Η Ευρώπη, με όλα τα αδύνατα σημεία της, έχει πετύχει, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κάτι εξαιρετικό, που την διαφοροποιεί, μαζί με τις ΗΠΑ και τον Καναδά, από πολλά σύγχρονα κράτη. Αναφέρομαι στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, ένα πολίτευμα όπου η εναλλαγή στην εξουσία γίνεται με τη θέληση του λαού, χωρίς βία και αιματοχυσία.

Στο πλαίσιο αυτού του πολιτεύματος (με όλες τις επιμέρους αποχρώσεις του) λειτουργούν οι κοινωνίες των ευρωπαϊκών κρατών, κοινωνίες ανοιχτές, δηλαδή κοινωνίες, οι οποίες, κατά τον Καρλ Πόππερ, έχουν τα κάτωθι χαρακτηριστικά (τα συμπυκνώνω):

α)Οι θεσμοί τους δεν έχουν θεϊκή ή μυθική προέλευση, αλλά αποτελούν ανθρώπινα δημιουργήματα‧

β) υπάρχει η δυνατότητα ορθολογικής κριτικής, η οποία δεν βλάπτει τα άτομα-φορείς των ιδεών αλλά μόνο τις ιδέες τους‧

γ) ο άκριτος δογματισμός δεν είναι συμβατός μ’  αυτές‧

δ)αντιτίθενται σε κάθε αιτιοκρατική θεώρηση της ιστορίας και κάθε ολοκληρωτικό πολιτικό σχεδιασμό που μπορεί να θεμελιωθεί πάνω σ’  αυτή τη θεώρηση, είναι δηλαδή αντίθετες σε κάθε ολοκληρωτικό μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης‧

ε) στο πλαίσιο αυτού του ανοιχτού κοινωνικού μοντέλου κατοχυρώνεται η ελεύθερη διακίνηση ιδεών, επιστημονικών θεωριών και προσώπων και

στ) τα προβλήματα που ανακύπτουν επιλύονται «με προσφυγή στο λόγο, δηλαδή στη σαφή σκέψη και στην εμπειρία μάλλον, παρά στις συγκινήσεις και στα πάθη» (δες το βιβλίο του Κ. Πόππερ, Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της, τόμ. 2, κεφ. 24, σ. 332).

Τελικά, όλο το νόημα της ανοιχτής κοινωνίας συμπυκνώνεται στην εξής φράση, έναν όρο πρακτικής στάσης ή συμπεριφοράς, που αποτελεί και βασική αρχή του ορθολογισμού: «Ίσως εγώ να έχω λάθος, κι εσύ το ίδιο και ίσως με μια κοινή προσπάθεια να μπορέσουμε να προσεγγίσουμε περισσότερο την αλήθεια» (Καρλ Πόππερ, ό.π.).

Προχωρώντας παραγωγικά, μπορούμε από τα παραπάνω να συμπεράνουμε ότι οι πολίτες αυτών των κοινωνιών είναι, εξ ανάγκης θα έλεγα, ελεύθερα όντα, δηλαδή πρόσωπα που έχουν το δικαίωμα της άσκησης κριτικής στην εξουσία και σε όλους τους θεσμούς και ότι δεν διώκονται ούτε για την κριτική που ασκούν ούτε για τις ιδέες τους.

Ωστόσο, ακριβώς αυτή η ελευθερία της κριτικής καθιστά τους πολίτες εξ ορισμού υπεύθυνους. Διότι δεν υπάρχει προσωπική ελευθερία χωρίς προσωπική ευθύνη, όπως και, ουσιαστικά, δεν μπορούμε να ζητήσουμε προσωπικές ευθύνες από ανθρώπους ανελεύθερους, ανθρώπους δηλαδή υποταγμένους στον αφέντη ή στη φυλή ή στο κράτος, όπου οι ευθύνες είναι ομαδικές.

Η ελευθερία είναι προνόμιο υπεύθυνων ανθρώπων, ενώ η ευθύνη είναι, αντίστοιχα, καθήκον τους. Στις ανοιχτές, δηλαδή στις ελεύθερες, κοινωνίες οι πολίτες είναι ανοιχτοί και ελεύθεροι να δεχτούν νέες ιδέες, διαλέγονται διαρκώς με την πραγματικότητα, προβληματίζονται και, έχοντας ως βάση τον ορθό λόγο, ως χειραφετημένα άτομα αναζητούν την αλήθεια.

Σε τέτοιες ανοιχτές κοινωνίες κανείς πολίτης δεν διώκεται- πολλώ μάλλον δεν εξοντώνεται βιολογικά- για τις ιδέες του. Κατά τον Πόππερ, η εκκίνηση όλων (πρέπει να) γίνεται από το ότι κάθε γνώση και κάθε άποψη είναι αληθινή όταν υπόκειται στην αρχή της διαψευσιμότητας: όχι μόνο δηλαδή όταν επαληθεύεται, αλλά και όταν μπορεί να διαψευστεί ( Όταν αυτό δεν συμβαίνει, τότε βρισκόμαστε στην περιοχή της ψευδοεπιστήμης και της ψευδούς γνώσεως.).

Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι όλοι πρέπει να είμαστε έτοιμοι να αποδεχτούμε πως ίσως κάνουμε λάθος, πως κάπου σφάλλουμε. Αν αυτό γίνει αποδεκτό, τότε δεν μένει παρά να διαλεχθούμε και με βάση την ορθολογική κριτική να προσεγγίσουμε την αλήθεια. Ίσως εδώ έχει τη θέση της η σωκρατική ρηση:  «Έν οίδα ότι ουδέν οίδα».

