Είναι γεγονός ότι τα κοινωνικά δρώμενα, μαζί με τα ιδεολογικά, φιλοσοφικά και πολιτικά, καθορίζουν τον τρόπο σκέψης και δράσης των πολιτών και, κατ’ επέκταση, των κοινωνιών.

Ήδη οδεύουμε προς τον τρίτο χρόνο της πανδημίας, διεθνώς, με εκατομμύρια θύματα από τον κορωνοϊό, τη μεγαλύτερη επιδημική προσβολή, μετά τη λεγόμενη ισπανική γρίπη του 1918.

Στις “προηγμένες” κοινωνίες, οι πλειοψηφίες, ως επί το πλείστον, προτίμησαν να αποδεχθούν τα πορίσματα της ιατρικής και φαρμακολογίας, για να αντιμετωπίσουν την πανδημία και να εμβολιασθούν.

Υπάρχουν, όμως, όχι απλώς νησίδες, αλλά ισχυρές μειοψηφίες, οι οποίες, φανατικά και ριζοσπαστικά, βίαια, αρνούνται να εμβολιασθούν. Αποτέλεσμα των πολύμορφων κινητοποιήσεών τους είναι, διεθνώς και στη χώρα μας, να υπάρχουν πολλά θύματα ανάμεσα στους ανεμβολίαστους συνανθρώπους.

Το συνονθύλευμα τον ανεμβολίαστων είναι ποικίλο. Ορισμένοι, και είναι κατανοητό, διακατέχονται από τον φόβο των εμβολίων, γενικώς. Και ο φόβος είναι ανθρώπινο συναίσθημα (μερικοί  διακατέχονται από τον φόβο της “λευκής μπλούζας” του γιατρού και τους ανεβαίνει η αρτηριακή πίεση, όπως και  ο γράφων).

Άλλοι αρνούνται ότι υπάρχει θανατηφόρος επιδημία, ισχυριζόμενοι ότι είναι αθώα η επιδημία. Σ’ αυτούς προστίθενται οι συνωμοσιολόγοι, οι οποίοι πίσω από τον εμβολιασμό θεωρούν ότι κρύπτονται αόρατες, οικουμενικές και σκοτεινές δυνάμεις που θέλουν να υποδουλώσουν το ανθρώπινο είδος, για να δημιουργήσουν μία παγκόσμια Κυβέρνηση.

Επίσης, από θρησκευτική πλευρά, συνυπολογίζονται και οι φανατικοί, θρησκευτικοί εσχατολόγοι και σατανολόγοι, που καθοδηγούνται από ακραίο και τυφλό φανατισμό.

Υπάρχει τέλος και μια μερίδα της άκρα Δεξιάς και Αριστεράς, καθώς και αριστεριστών, που θεωρούν ότι η κοινοβουλευτική Δημοκρατία επιχειρεί να υποτάξει πολιτικά τους ανθρώπους, να τους υποδηλώσει.

Ένα τμήμα από αυτούς είναι προϊόν ακραίας ιδεοληψίας που επιζητεί την ανατροπή του παρόντος πολιτικού συστήματος και την καθιέρωση ακραίων, αντιδημοκρατικών πολιτευμάτων. Όλες αυτές τις συνομωσιολογικές, θρησκευτικές και πολιτικές ιδεολογίες ενισχύουν τα νέα φιλοσοφικά και διανοητικά ιδεολογήματα, όπως είναι, κατ’ αρχήν, ο “δικαιωματισμος”.

Ο πολίτης, δηλαδή, έχει προσωπικά μόνο δικαιώματα, χωρίς υποχρεώσεις για το σύνολο. Σε αυτόν τον “δικαιωματισμό” να προστεθεί η σύγχρονη νεο-σοφιστεία, η αμφισβήτηση του Ορθού Λόγου και της αλήθειας, με την προβολή της μετα-αλήθειας. Η αποδόμηση, με άλλα λόγια, όλων των δυτικών εννοιών, πολιτικών, ιστορικών και πατριωτικών-εθνικών.

Το σύνολο των ως άνω ανορθολογικών φαινομένων επιτείνει ο εγκλεισμός των πολιτών από την επιδημία, επί πολύ, που αυξάνει την ψυχική ένταση, δημιουργούνται ψυχολογικά προβλήματα με αντικοινωνικές αντιδράσεις. Συντελεί, επίσης, στην φτωχοποίηση των ανθρώπων, την αύξηση της πολύμορφης εγκληματικότητας, τη βία, τις δολοφονίες, ιδίως γυναικών, και τον άκρατο χουλιγκανισμό των γηπέδων.

Φαινόμενα παρόμοια συναντώνται και στην πολιτική σκηνή της χώρας, των δύο άκρων. Συγκεκριμένα, από πολιτικούς χώρους και κινήσεις εκτός και εντός Κοινοβουλίου, γίνεται χρήση, σχεδόν καθημερινά, υβριδικού πολέμου. Εκτός Κοινοβουλίου κυριαρχεί η αναρχο-αυτόνομη βία στους δρόμους, οι πυρπολήσεις, προπηλακισμοί καθηγητών και οι καταλήψεις Πανεπιστημιακών χώρων, ως ελληνική πρωτοτυπία.

