει και να κυβερνηθεί». Πλησιάζοντας προς την ημέρα των εθνικών μας εκλογών, αναρωτιέμαι πόσοι από εμάς που αποτελούμε το περίφημο «εκλογικό σώμα», νιώθουμε σήμερα πως είμαστε ικανοί να κυβερνηθούμε; Γιατί, εκείνοι οι συμπολίτες μας που προτίθενται να μας κυβερνήσουν, δηλώνουν ήδη πανέτοιμοι να το πράξουν.
Σήμερα το βράδυ θα παρακολουθήσουμε την μοναδική γι’ αυτές τις εκλογές τηλεμαχία των πολιτικών αρχηγών – «debate» τη λένε στο χωριό μου – για την οποία έχουν συμφωνήσει όλες οι πλευρές, και καλό θα είναι να είμαστε κι εμείς «διαβασμένοι».
Θα επιχειρήσουμε μια ιστορική αναδρομή στις εκλογικές αναμετρήσεις του παρελθόντος, που αν μη τι άλλο, θα αποτελέσει έναν «μπούσουλα», που ίσως σε κάποιους να φανεί χρήσιμος. Έτσι, θα έχουμε την ευκαιρία να «φρεσκάρουμε» τη μνήμη μας σε θέματα εκλογικής συμπεριφοράς των προηγούμενων περιόδων.
Κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, επικρατούσε – με ελάχιστες εξαιρέσεις – η εναλλαγή των δύο κυρίαρχων πολιτικών κομμάτων, κάθε δύο εκλογικές αναμετρήσεις.
Από το 1974 μέχρι το 2009, τα δύο κυρίαρχα κόμματα, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, άσκησαν εναλλάξ τη διακυβέρνηση κάθε δύο εκλογικών περιόδων. Εξαίρεση αποτελεί η περίοδος 1989-1993, όπου λόγω του εκλογικού συστήματος, κανένα από τα δύο μεγάλα κόμματα δεν διέθετε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, στην εκλογική αναμέτρηση του 1989. Επιπλέον, η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (1990-1993), έχασε την δεδηλωμένη και δεν κατάφερε να κερδίσει τις εκλογές του 1993. Αυτή η ήττα, μαζί με τις εκλογικές νίκες του αποκαλούμενου «εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ» του Κώστα Σημίτη, το 1996 και το 2000, καθιστούν το ΠΑΣΟΚ βασικό κομματικό πρωταγωνιστή σε ολόκληρη την τριακονταετία 1974-2004.
Η κατάσταση άλλαξε, εν μέρει, το 2004, με τις δυο εκλογικές νίκες της ΝΔ, με επικεφαλής τον Κώστα Καραμανλή. Και λέω «εν μέρει», αφού ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, καταγράφηκαν δύο περιπτώσεις δυσπιστίας στα κόμματα που τα αμφισβητούσαν. Μέχρι τότε, η εκλογική συμπεριφορά δεν κατέγραφε μετακινήσεις ψηφοφόρων από το ένα κόμμα στο άλλο. Μετά όμως αυτό άλλαξε. Η δυσπιστία αποτυπώθηκε στις έρευνες της κοινής γνώμης και εκδηλώθηκε σε περιόδους οικονομικής στενότητας, είτε με την αποχή από τις εκλογές, είτε με την ψήφο σε άλλο μικρότερο κόμμα.
Τότε, ένα σημαντικό μέρος ψηφοφόρων της ΝΔ με αστική καταγωγή, μετακινήθηκε προς το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ. Αυτό όμως το γεγονός είχε ως συνέπεια, από τη μια μεριά να δυσκολεύεται το Σημιτικό ΠΑΣΟΚ να περάσει επιλογές και αποφάσεις προς τη βάση του, και από την άλλη ενίσχυσε τη δυσχέρεια που συνάντησαν οι κυβερνήσεις του Κώστα Καραμανλή να ασκήσουν αποτελεσματική πολιτική. Οι δυο εκλογές που κέρδισε η ΝΔ στο διάστημα αυτό, ισοδυναμούν ουσιαστικά σε μόλις πέντε χρόνια διακυβέρνησης. Μια διακυβέρνηση που έκλεισε με τον χειρότερο τρόπο, τόσο για την Συντηρητική Παράταξη, όσο και για τον ηγέτη της.
Ένας νέος εκλογικός κύκλος ξεκινάει το 2009, με τις εκλογές εκείνης της χρονιάς να εγκαινιάζουν μια νέα περίοδο για τη χώρα μας. Ο ενθουσιασμός περίσσευε στην «Δημοκρατική Παράταξη», μετά τον θρίαμβο του ΠΑΣΟΚ και προσωπικά του Γιώργου Παπανδρέου, προοιωνιζόμενος πως κάτι νέο είχε έρθει.
Επρόκειτο όμως ουσιαστικά για το «κύκνειο άσμα» του ΠΑΣΟΚ, αφού ήταν η τελευταία φορά που ένα μεγάλο μέρος από τα λαϊκά στρώματα, ψήφιζε το κόμμα αυτό, με προσδοκία την επιστροφή σε ένα ΠΑΣΟΚ εγγύτερα στον ιδρυτή του, τον Ανδρέα Παπανδρέου, και όσο το δυνατό μακρύτερα από το Σημιτικό ΠΑΣΟΚ. Η προσφυγή όμως στο ΔΝΤ και τα μνημόνια που ακολούθησαν, έσβησαν κάθε μεγάλη προσδοκία. Έτσι, άνοιξε ένας νέος εκλογικός κύκλος, στον οποίο, οι σχέσεις των ψηφοφόρων με τα κόμματα έγιναν ακόμα πιο ρευστές.
