Οι δυό αντίπαλες σημαίες. Με την αναμφίβολη συγκίνηση που μεταφέρουν σε όλους εκείνους που έχουν μάθει – από την αρχή της ζωής τους – να τις βλέπουν όχι μόνο σαν έμβλημα αλλά και σαν ταυτότητά τους.
Αντίπαλες, γιατί δεν είναι μια απλή τριχρωμία που τη σχηματίζουν κάθετες ή οριζόντιες λωρίδες, αλλά γιατί έχουν μέσα τους θρησκευτικά σύμβολα. Κι από τότε που υπάρχουν τα σύμβολα αυτά, δημιουργούν σφοδρή αντιπαράθεση και πόλεμο. Ενώ, για παράδειγμα, δεν προκαλούν σφοδρή αντιπαράθεση και πόλεμο ο τροχός του Μαχάτμα Γκάντι μέσα στην ινδική σημαία ή το μπλε άστρο του Δαβίδ μέσα στη σημαία του Ισραήλ.
Οι δυό αντίπαλες σημαίες λοιπόν, όχι μόνο από την ιστορία τους αλλά κι από την εικόνα τους. Η ελληνική και η τουρκική. Αντίθετα με την δυσανάλογη Ιστορία των λαών τους, οι σημαίες τους έχουν άλλη χρονική διάρκεια.
Η ελληνική έχει ζωή διακοσίων χρόνων, η τουρκική κάποιους αιώνες περισσότερους. Ας μη ξεχνιόμαστε, μιλάμε μόνο για σημαίες. Δεν μιλάμε για δυό λαούς αλλοτινούς – δυό λαούς που αλληλοκυνηγήθηκαν. Ή για δυό λαούς τωρινούς – δυό λαούς που σήμερα είναι σαν σημαδεμένη και ανακατεμένη τράπουλα. Κι αυτό βγαίνει λανθασμένα στην αντίληψή μας ως παράξενο, επειδή νομίζουμε πως δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε τον λαό από τη σημαία του. Κι όμως. Κι όμως…
Κι όμως συμβαίνει να μην έχουμε καμιά σχέση ούτε εμείς με τη δικιά μας σημαία, αλλά ούτε και οι Τούρκοι με τη δικιά τους! Μπορεί στο μεταξύ να έχει χυθεί πολύ αίμα κι από τις δυό πλευρές – αντικρίζοντας ή έχοντας στο πλάι τους οι αντίπαλοι λαοί μας τις σημαίες τους, αλλά στην αρχή, στην καθιέρωσή τους, τα πράγματα ξεκίνησαν μπερδεμένα από την ίδια την Ιστορία, που το κατέγραψε σαν γεγονός. Κι αυτό, σαν γεγονός, είναι αληθινό είτε αναφερόμαστε στην ελληνική σημαία είτε αναφερόμαστε στην τουρκική.
Και για να μη μιλάμε με γρίφους όπως τα λέμε μέχρι τώρα, ας μιλήσουμε με ξεκάθαρες ιστορικές λέξεις – σαν να ξεδιπλώνονται αυτές οι δυό σημαίες, πριν τις βάλουν να πλαταγίσουν στον αέρα.Ξεκινώντας από την ελληνική σημαία, να θυμίσουμε πρώτα τα λόγια του ποιητή των Ελλήνων Διονυσίου Σολωμού «Το έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό».
Ένας καθηγητής Κοινωνιολογίας αλλά και νομικός, ο Ηλίας Φιλιππίδης, είχε πει πριν δυό χρόνια – στα διακόσια χρόνια της επετείου της Εθνικής μας Παλιγγενεσίας – για την Αλήθεια και για την εθνική μας παρακμή:
«Δυστυχώς ο απολογισμός της συνολικής ποιοτικής λειτουργίας του Ελλαδικού κράτους είναι αρνητικός. Τα φωτεινά διαλείμματα και τα επιτεύγματά μας δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν την σημερινή γενική μας παρακμή. Το συμπέρασμα είναι ότι είμαστε ανίκανοι να αυτοδιοικηθούμε. Αποτύχαμε να δημιουργήσουμε ένα αυτοδύναμο και σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος, παρά τα αναμφισβήτητα προσόντα μας.
