Ο άνθρωπος με τις έμφυτες ψυχικές του δυνάμεις, κοινωνικότητα ελευθερία και δημιουργικότητα θέλει να συζεί με τους άλλους και να μοιράζεται μ’ αυτούς χαρές και λύπες. Θέλει να συνομιλεί να συνεργάζεται, να συνεορτάζει, να συμπάσχει, να συναποφασίζει και να συμπορεύεται. Αυτές οι ανθρώπινες ανάγκες δημιουργούν κοινωνίες μικρές ή μεγάλες, που έχουν ανάγκη, αρχών και κανόνων για ομαλή κοινωνική συμβίωση.

Στις πνευματικές τους ανάγκες υπεύθυνοι είναι οι εκκλησιαστικοί λειτουργοί. Στις υλικές οικονομικές και κοινωνικές οι πολιτικοί ηγέτες. Οι επίσκοποι είναι φορείς ενότητας της Εκκλησίας. Είναι οι διάδοχοι των Αποστόλων. Σ’ αυτούς ανέθεσε ο Χριστός τη συνέχιση του έργου Του, με τη σύστασή “Ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων (ιω. ιο11).

Τους έδωσε την ευλογία και δικαιοδοσία να συγχωρούν αμαρτίες για τη σωτηρία των ανθρώπων. “Αν τινών αφήτε τας αμαρτίας αφίενται αυτοίς”. Αν τινών κρατήτε κεκράτηνται (Ιω. 20,23). Τους συνέστησε να μην μιμούνται τους κοσμικούς άρχοντες γιατί τότε η ιεροσύνη τους γίνεται εξουσία.

Η ιεροσύνη είναι σταυρική και μυστηριακή αγάπη και θυσία, με την έμπνευση του Αγίου Πνεύματος, για τους συνανθρώπους. Αυτές είναι οι αρχιερατικές Αρχές. Αυτοί που θέλουν να γίνουν μεγάλοι μεταξύ σας, είπε ο Χριστός, ας γίνουν υπηρέτες σας κι αυτοί που θέλουν να γίνουν πρώτοι από σας οφείλουν να γίνουν δούλοι όλων σας (Μαρ. 10, 43-44).

Επίσκοποι, πρεσβύτεροι, διάκονοι και πιστοί αποτελούν το σώμα της Εκκλησίας με κεφαλή το Χριστό κι είναι όλοι ισότιμοι. Κύρια αποστολή Εκκλησίας και Πολιτείας είναι να υπηρετούν την κοινωνία κι όχι να την εξουσιάζουν. Ανώτατη Αρχή Εκκλησίας και Πολιτείας είναι ο λαός.

Οι εκκλησιαστικοί και πολιτικοί ηγέτες είναι εντολοδόχοι του λαού. Υπηρέτες του λαού. Ο κυρίαρχος λαός απορρίπτει ακόμη και αποφάσεις οικουμενικών συνόδων. Είναι λάθος των κληρικών, επισκόπων,  πρεσβυτέρων και διακόνων να παρουσιάζονται τιμητές και σωτήρες της Εκκλησίας καταπιέζοντας ανθρώπους που κλήθηκαν να υπηρετήσουν. Θέμα εξουσίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υπάρχει.

Η ζωή μας έχει νόημα κι αξία όταν μπορούσε να θυσιαζόμαστε για την αποστολή μας. Ο επίσκοπος κι οι πρεσβύτεροι και διάκονοι μαθαίνουν το ποίμνιο να στέκεται όρθιο και να σηκώνεται όταν πέφτει κι ας είναι γεμάτο πληγές. Το μαθαίνουν να δοξολογεί το Θεό και να τον ανακαλύπτει στα πρόσωπα των συνανθρώπων.

Το μαθαίνουν να αγκαλιάζει μ’ επιείκεια αυτούς που το κατακρίνουν και να μην παρουσιάζει το Θεό της αγάπης, μπαμπούλα. Μαθαίνουν το ποίμνιο να ενεργεί όπως συνιστούσε ο Ι. Χρυσόστομος: “Εάν θέλετε να τιμήσετε το Χριστό, τιμήστε τον στα πρόσωπα των φτωχών και πεινασμένων. Η προσφορά σε μετάξι και πολύτιμους λίθους στο ναό δεν ωφελεί εάν  αφήνετε έξω το Χριστό να υποφέρει από το ψύχος, τη γυμνότητα και την πείνα”.

Τα βασικά προσόντα των επισκόπων, πρεσβυτέρων και διακόνων είναι: Η αγιότητα και φλογισμένη αγάπη που θ’ αναζητά το πληγωμένο πρόσωπο. Ζωή μ’ έργα κι όχι με λόγια (αυτό αφορά όλους τους πιστούς). Όχι αφθονία υλικών αγαθών κι αγάπη μέχρι θυσίας για τους συνανθρώπους, ιδιαίτερα στους κακούς. Το λειτούργημα των κληρικών δεν είναι επάγγελμα, ούτε μετριέται με τις ώρες, ούτε αμείβεται με χρήματα αλλά με τη χαρά των ανθρώπων και την ευλογία του Θεού.