Τότε είχαμε μαζικές μετακινήσεις ψηφοφόρων προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Αυτό είχε ως συνέπεια τη μετακίνηση ενός σημαντικού αριθμού ψηφοφόρων – ως επί το πλείστον λαϊκών στρωμάτων – κυρίως από το ΠΑΣΟΚ, αλλά και από συντηρητικές δυνάμεις, προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Μια άλλη συνέπεια που καταγράφηκε τότε, ήταν η ακόμα μεγαλύτερη αυτονόμηση των νέων ψηφοφόρων από τα πολιτικά κόμματα, παρά το γεγονός ότι, στην πλειονότητά τους είχαν Αριστερό προσανατολισμό.
Μετά το 2015 και την διπλή εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, ξεκίνησε δειλά-δειλά μια νέα διαδικασία επανασυγκρότησης της κομματικής σφαίρας. Οι δυο βασικοί πρωταγωνιστές που ξεχωρίζουν στο πεδίο των πολιτικών δυνάμεων, είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ. Εδώ βέβαια τίθεται ένας προβληματισμός, σε σχέση με τους προσανατολισμούς, αλλά και την ανθεκτικότητα παλαιών και νέων κομματικών σχηματισμών, που θα πλαισιώνουν τους δύο κεντρικούς πόλους. Γιατί υπάρχουν τέτοιοι σχηματισμοί στα δεξιά της ΝΔ και στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ το ΚΙΝΑΛ εκπροσωπεί πλέον τον κεντρώο χώρο.
Το ερώτημα που τίθεται είναι, «αν το κομματικό πεδίο θα μετεξελιχθεί σε πολυκομματικό – με την συμμετοχή και μικρότερων κομμάτων στην άσκηση της εξουσίας – ή αν θα παραμείνει δικομματικό, όπως δηλαδή ήταν μέχρι το 2009;». Προς το παρόν πάντως διαφαίνεται η επικράτηση ενός συστήματος δυόμισι κομμάτων. Το πώς θα διαμορφωθεί από τώρα και στο εξής το κομματικό τοπίο, έχει να κάνει και με τους συσχετισμούς ανάμεσα στα δυο μεγάλα κόμματα και στην πίεση που αυτά θα ασκήσουν στα όμορα κόμματα.
Οι πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη δείχνουν μια κατεύθυνση πολυκερματισμού των κομμάτων, γεγονός που δεν θα αφήσει ασυγκίνητους και τους Έλληνες ψηφοφόρους.
Το 2019 ο ΣΥΡΙΖΑ επιδίωξε την επιστροφή του στον πρότερο εκλογικό κύκλο, αλλά το εγχείρημα απέτυχε, παρά το υψηλό εκλογικό του ποσοστό. Το ίδιο θα επιχειρήσει και η ΝΔ. Εκείνη ξεκινάει με καλύτερες προϋποθέσεις, αφού στις τελευταίες εκλογές πλησίασε το 40%. Η εκλογική νίκη της ΝΔ ξεπέρασε κάθε προσδοκία, αφού κατάφερε να υποστηριχτεί ταυτόχρονα από ένα λαϊκό και ένα αστικό ακροατήριο, με δυο μόνο στόχους που έθεσε προεκλογικά. Έναν εθνικιστικό για τα λαϊκά στρώματα – κυρίως της Βόρειας Ελλάδας – και έναν φιλελεύθερο για το αστικό της ακροατήριο. Η ακρίβεια όμως και η οικονομική κρίση που ακολούθησαν, προκάλεσαν σίγουρα «ρωγμές» στο πρώτο ακροατήριο.
Η εργαλειοποίηση του κράτους και τα μεγάλα σκάνδαλα με τις υποκλοπές και τις παρακολουθήσεις, που ευτελίζουν κάθε έννοια κράτους δικαίου, αλλά και η μεγάλη τραγωδία στα Τέμπη που διέλυσε κάθε ψευδαίσθηση ασφάλειας για τους πολίτες, θα ανεβάσουν λογικά τον δείκτη δυσπιστίας των αστικών κυρίως στρωμάτων, απέναντι σε έναν πρωθυπουργό που δεν αποδείχθηκε τελικά και τόσο… φιλελεύθερος!
Το ερώτημα τώρα είναι: «Θα τα καταφέρει άραγε ο Μητσοτάκης ο νεότερος να καταρρίψει την κακιά παράδοση της οικογένειας, κερδίζοντας και δεύτερη τετραετία;».
Δεν είναι λίγοι πάντως εκείνοι που σκέφτονται να δώσουν μια δεύτερη ευκαιρία στο κυβερνών κόμμα, επικαλούμενοι λόγους συνήθειας ή παράδοσης ή ακόμα και την πανδημία, αφού αυτό καθεαυτό το κυβερνητικό έργο είναι δύσκολα υπερασπίσιμο.
Είναι όμως ακόμα περισσότεροι εκείνοι που πιστεύουν ότι, αν έχεις όλες τις τηλεοράσεις στα χέρια σου, όλες τις εφημερίδες στα πόδια σου και όλα τα τηλέφωνα στα αυτιά σου, δύσκολα τις χάνεις τις εκλογές! Οψόμεθα…
Στις 21 Μαΐου δεν θα κριθεί μόνο ποιο κόμμα ή ποια κόμματα θα κυβερνήσουν τη χώρα. Θα κριθούμε κι όλοι εμείς για τις επιλογές μας.
Γιατί, και στις εκλογές υπάρχει ατομική ευθύνη. Μέγιστη ατομική ευθύνη! Θα κριθούμε για το πώς θέλουμε να ζήσουμε, για την πολιτική μας ευφυΐα, για το ήθος μας, και εν τέλει για την αξιοπρέπειά μας.
https://moschonas.wordpress.com