Αν αναζητείτε μία κεντρική αιτία της ιστορικής μας αποτυχίας, μπορώ ως κοινωνιολόγος να την αποδώσω στην προβληματική μας σχέση με την αξία της Αλήθειας. Ως λαός, έχουμε μόνιμο πρόβλημα έγκαιρης αντίληψης και επίγνωσης, καθώς και προγραμματισμού, σαν πρόσληψη – αλλά και σαν επιλογή της μελλοντικής πραγματικότητας».
Σκληρά λόγια, αλλά δυστυχώς έτσι μιλάει πάντα η Αλήθεια. Και ανέφερα την Αλήθεια με τον Σολωμό και με τον Φιλιππίδη όχι για να οδηγηθούμε εδώ σε ατραπούς αυτοκριτικής, αλλά για να μάθουμε για τη σημαία μας.
Για ν’ αρχίσουμε με την Ελληνική Επανάσταση, στην πρώτη χρονιά του 1821 είχαμε πλήθος από διαφορετικές σημαίες. Αυτό ήταν αναμενόμενο, αφού δεν υπήρχε κεντρική διοίκηση. Όμως το σύμβολο του σταυρού σπάνια έλειπε στις διάφορες αυτές σημαίες.
Την παλιά γνωστή μας ελληνική σημαία της ξηράς, αυτήν δηλαδή που της καθιέρωσε τον τύπο και τα χρώματα (κυανό και λευκό) η Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου τον Ιανουάριο του 1822, την ακολούθησαν στις 15 Μαρτίου του ίδιου χρόνου (με το Διάταγμα 540) και δυο σημαίες της θάλασσας, μια για το πολεμικό ναυτικό και μια για το εμπορικό ναυτικό. Οι σημαίες της θάλασσας είχαν την ίδια μορφή που διαθέτει η σημερινή μας σημαία.
Με τη μόνη διαφορά, την αντιστροφή των χρωμάτων (κυανό αντί λευκού) στη θέση του σταυρού στη σημαία του εμπορικού ναυτικού. Όμως το 1828 η σημαία των εμπορικών εξομοιώθηκε μ’ εκείνη των πολεμικών πλοίων, όταν αναγνωρίστηκε ότι τα εμπορικά πλοία είχαν λάβει μέρος στον Αγώνα ως πολεμικά.
Η σημαία της ξηράς, όπως είπαμε, είχε σχήμα τετράγωνο κυανό και έφερε έναν λευκό σταυρό, που κάλυπτε όλη της την επιφάνεια. Έλα όμως που την ίδια ακριβώς σημαία χρησιμοποιούσε το Γαλλικό Ναυτικό από το 1638 έως το 1790! Η σημαία αυτή με τα τέσσερα fleurs-de-lys κυματίζει ακόμα και σήμερα στο γαλλόφωνο Κεμπέκ του Καναδά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κυματίζει για την Ελλάδα!Όσον αφορά όμως στη δικιά μας σημερινή σημαία με το καντόνιο επάνω δεξιά και με τις ρίγες στο πλάι, η μοναδική προγενέστερη ομοιότητα βρίσκεται στην παλιά σημαία της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών (της Ινδίας δηλαδή, αφού Δυτικές Ινδίες λέγανε τότε την Αμερική – και Ινδιάνους τους κατοίκους της), μιας εμπορικής επιχείρησης Αγγλικών συμφερόντων που από το 1630 έως το 1711, που είχε στο καντόνιο επάνω δεξιά τον σταυρό του Αγίου Γεωργίου και στο πλάι κόκκινες και άσπρες ρίγες, στην αρχή εννιά και μετά δεκατρείς.
Τον αριθμό των εννιά τον έχει και η σημαία μας, που ευφάνταστα μυαλά τον έβαλαν να ταυτίζεται με τα εννιά γράμματα της λέξης «ελευθερία» ή με τις εννιά συλλαβές της ιστορικής φράσης των Ελλήνων του 21 «Ελευθερία ή Θάνατος». Μπορεί να ισχύει αυτό, μπορεί και όχι. Πάντως, έχουν τεθεί ερωτήματα εάν από εκείνη τη σημαία έχουν προέλθει η αμερικάνικη και η ελληνική.
