Καθώς μπήκαμε στην προεκλογική περίοδο και οι πολιτικοί όλων των κομμάτων έχουν ξεκινήσει τις περιοδείες τους ανά τις πόλεις, εκφωνώντας πύρινους λόγους, κατακεραυνώνοντας τους αντιπάλους τους και υποσχόμενοι «λαγούς με πετραχήλια», στο νου μου ήλθε εκείνο το γνωστό διήγημα του μεγάλου μας διηγηματογράφου Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Χαλασοχώρηδες», με σαφή αναφορά στα πολιτικά ήθη της εποχής. Το μακρόπνοο αυτό διήγημα (κατ’  άλλους νουβέλα), όπως το χαρακτηρίζει ο Γ. Βαλέτας, δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα «Ακρόπολις» από 12 έως 22 Αυγούστου του 1892.

Τον Μάιο του 1892 είχαν γίνει εκλογές τις οποίες κέρδισε ο Χαρίλαος Τρικούπης, που ανέλαβε για πέμπτη φορά πρωθυπουργός της χώρας.

Το επόμενο έτος η Ελλάδα πτώχευσε και ο Τρικούπης είπε την ιστορική φράση «δυστυχώς επτωχεύσαμεν».

Με τους «Χαλασοχώρηδες» ο Παπαδιαμάντης εγκαινιάζει μια νέα περίοδο στη διηγηματογραφία του, η οποία, λαμβάνοντας χαρακτήρα σατιρικό, ελέγχει τα τρωτά της εποχής του. Ο Παπαδιαμάντης έτσι αναδεικνύεται ως ένας ηθικός αγωνιστής και εργάτης, ένας πνευματικός άνθρωπος που ενδιαφέρεται για την επικράτηση της αλήθειας, της δικαιοσύνης, του πολιτικού ήθους και γι’  αυτό καταγγέλλει με ειρωνεία και χιούμορ την ανηθικότητα των πολιτικών, τον λαϊκισμό, την εξαγορά των συνειδήσεων.

Σωστά έχει γραφτεί ότι «οι «Χαλασοχώρηδες» αποτελούν κορυφαίο, γλαφυρότατο δοκίμιο πολιτειολογίας, που θα έπρεπε να διδάσκεται σε σχολές πολιτικών επιστημών, δημοσιογραφίας, κοινωνιολογίας, λαογραφίας ή ακόμα και φιλοσοφίας ή θεολογίας.

Παρ’ όλα αυτά, μη νομίσετε ότι το κείμενο αυτό αποτελεί ένα πληκτικό δοκιμιακό έργο – κάθε άλλο. Νομίζω πως το χιούμορ, η λεπτή ειρωνεία, ακόμα και το σπαρταριστό γέλιο τις περισσότερες φορές υπερισχύουν, δίνοντας ένα ιδιαίτερα ζωντανό και απολαυστικό έργο.

Και βεβαίως ο αναγνώστης μπορεί να διαπιστώσει πως εδώ έχουμε ένα πραγματικό λογοτεχνικό έργο και όχι μια εξωραϊσμένη… λογοπλοκή που θέλει να παρουσιάζεται ως λογοτεχνία» (Άρθρο του Στέλιου Κούκου στο διαδίκτυο με τον τίτλο «Για τους «Χαλασοχώρηδες», ή Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης εκλογές και πολιτικό ήθος»).

Η υπόθεση του διηγήματος εκτυλίσσεται στη Σκιάθο κατά την τελευταία εβδομάδα της προεκλογικής περιόδου και κατά την ημέρα των εκλογών. Δυο κόμματα ερίζουν, προσπαθώντας να αγρεύσουν ψήφους από τους φτωχούς χωρικούς:  οι «Χαλασοχώρηδες» και οι «Ανδρογυνοχωρίστρες». Και μόνο τα ονόματα των κομμάτων είναι ικανά να προκαλέσουν το γέλιο.

Ωστόσο, πίσω από τα χιουμοριστικά αυτά ονόματα κρύβεται η αλήθεια για το ρόλο τους, όπως τουλάχιστον τα έβλεπε με την οξύτατη ματιά του ο Παπαδιαμάντης. «Χαλασοχώρηδες» είναι, όπως το λέει η λέξη, οι καταστροφείς της χώρας, ενώ «Ανδρογυνοχωρίστρες» γίνονταν τα κόμματα γιατί έσπειραν τη διχόνοια ακόμη και ανάμεσα στα ανδρόγυνα.

Ο Παπαδιαμάντης έζησε σε μια περίοδο σφοδρών κομματικών παθών ανάμεσα στους οπαδούς του «Νεωτερικού» κόμματος του Χ. Τρικούπη και του «Εθνικού» κόμματος του Θ. Δηληγιάννη και ακριβώς αυτή την κατάσταση της πόλωσης, του ηθικού και πολιτικού αμοραλισμού αλλά και της ηθικής και πολιτικής εξαχρειώσεως, στην οποία είχαν οδηγήσει τα κόμματα τους πολίτες, και του ευτελισμού κάθε έννοιας πολιτικού ήθους  παρουσιάζει με μια χυμώδη γλώσσα και με σάτιρα που δεν κάνει συμβιβασμούς ο ανοξείδωτος κυρ- Αλέξανδρος. Από το μακροσκελές αυτό διήγημα θα παρουσιάσω εδώ κάποια αποσπάσματα από την έκδοση των Απάντων του Παπαδιαμάντη με επιμέλεια του Γ. Βαλέτα.