Ο ανορθολογισμός ακραίων κομμάτων, ο χύδην λόγος και η φραστική βία δεν υποβαθμίζουν απλώς το λειτουργικό και θεσμικό επίπεδο του Κοινοβουλίου. Φέρνουν στο νου των μεγαλύτερων γενεών το κλίμα της περιόδου της λεγόμενης “Αποστασίας” του 1965-67, με  τους κινδύνους της  τότε περιόδου.

Ταυτοχρόνως, από τους ίδιους χώρους, η εκ μέρους τους αμφισβήτηση του αδέκαστου της δικαιοσύνης, ο συγχρωτισμός και η συγγένεια με αντιδημοκρατικά καθεστώτα, τύπου Μαδούρο, η προσπάθεια χειραγώγησης μέρους του τύπου, ηλεκτρονικού (fake news) ή εντύπου, οι μέθοδοι ποινικοποίησης και κατασυκοφάντησης, χωρίς στοιχεία, πολιτικών αντιπάλων (Novartis), οδηγούν σε επικίνδυνους ατραπούς τον δημόσιο και πολιτικό βίο.

Η φωνή των νουνεχών πολιτών και πολιτικών σχημάτων στη Βουλή, του μετριοπαθούς χώρου, είναι μια ελπίδα ότι θα ισορροπήσουν το έξαλλο των αντιδημοκρατικών φαινομένων, που είναι, εκτός των άλλων, και αντιαισθητικά.

Όλη η πανσπερμία των προαναφερθέντων, ανορθολογικών φαινομένων, επηρεάζει τον απλό πολίτη, που μένει αβοήθητος και απληροφόρητος, απογοητεύεται ή και μιμείται συμπεριφορές.

Και τα φαινόμενα επιτείνει η απουσία και ο λόγος των σύγχρονων διανοουμένων και καλλιτεχνών. Στο παρελθόν, πολλοί εκπρόσωποί τους συμμετείχαν στους πολυποίκιλους αγώνες, πολλές φορές θυσιαστικά, για εθνική ή πολιτική ελευθερία, για το δίκαιο, την ειρήνη, τον αφοπλισμό, τον πολιτισμό και τον εξανθρωπισμό του ανθρώπου.

Η σημερινή εικόνα τους είναι, αφενός μεν της ιδιώτευσης, ασπαζόμενοι τη θεωρία “art for art”. Η τέχνη για την τέχνη. Αφ’ ετέρου, μια άλλη κατηγορία, καθίστανται, μονίμως,  επαγγελματικά όργανα της πολιτικής, εγκαταλείπουν τον διανοητικό, πνευματικό ή διανοητικό και επιστημονικό ρόλο τους και γίνονται υποχείρια όργανα, υμνητές, μυστικοσύμβουλοι, βουλευτές ή Υπουργοί των κομμάτων. Βεβαίως, οι πάντες έχουμε το δικαίωμα της πολιτικής προτίμησης.

Άλλο, όμως, η προσωπική πολιτική άποψη και το βίωμα και άλλο η παντελής απουσία, πλην ελαχίστων, των διανοουμένων από το ρόλο που επιτάσσει η ιδιότητά τους ως προς τον παρεμβατικό ρόλο, τον κοινωνικό και πολιτικό, με την ευρεία έννοια ότι είναι “όντα πολιτικά”, κατά την αριστοτελική έννοια.

Πολλές φορές έχει ειπωθεί ο στίχος του φίλου ποιητή Τίτου Πατρικίου ότι “κανένας στίχος δεν ανατρέπει καθεστώτα”. Παρά ταύτα, βέβαια, ο ποιητικός λόγος τρομοκρατεί τους τυράννους, τους κάνει να χάνουν τον ύπνο τους.

Ο έτερος ποιητής μας, ο Γιώργος Σεφέρης, κάνει λόγο  για την αφωνία, την έλλειψη συμμετοχικότητας, το art for art των  καλλιτεχνών και λογοτεχνών. Θα προσθέταμε και των διανοουμένων: “Ένας γέροντας στην ακροποταμιά”, επιθυμεί να του ”δοθεί η χάρη” να μιλήσει, σε πρωτοπρόσωπη γραφή, ώστε να καθίσταται υπόθεση ενός εκάστου, όχι μόνο τότε, αλλά  και διαχρονικά:

“Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί

ετούτη η χάρη.

Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές

που σιγά-σιγά βουλιάζει

και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε

από τα μαλάματα το πρόσωπό της.

κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η

ψυχή μας αύριο κάνει πανιά”.

Είναι καιρός, λοιπόν, όλων μας, δασκάλων, διανοουμένων, επιστημόνων και καλλιτεχνών -λογοτεχνών να βγούμε μπροστά, κατά μόνας ή και συλλογικά, ομαδικά, χωρίς δεσμεύσεις και εξαρτήσεις, “να πούμε τα λιγοστά μας λόγια”, να συμμετάσχουμε στην κοινωνική, πολιτική  και εθνική ζωή, να κάνουμε εμφανή την παρέμβασή μας.

 

*Ο Αντώνης Σανουδάκης – Σανούδος είναι επ. καθηγητής Ιστορίας, συγγραφέας