Το βιβλίο  των κοινωνικών επιστημόνων   Σεργκέι Γκουρίεφ and Ντάνιελ Τράϊσμαν, ‘‘Δημιουργήματα δικτατόρων (ή Στρεψόδικοι δικτάτορες): Το μεταβαλλόμενο πρόσωπο της τυραννίας στον 21ο  αιώνα’’ (Sergei Guriev  and Daniel Treisman, Spin Dictators: The Changing Face of Tyranny in the 21st Century, Princeton University Press, 2022), στο οποίο αναφερθήκαμε ακροθιγώς σε προηγούμενο άρθρο μας (Εφημερίδα Πατρίς, 15 Μαΐου 2023), εστιάζεται περισσότερο στην αντίθεση  μεταξύ παλιού και νέου, κάνοντας διάκριση ανάμεσα στο κλασικό είδος των ‘δικτατόρων φόβου’, και τους ‘στρεψόδικους ή παραπλανητικούς δικτάτορες’, όπως αποκαλείται διεθνώς το σύγχρονο είδος των απολυταρχικών ηγετών.

Η βασική του παρατήρηση είναι ότι η νέα γενιά αυτών των ηγετών, συνήθως εκμεταλλεύεται τα γρανάζια της δημοκρατίας και χρησιμοποιεί πιο διακριτικές μορφές χειραγώγησης για να επεκτείνει την κυριαρχία της. Αντί να ακυρώσουν τις εκλογές, αυτοί απλώς τις νοθεύουν!

Και αντί να θέτουν εκτός νόμου τα αντιπολιτευόμενα μέσα, τα περιθωριοποιούν, όπως θέτοντας  περιορισμούς στο διαδίκτυο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Είναι δογματικοί στο μίσος και στην περιφρόνησή τους για τους φιλελεύθερους θεσμούς της δημοκρατίας, εκτός βεβαίως από εκείνους που τους βοήθησαν να φτάσουν έως την εξουσία!

Οι  νέοι δικτάτορες χρησιμοποιούν έξυπνα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και συνήθως συλλαμβάνουν τους αντιπάλους τους για μη πολιτικά εγκλήματα οδηγώντας τους σε καταδίκες. Όμως οι συγγραφείς του προαναφερθέντος βιβλίου προβάλλουν με εύστοχα επιχειρήματα, ότι οι αυταρχικοί ηγέτες μπορούν να έρθουν στην εξουσία με δημοκρατικά μέσα και να παραμείνουν εκεί για μακρύ χρονικό διάστημα με ανάλογους δαιμόνιους χειρισμούς.

Κάποιοι από αυτούς είναι η λειτουργία του φόβου, ο εκφοβισμός των ιδιωτικών εταιρειών από κυβερνητικές απειλές και η κυνική και κακόβουλη διάβρωση όλων εκείνων που εξακολουθούν να παρουσιάζονται, θεωρούνται και αποκαλούνται, γενικώς, ως ‘πρότυπα’.

Καθώς η παγκοσμιοποίηση και η άνοδος του διαδικτύου καθιστούν δυσκολότερη την άσκηση της απόλυτης εξουσίας, οι δικτάτορες μπορεί να αναπτύξουν κάπως πιο περιορισμένη εξουσία που αφήνει ενδιάμεσα χώρο για ακίνδυνη διαφωνία χωρίς φυσικά να επιτρέπει την ουσιαστική αντιπολίτευση. Το χειρότερο απ’ όλα, βέβαια, είναι ότι ειδικά στη δεκαετία του 1980,  οι περισσότερες χώρες με νέους αυταρχικούς ηγέτες φέρεται να βασάνιζαν πολιτικούς κρατούμενους.

