Στις αναμνήσεις που κατέχω απ’ τη ζωή στο χωριό, κυρίαρχο ρόλο παίζουν τα ζώα τα οποία ζουν μαζί με τους χωρικούς, και που για μένα υπήρξαν όντα που κινούσαν την περιέργεια, άφθονη τότε, στα μάτια ενός μικρού παιδιού.
Κατοικίδια παρέας, όπως σκυλιά, γατιά, κοτσύφια, ζωντανά ωφέλιμα για την τροφή που προσέφεραν με το κρέας τους, όπως πρόβατα, κατσίκια, κότες και πετεινοί, γαλόπουλα, κουνέλια και χοίροι και άλλα που υποβοηθούσαν στις βαριές εργασίες όπως βόδια, το περήφανο άλογο και το ταπεινό γαϊδουράκι.
Κάθε ζωντανό είχε χαρακτήρα διαμορφωμένο απ’ τη φύση του, μα κι από το περιβάλλον. Υπήρχαν διάφορα χαρίσματα σ’ αυτά που τα έκαναν ιδιαίτερα αγαπητά σε μένα. Αυτός ο ζωικός κόσμος τριγύρω μου φάνταζε ξεχωριστός και προς εξερεύνηση.
Πώς θα ήταν άραγε τα πράγματα, αν τα ζώα αποκτούσαν τα χούγια και τη «λογική» των ανθρώπων, σκεφτόμουνα.
Το γουρούνι θα έπεφτε σε κατάθλιψη, καθώς θα επέβαλλε στον εαυτό του εξαντλητικές δίαιτες τις οποίες ποτέ δε θα τηρούσε.
Ο γάιδαρος θα ζήλευε το παράστημα του αλόγου, και θα ονειρευόταν πέταλα κοθόρνους για να το φτάσει σε μπόι.
Τα γαλόπουλα θα συναγωνίζονταν με τα πετεινάρια και τα κοτόπουλα για μια κομψότητα που τους λείπει, και κρώζοντας, θα διέβαλαν τον κότσυφα, που όχι μόνο πετά, αλλά έχει και πιο μελωδική λαλιά.
Πρόβατα, κατσίκια και βοοειδή θα συναγωνίζονταν ποια είναι πιο παραγωγικά σε γάλα.
Παντού τέλος πάντων θα επικρατούσε αυτό το οποίο τριγυρίζει τον άνθρωπο και δεν τον αφήνει σε ησυχία, το ανικανοποίητο, η διαβολή, η διχόνοια κι ο εγωισμός.
Κι όμως, παρά την έντονη παρατηρητικότητα την οποία επέδειξα, τέτοια χαρακτηριστικά καμώματα δεν απάντησα στα ζώα. Ζούσαν αρμονικά μες στη διαφορετικότητά τους, και όποιο και αν ήταν το πεπρωμένο του καθενός δεν πήγαιναν αντίθετα. Κι αν εξέλειπε κι ο ανθρώπινος παράγοντας, σίγουρα θα ζούσαν χρόνια και χρόνια ξέγνοιαστα.
Έτσι κι εγώ παραδειγματισμένος απ’ τη «λογική» των ζώων, δεν ξεχώρισα ποτέ ανθρώπους ρατσιστικά, σε χοντρούς και αδύνατους, όμορφους και άσχημους, ψηλούς και κοντούς, παραγωγικούς και μη, αλλά σ’ όλους αποδεχόμουν ότι είχαν έναν ρόλο, ο οποίος συνέβαλε σε μια αρμονία μακάρια και εξισορροπητική για τον κόσμο.
Γιατί η τελειότητα στο σύνολο, προκύπτει πάντα απ’ τις διαφορές του καθένα.
* Ο Αριστείδης Γ. Αρχοντάκης είναι φυσικός και συγγραφέας