Τελειώνοντας με την αναφορά μου στην ελληνική σημαία, θέλω να πω ότι οι ξενόφερτοι βασιλιάδες δεν τη σεβάστηκαν και την έκαναν «δική τους» – βάζοντας μέσα της ο Όθων τον βαυαρικό θυρεό και οι Γλύξμπουργκ Γεώργιος Α΄και Κωνσταντίνος Α΄το στέμμα. Η σημαία μας απαλλάχτηκε από όλα αυτά, στη μεταπολίτευση του 1924. Και πριν κλείσω με την γαλανόλευκη, θα βάλω και μια ένσταση:
Είμαστε το μόνο χριστιανικό κράτος στον κόσμο που βάζει επάνω στο κοντάρι της σημαίας του τον σταυρό. Τί χρειάζεται εκεί πάνω ο σταυρός, όταν τον περιέχει η σημαία μας;
Μολονότι η Ελλάδα έχει για θέμα του εθνικού της ύμνου την Ελευθερία της, η Τουρκία έχει τη Σημαία της για θέμα του δικού της εθνικού ύμνου! Κι ενώ εμείς αναρωτιόμαστε αν η σημαία μας είναι – σαν προέλευση ή σαν έμπνευση – της ξηράς γαλλική και αγγλική της θάλασσας, η τουρκική σημαία είναι ελληνική! Κι αυτό το λένε όλοι, πέρα από κάθε αμφιβολία.
Παρασυρόμαστε από το μισοφέγγαρο, που θυμίζει το κατ’ εξοχήν σύμβολο του Ισλάμ. Και ξεχνάμε το αστέρι. Μισοφέγγαρο. Ο όρος μισοφέγγαρο ή ημισέληνος στα αρχαία ελληνικά είναι λανθασμένος, αφού το σύμβολο δεν απεικονίζει «μισό» φεγγάρι, αλλά το ένα τέταρτό του. Θα μπορούσαμε να το λέμε, αν μας κάνανε σωστά στο σχολείο το μάθημα των Αρχαίων, «αμφίκυρτος σελήνη».
Επειδή όμως έχει καθιερωθεί, έστω και λανθασμένα, «μισοφέγγαρο», θα το λέμε έτσι κι εμείς. Στα τουρκικά το ονομάζουν, ακόμα πιο λάθος, «φεγγάρι-άστρο» (ay yıldız), που είναι δυό λέξεις που περιγράφουν αυτό που βλέπουνε, παρά ότι είναι ένα άστρο το φεγγάρι.
Πώς συμβαίνει αυτό το τρελό και το παράλογο; Θα το εξηγήσουμε, αφού όμως πρώτα αναφερθούμε στον εθνικό ύμνο των Τούρκων που απευθύνεται στη σημαία τους. Λέγεται «Εμβατήριο της Ανεξαρτησίας» (Ιστικλάλ Μαρσή) και οι δυό πρώτες στροφές του υιοθετήθηκαν επίσημα σαν εθνικός τους ύμνος στις 12 Μαρτίου 1921. Ναι, τότε που ο Ατατούρκ ετοιμαζόταν για την αντεπίθεσή του στη Μικρασιατική Εκστρατεία των Ελλήνων. Οι στίχοι γράφτηκαν από τον ποιητή Μεχμέτ Ακίφ Ερσόι.Αν δεν παρεμβάλλονταν με τις μέρες τους οι ήρωες του Εικοσιένα, θα μιλάγαμε και θα καταλαβαίναμε στις δικές μας μέρες τα λόγια στα τούρκικα: «Κόρκμα! Σο̇νμέζ π̇ου σ̇αφακλαρτ̇ά γιο̇υζέν αλ σαντ̇ζάκ, | Σο̇́νμετ̇εν γιουρτ̇ουμούν ο̇υστο̇υντ̇έ το̇υτέν εν σον οτ̇ζάκ. | Ο π̇ενίμ μιλλετιμίν γιηλτ̇ηζήτ̇ηρ, παρλαγιατ̇ζάκ; | Ο π̇ενίμτ̇ιρ, ο π̇ενίμ μιλλετιμίντ̇ιρ αντ̇ζάκ. | Τζάτμα, κουρπ̇άν ολαγιήμ, τζεχρενί εϊ ναζλή χιλάλ! | Καχραμάν ηρκήμα π̇ιρ γο̇υλ; νε π̇ου σ̇ιτ̇τ̇έτ, π̇ου τ̇ζελάλ; | Σανά ολμάζ τ̇ο̇κο̇υλέν κανλαρημήζ σόνρα χελάλ…| Χακκήτ̇ηρ, Χακκά ταπάν μιλλετιμίν ιστικλάλ».