Οι Σεργκέι Γκουρίεφ και Ντάνιελ Τράισμαν, περιγράφουν λεπτομερώς τις κακόβουλες στρατηγικές που χρησιμοποιούν οι δικτάτορες εναντίον των επικριτών τους. Συνηθισμένη τακτική που εφαρμόζουν είναι να τους προσάψουν σεξουαλικά και επιχειρηματικά αδικήματα, κι’ έτσι να  αναγκάσουν την Ιντερπόλ να έρθει, για ένα διάστημα, ως συνεργάτης τους στη στόχευση των εχθρών.

Αλλά τονίζουν, ταυτόχρονα, ότι το να είσαι περιθωριοποιημένος δεν είναι το ίδιο με το να σε δολοφονήσουν, η τυπική τουτέστιν  διέξοδος των δικτατοριών του φόβου.  Έτσι, λένε, όταν νοιώθει κάποιος εκατό ξιφολόγχες με αμβλεία κόψη πάνω στο λαιμό του, είναι προτιμότερο να σιωπά!

Ο Βλαντιμίρ Πούτιν, έχει ιδιαίτερο  και σημαίνοντα ρόλο για όλους  αυτούς που αναφέρουμε. Ακόμα και σήμερα, η λατρεία της προσωπικότητάς του στη Ρωσία διακρίνεται από παλαιότερες, σταλινικές εκφάνσεις.

Ο Πούτιν θεωρείται ενδεικτικό της νέας εποχής, με την ικανότητά του να διεκδικεί εξουσία χωρίς ποτέ να την επικαλείται ευθέως.

Ωστόσο, μέσα σε λίγες μέρες από την εισβολή στην Ουκρανία, η βίαιη καταστολή και η πλήρης λογοκρισία, τα χαρακτηριστικά δηλαδή των δικτατοριών του φόβου, επανήλθαν γρήγορα στο προσκήνιο, με ανθρώπους να συλλαμβάνονται απλώς και μόνο επειδή κρατούσαν λευκά αντικείμενα ως διαμαρτυρία, την ίδια στιγμή που η ρωσική κυβέρνηση πολεμούσε εναντίον αμάχων με τον σκληρότερο τρόπο.

Δύο χρόνια νωρίτερα, ο Πούτιν είχε προσπαθήσει να δολοφονήσει τον κορυφαίο πολιτικό του αντίπαλο, τον Αλεξέι Ναβάλνι, και όταν η συγκεκριμένη προσπάθεια απέτυχε, τον άφησε να μαραζώσει στη φυλακή.

Έχουμε, όπως δείχνουν όλα αυτά τα βιβλία, την ισχυρή  αίσθηση ότι σίγουρα υπάρχει στη διεθνή σκακιέρα ένας νέος τύπος αυταρχισμού, εκείνος που εκμεταλλεύεται την πολιτική των εκλογών, ακόμα κι αν οι παρορμήσεις του ισορροπούν άβολα μεταξύ γνήσιων δικτατορικών και των επώδυνων δημοκρατικών.

Ο Βίκτορ Όρμπαν στην Ουγγαρία, ο Ταγίπ Ερντογάν στην Τουρκία, ο Ούγκο Τσάβες και ο Νικολάς Μαδούρο της Βενεζουέλας, και κάποιοι άλλοι, όλοι φαίνεται να ανήκουν σε μια τάξη η οποία  διαφέρει αισθητά από τους ανελεύθερους ηγέτες του προηγούμενου αιώνα.

Ο  Γκρίλο και ο Μαδούρο και οι υπόλοιποι παραμένουν πάντα εδώ ανάμεσά μας. Είναι οικείοι, εμπιστευτικοί, με εύθυμη  συμπεριφορά και εφ’ όσον μπορούν, είναι πανταχού παρόντες. Έχουν ενστερνισθεί, κατάβαθα, ότι η ‘ταυτόχρονη’ παρουσία τους παντού είναι αποφασιστικής σημασίας  στην σημερινή εποχή  της 24ωρης τηλεόρασης και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Οι λαϊκιστές αυτοί πολιτικοί, εμφανίζονται τυχαία σε κάποιο μέρος και μετά μένουν μπροστά στην κάμερα για ώρες. Αυτό βεβαίως δεν αποτελεί καινούργιο φαινόμενο, αλλά η καταφανής ή υφέρπουσα σχέση μεταξύ της γελοίας συμπεριφοράς και της πολιτικής δεν ήταν ποτέ τόσο έντονη όσο στις μέρες μας. Σε άλλες περιπτώσεις βλέπουμε πολιτικούς να παίζουν βιντεοπαιχνίδια και να δημιουργούν κάποια μικρά βίντεο στο TikTok με αστείους μορφασμούς των χειλέων τους.