Αυτά για τις ανοιχτές κοινωνίες δυτικού τύπου, στις οποίες έφτασαν οι Ευρωπαίοι ύστερα από αγώνες και πολύνεκρους πολέμους. Ωστόσο, οι κοινωνίες αυτές είχαν και εξακολουθούν να έχουν και σήμερα πολλούς εχθρούς που τις πολεμούν και τις αντιμάχονται.

Στην αρχαιότητα το σπαρτιατικό πολίτευμα και η ουτοπική πλατωνική Πολιτεία, οι μεσαιωνικές ελέω Θεού βασιλείες, ο ανατολικού τύπου δεσποτισμός, ο φασισμός, ο ναζισμός αλλά και ο κομμουνισμός, είναι μερικά τρανταχτά παραδείγματα ολοκληρωτικών καθεστώτων. Τα καθεστώτα αυτά δημιούργησαν κοινωνίες κλειστές, δηλαδή κοινωνίες χωρίς ελευθερία, χωρίς δυνατότητα άσκησης κριτικής‧ κοινωνίες όπου ο ηγέτης ή το κράτος ή το κόμμα ή η θρησκεία, έχοντας επενδυθεί με μυθικές-μεταφυσικές ιδιότητες, ήταν και είναι το σημείο αναφοράς κάθε επιλογής ή δράσης των ανθρώπων.

Στις περιπτώσεις αυτές, οι κοινωνίες και τα κράτη βαδίζουν μια προδιαγεγραμμένη, ντετερμινιστικά προκαθορισμένη πορεία, αφού οι ηγεσίες τους δεν μπορούν να αμφισβητηθούν είτε από φόβο είτε γιατί πιστεύεται ότι είναι προικισμένες με εξαιρετικές (σχεδόν θεϊκές) ικανότητες.

Οι άνθρωποι, προφανώς, σ’ αυτές τις κοινωνίες δεν μπορούν να ονομάζονται πολίτες, επειδή δεν λαμβάνουν μέρος στην πολιτική ζωή:  δεν εκλέγουν, δεν κριτικάρουν, δεν επιλέγουν, δεν ελέγχουν την εξουσία, δεν έχουν το δικαίωμα του ελευθέρως σκέπτεσθαι. Κι αφού ο λόγος (η λογική σκέψη) νεκρώνεται, ό, τι τους μένει είναι το συναίσθημα και το πάθος.

Χωρίς έλλογη σκέψη, με κίνητρο το πάθος και το θυμικό και με άκριτη αποδοχή όσων τους επιβάλλει το ολοκληρωτικό κράτος, το κόμμα, ο ηγέτης ή η θρησκεία, οι άνθρωποι μεταβάλλονται σε οπαδούς, δηλαδή σε όχλο, ακόμη κι όταν δρουν μόνοι τους, επειδή ο ένας είναι όχι αυτόνομο πρόσωπο αλλά κομμάτι μιας ομάδας, ενός συνόλου που τα μέλη του έχουν μάθει να δρουν απαράλλακτα και να έχουν κοινούς φίλους και κοινούς εχθρούς.

Θεωρούν δε τους εαυτούς των ήρωες (και θεωρούνται ως τέτοιοι και από την ομάδα στην οποία ανήκουν), όταν κάνουν πράξεις που πιστεύουν ότι είναι υπέρ της θρησκείας, του κράτους ή του ηγέτη τους, ακόμα κι όταν οι πράξεις αυτές είναι εγκληματικές.

Έτσι, βλέπουμε με πόση ευκολία οι φανατικοί μουσουλμάνοι σκοτώνουν και σκοτώνονται υπέρ της θρησκείας τους (πρόσφατο παράδειγμα ο φόνος του Γάλλου καθηγητή Σαμιέλ Πετί), επειδή δεν μπορούν να αποδεχτούν όσα πρεσβεύουν και έχουν ως αξίες τους οι ανοιχτές κοινωνίες της Δύσης, στις οποίες όλα μπορούν να αμφισβητηθούν, ακόμη και τα ιερά πρόσωπα, από την  ελεύθερη ορθολογική κριτική.

Δεν μπορούν να καταλάβουν και να αποδεχτούν το γεγονός ότι η ελεύθερη σκέψη και η ορθολογική κριτική είναι κομμάτι της κοσμικής δυτικής κουλτούρας και ότι χωρίς αυτήν δημοκρατία δεν υφίσταται. Πάνω από τη λογική τοποθετούν μια φανατική εκδοχή της  θρησκείας τους, θεωρώντας ότι όποιος δεν την σέβεται πρέπει να εξοντώνεται βιολογικά ή ότι όποιος δεν την ακολουθεί είναι άπιστος.

Η δημοκρατία έχει κανόνες και νόμους, έχει ένα νομικό πολιτισμό και θεμελιώνεται σε συγκεκριμένες αξίες, που έχουν ως κέντρο τους το σεβασμό στο ανθρώπινο πρόσωπο. Όλα αυτά πρέπει να γίνονται σεβαστά σε όποιον θέλει να ζει στο πλαίσιό της.

Όποιος νομίζει πως η ελευθερία γι’ αυτόν είναι αβάστακτη, όποιος δεν έχει μάθει να ζει ως ελεύθερος άνθρωπος, όποιος δεν μπορεί να αποδεχτεί την κριτική (και είναι δύσκολο για κάποιον που είναι φανατικά και τυφλά προσηλωμένος σε μια ιδεολογία, σε έναν ηγέτη ή μια θρησκεία), αυτός πολύ δύσκολα μπορεί να ζήσει στις κοινωνίες της Ευρώπης.

Οι κοινωνίες αυτές, ως ανοιχτές κοινωνίες, δέχονται και σέβονται τους πάντες, αρκεί κι εκείνοι να σέβονται τις αξίες και τους νόμους που τις διέπουν.