Δείτε τώρα τον ύμνο τους στα κατανοητά ελληνικά: «Ποτέ μη φοβάσαι! Γιατί η κόκκινη σημαία που περήφανα κυματίζει κάθε χάραμα | δεν θα ξεθωριάσει ποτέ, πριν καεί η τελευταία φλόγα που φουντώνει μες στο έθνος μου. | Γιατί είναι το Αστέρι του έθνους μου και θα λάμπει για πάντα. | Είναι δικό μου κι ανήκει μονάχα στο γενναίο έθνος μου. | Μη σκυθρωπιάζεις, ω σεμνή ημισέληνε, αλλά χαμογέλα απέναντι στην ηρωική γενιά μου! | Προς τί ο θυμός κι η οργή;
Αλλιώς το αίμα μας, που χύσαμε για σένα, δεν θ’ αξίζει. | Γιατί η ελευθερία είναι το απόλυτο δικαίωμα του θεοσεβούμενου έθνους μου».
Εδώ σταματάει ο τουρκικός εθνικός ύμνος. Όχι όμως και οι στίχοι του ποιητή τους, που ξεσπάν εναντίον μας: « Και σκέψου πώς μπορεί να αφανιστεί αυτή η φλογερή πίστη | απ’ αυτό το ρημαγμένο και ξεδοντιασμένο τέρας που λέγεται «πολιτισμός». | Φίλε μου! Μην αφήσεις την πατρίδα μου στα χέρια αχρείων ανθρώπων! | Βάλε το στήθος σου ασπίδα και το σώμα σου χαράκωμα! | Σταμάτα αυτή την επαίσχυντη εφόρμηση!»
Κραυγές μίσους πριν από εκατό χρόνια που οδήγησαν αντί στην απελευθέρωση των Μικρασιατών στον αδυσώπητο ξεριζωμό τους. Καμιά σχέση με την πρόσφατη λυτρωτική παρουσία των Ελλήνων διάσωσης στα τραγικά μέρη των σεισμών.
Υπάρχει όμως πάντα και ο καιρός που ενώνει τα πάντα. Όχι περιστασιακά, αλλά σε κοινή αναφορά, τότε που δεν υπήρχανε σημαίες. Είναι ο καιρός που χάνονται μέσα στη σκόνη και στην άχλυ του χρόνου – που τα έχουν σκεπάσει με τον δικό τους τρόπο η καθεμία.
Είναι ο καιρός που η Μυθολογία με αλληγορίες προσπαθεί να παρουσιάσει ιστορικά γεγονότα. Σε ηλικία 27 ετών ο Βύζας από τα Μέγαρα, το 658 π.Χ., ιδρύει το Βυζάντιο «απέναντι ακριβώς από την πόλη των τυφλών» όπως του είχε πει το Μαντείο των Δελφών όταν ζήτησε την συμβουλή του.
Στην απέναντι ασιατική ακτή υπήρχε ήδη η Χαλκηδόνα άλλων Μεγαρέων που είχαν προηγηθεί, αλλά δεν είχαν δει στ’ αγνάντια τους ότι η ευρωπαϊκή ακτή ήταν γεμάτη κολπίσκους πλούσιους σε πανίδα. Είχε βρεθεί «η πόλη των τυφλών» και ο Βύζας έκτισε απέναντι.
Οι νέοι άποικοι ονομάστηκαν από το όνομα του αρχηγού τους «Βυζάντιοι» και όχι Βυζαντινοί όπως θα λέγονταν αργότερα κατά τον 19ο Αιώνα, πολύ μετά την άλωση της ελληνορωμαϊκής πλέον πόλης από τους Τούρκους. Οι αρχαίοι Βυζάντιοι λοιπόν, σαν πρωτοπόροι Έλληνες που ήταν τότε, λατρεύαν όπως όλοι οι Έλληνες το φως. Όταν ήρθε η ώρα να κάνουν το νόμισμά τους, θέλησαν να πρωτοτυπήσουν και να μην κάνουν κι αυτοί τον Απόλλωνα με το άρμα του ή τον θεό Ήλιο.
Συλλάβανε την ιδέα να απεικονίσουνε το φως, την ώρα που ξημερώνει: Να σβήνει η Σελήνη, να φαίνεται κι ο Αυγερινός. Έτσι προέκυψε το νόμισμα των Βυζαντίων, που το βρήκαν οι Τούρκοι – και επειδή η εικόνα του τους θύμιζε το μισοφέγγαρο του Ισλάμ, το βάλανε στη σημαία τους. Η αντιγραφή του συμβόλου του Βυζαντίου από τους Οθωμανούς κάνει την τουρκική σημαία μέχρι σήμερα ελληνική.