Ωστόσο, όλα φαίνεται πως έχουν τον σκοπό τους. Όπως επισημαίνει ο  Ισραηλινός, αλλά γεννημένος στο Μόναχο,  κοινωνικός ανθρωπολόγος, και ομότιμος καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας και Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ, Εμμανουέλ Μαρξ, στο βιβλίο του ‘Κρατική βία στη ναζιστική Γερμανία: Από την Νύχτα των Κρυστάλλων στην Μπαρμπαρόσα’  (State Violence in Nazi Germany: From Kristallnacht to Barbarossa, 2019), η Νύχτα των Κρυστάλλων, τον Νοέμβριο του 1938, συνέπεσε  με την περίοδο καρναβαλιού που  παραδοσιακά γιόρταζαν οι Καθολικοί: «Για τη μάζα των συμμετεχόντων και των παρευρισκομένων, η νύχτα εκείνη  ήταν θορυβώδης και το καρναβάλι ανέστειλε για λίγες ώρες τα συνηθισμένα πρότυπα συμπεριφοράς».

Μέσα από αναλύσεις τριών επεισοδιακών ετών στην ιστορία της ναζιστικής Γερμανίας,  ήτοι το πογκρόμ της Νύχτας των Κρυστάλλων, την εισβολή στην Πολωνία και την αντίστοιχη  στη Σοβιετική Ρωσία, το βιβλίο αυτό διερευνά και σκιαγραφεί την βία των επίσημων κρατών.

Και τα τρία γεγονότα αποτέλεσαν μέρος του ναζιστικού σχεδίου και οδήγησαν σε μαζικές δολοφονίες, με αποτέλεσμα η συστηματική δολοφονία των Εβραίων να γίνει  σημαντικός πολεμικός στόχος, ένα σχέδιο που η Γερμανία θα επιδίωκε μέχρι τέλους να υλοποιήσει, ακόμη και όταν έγινε σαφές ότι η στρατιωτική σύγκρουση δεν μπορούσε πλέον να κερδηθεί.

Βασιζόμενος σε ογκώδη ιστορική και κοινωνιολογική βιβλιογραφία, καθώς και σε ντοκουμέντα και σύγχρονα στοιχεία, ο συγγραφέας παρουσιάζει μια νέα περιγραφή του φαινομένου της ακραίας κρατικής βίας, μια  ειδική κατηγορία κατά την οποία οι ένοπλες δυνάμεις, που διατηρούνται σε κατάσταση ετοιμότητας, χρησιμοποιούνται άσκοπα και υπερβολικά, συχνά με λεπτές προφάσεις, και, σε αντίθεση με την καταναγκαστική βία, μόνο σπάνια με σκοπό τη μεταφορά μηνυμάτων στο κοινό.

Ως  εκ τούτου,  ο συγγραφέας απευθύνεται σε μελετητές της κοινωνιολογίας, της ιστορίας και της ανθρωπολογίας που ασχολούνται με τη μαζική και την κρατική βία. Σε επόμενο κείμενό μας, θα αναφερθούμε στις πιο σύγχρονες μεθόδους πρόβλεψης της ανθρώπινης συμπεριφοράς και ανάλογης αντιμετώπισης,  όπως αυτές δρομολογούνται στις περιβόητες μέρες της τεχνητής νοημοσύνης.

 

* Ο Γιώργος Σχορετσανίτης είναι διευθυντής Χειρουργικής-συγγραφέας