Η Εκκλησία σέβεται την πολιτική εξουσία και προσεύχεται για τους πολιτικούς αρχηγούς. Απαιτεί δε από το λαό ειλικρινή απόδοση των φόρων. Ο Απ. Παύλος δέχεται την πολιτική εξουσία, διακονία του λαού και τους πολιτικούς λειτουργούς του Θεού που αγωνίζονται για την κοινωνική δικαιοσύνη.

Αυτό δεν αφορά τους δικτάτορες κι εχθρούς της δημοκρατίας. Η κάθε εξουσία προέρχεται από το Θεό κι ο κάθε άνθρωπος πρέπει να υποτάσσεται στους άρχοντες που ασκούν εξουσία (Ρωμ. 13,1). Εκείνος που απειθεί στην εξουσία εναντιώνεται στο θέλημα του Θεού (Ρωμ. 13,2).

Ο πολιτικός ηγέτης είναι υπηρέτης του Θεού για τη δική σου προστασία και το καλό των πολιτών. “Θεού γαρ διάκονος εστί σοι εις το αγαθόν (Ρωμ. 13,4). Γι’ αυτό είναι ανάγκη να υποτάσσεται όχι μόνο για το φόβο της τιμωρίας αλλά γιατί η συνείδηση επιβάλλει δίκαιη την υποταγή αυτή. (Ρωμ. 13,5).

Υπάρχουν πολιτικοί που νιώθουν πως έχουν  αποστολή να εκτελέσουν το καθήκον τους αντί οποιασδήποτε θυσίας και δυσκολίας. Σήμερα δεν υπάρχουν πολιτικοί μεγάλης εμβέλειας γιατί ο τρόπος που ζούμε κυριαρχεί και απο μικρά πράγματα. Οι συζητήσεις, διαφημίσεις και πολυλογίες δεν βοηθούν να κοιτάζομε μακριά. Ο Άγγλος ιστορικός Καρλάιλ έλεγε: Οι κοινωνίες να οδηγούνται από ικανά πρόσωπα.

Οι ικανοί επηρεάζουν βαθιά τις τύχες των πολλών. Τους χαρακτηρίζει  η διορατικότητα κι η ειλικρίνεια. Η πολιτική έλεγε δεν ασκείται με ψευδολογίες γιατί αυτές φέρνουν την πολιτική στα μέτρα στενών ψυχών κι εγκεφάλων. Οι επιφανείς πολιτικοί έχουν διορατικότητα, βλέπουν μακριά και πίσω από τα φαινόμενα. Έχουν ένστικτο και σκέψη, Αυτό το βλέπομε σ’ αυτούς που άλλαξαν το χάρτη του κόσμου χωρίς επιδρομές.

Ο Γκαίτε έμεινε έκπληκτος με τον άσημο αξιωματικό Ναπολέοντα που έγινε αυτοκράτορας της Γαλλίας. Είχε μεγάλη εγκράτεια κι ασκητισμό. Όλοι οι επιφανείς πριν από κρίσιμες ενέργειες αποσύρονται στα ιδιαίτερά τους και προσεύχονται. Ίσως ακούνε φωνές με τις προσευχές προερχόμενες από κάποια αρχή που πιστεύουν και λατρεύουν μυστικά.

Για να κρατήσουν τα ηνία του κόσμου έπρεπε να γονατίσουν και να προσευχηθούν σε κάτι ανώτερο. Ο σύγχρονος ηγέτης καλό είναι να ‘χει περάσει από κλασική παιδεία. Οι κλασικές επιστήμες παρέχουν στον ηγέτη σοφία και φαντασία για να μπορεί να συντονίζει το παρόν και το μέλλον. Για να διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στο κοινωνικό σύνολο και να υπερασπίζεται την προκοπή του λαού του. Ο άξιος ηγέτης φροντίζει τη συμπεριφορά του να ‘χει ποιότητα και ηθική αξία.

Να γνωρίζει πως δεν είναι αλάθητος ούτε ημίθεος για να καταλήγει σε σωστά συμπεράσματα στα διάφορα προβλήματα. Να επιλύει κρίσεις και να οδηγεί το λαό σε ασφαλή λιμάνια. Να επιβάλλει τις αποφάσεις και πράξεις του όχι με λόγια αλλά με το παράδειγμά του. Να συνειδητοποιεί τις δυνατότητες του λαού και τις δικές του. Βασικά προσόντα των πολιτικών αρχηγών είναι η διπλωματία και φιλοπατρία.

Αυτούς τους ηγέτες ο Πλάτωνας ονόμαζε: “άνδρες βασιλικούς άξιους να βασιλεύουν”. Οι άξιοι ηγέτες έχουν θάρρος, ρεαλισμό, επιμονή, έμπνευση και δεν διστάζουν. Επιλέγουν ικανούς κι αφοσιωμένους συνεργάτες για να κυβερνούν  αποτελεσματικά. Όταν μια διακυβέρνηση είναι σε βάρος του λαού κι ο λαός υποφέρει, η Εκκλησία πρέπει να επεμβαίνει. Αν αδρανήσει έχει τεθεί μόνη της στο περιθώριο.

Το μοντέλο συναλληλίας και συνύπαρξης Εκκλησίας και Πολιτείας δεν ταυτίζεται μ’ αυτές τις ενέργειες αλλά εδραιώνεται.