Το πρώτο απόσπασμα αφορά  την πολιτική εκείνη στάση που ο Παπαδιαμάντης αποκαλεί χιουμοριστικά αλλά εύστοχα: «Όπου γάιδαρος κι αυτοί σαμάρι», θέλοντας να σατιρίσει εκείνη την «πολιτική» στάση που θέλει τον πολίτη να «πουλάει» την ψήφο του για προσωπικό του όφελος, ακολουθώντας πότε το ένα κόμμα και πότε το άλλο: «Κάθε άλλο, εξ εναντίας, με τούτο εμπνέει δυσπιστίαν και εις τα δύο κόμματα, και ένεκα τούτου δεν αποφασίζουν να δώσουν χρήματα εις ένα άνθρωπον κρυψίνουν, «στριμμένον»,όστις θέλει να κάμει τον ανεξάρτητον, χωρίς να ξεύρει καλά καλά τι πράγμα είναι η ανεξαρτησία.

Ενώ, αν αποφασίσει να κηρυχθεί θερμός, ή και χλιαρός, υπέρ του ενός κόμματος, τότε, ενώ του κόμματος τούτου θα εφελκύσει ασφαλώς την εμπιστοσύνην, δεν είναι παράξενον να προκαλέσει κολακείας και φιλοφρονήσεις και από το άλλο κόμμα, οι άνθρωποι του οποίου θα προσπαθήσουν με κάθε τρόπον να τον κάμουν να γυρίσει, ή θα πασχίσουν τουλάχιστον να τον μετριάσωσιν. Εάν θέλει μάλιστα να πάρει λεπτά και από τα δύο κόμματα, ο ασφαλέστερος τρόπος είναι να κηρυχθεί  φανερά υπέρ του ενός».

Σε άλλο σημείο ο Παπαδιαμάντης περιγράφει με εμφανέστατη ειρωνεία ένα νέο πολιτευόμενο: «Ο Γιαννάκος ο Χαρτουλάριος, αφού είχε κάμει λεπτά εις το Κάιρον, εμπορευόμενος επί δώδεκα έτη ως αλευράς, κατ’  άλλους ως φούρναρης, έφθασε με το καλόν εις την πατρίδα του, πρωτεύουσαν της επαρχίας, και το είχεν απόφασιν να πολιτευθεί. Εφαίνετο μορφωμένος, είχεν ιδεί κόσμον‧ τον εγνώριζεν αυτός παιδιόθεν, και προ ημερών, ότε μετέβη εις την πρωτεύουσαν της επαρχίας, ανενέωσε την γνωριμίαν.

Ο νεοφερμένος από την ξενιτείαν είχεν αισθήματα, εξέφερε γενικάς σκέψεις επί των πολιτικών πραγμάτων, «ξύλα, κούτσουρα, δαυλιά καμένα»…

Ήτο αφελής τους τρόπους και έτι αφελέστερος τας ιδέας. Ήθελε να πολιτευθεί «για δόξα». Ευκαιρία λαμπρά.». (Αλήθεια, δεν θυμίζει αυτός ο αλευράς και φούρναρης που θέλει να πολιτευθεί τους σημερινούς ηθοποιούς, ποδοσφαιριστές και τραγουδιστές, που κι αυτοί θεωρούν εαυτούς ικανούς για την πολιτική, επειδή «εκφέρουν γενικάς σκέψεις επί των πολιτικών πραγμάτων»;).

Το επόμενο απόσπασμα αφορά στην ψηφοθηρία. Οι ψηφοθηρούντες εκμεταλλεύονται τη φτώχεια και την άγνοια των χωρικών: «Ήτο η ογδόη ή δεκάτη εσπέρα αύτη, καθ’  ήν ο Μανόλης και ο Λάμπρος μετά των αυτών ή άλλων οπαδών δεν έπαυσαν επισκεπτόμενοι τας οικίας των χωρικών και ψηφοθηρούντες. Παντού ελάμβανον και έδιδον λιπαράς (δηλ. πλούσιες, πολλές)  διαβεβαιώσεις και υποσχέσεις δαψιλείς, τόσον χορταστικάς, ώστε είς των μετά του Μανόλη, συνοδεύσας αυτόν πολλάς εσπέρας εις τοιαύτας εκδρομάς, αλλά πρώτην φοράν βλέπων εκλογάς, καθόσον ήτο ναυτικός και συνήθως απεδήμει (δηλ. έλειπε), έλεγεν εύπιστος, οικτείρων της αντιθέτου μερίδος τους τόσους δρόμους: -Τι χαλούν τα παπούτσια τους! Τώρα πια οι ψήφοι μάς περισσεύουν!».

Ιδού κι ένα απόσπασμα, αναφερόμενο στην οικογενειοκρατία και το ρουσφέτι: «Κατά την πρώτην σύνοδον ο Γεροντιάδης εφρόντισε να διορίσει εις μικράς ή μεγάλας θέσεις όλους τους ανεψιούς του, επτά τον αριθμόν, καθώς δύο εξαδέλφους του και τρεις δευτέρους εξαδέλφους του, ως και δύο κουμπάρους και τον υιόν της κουμπάρας του, και τον αδελφόν της υπηρετρίας του, και άλλους.

Κατά την δευτέραν σύνοδον κατώρθωσε να ακυρώσει δικαστικώς όλα τα ενοικιαστήρια των οικιών των αντιπάλων του ως δημοσίων γραφείων, και να ενοικιάσει την μίαν οικίαν του ως επαρχείον, την άλλην ως ελληνικόν σχολείον, καθώς και της τρίτης μεγάλης παραθαλασσίου οικίας του το μεν άνω πάτωμα ως εφορίαν, το δε κάτω πάτωμα ως λιμεναρχείον.

Έμενεν ακόμη το ταμείον, το τελωνείον και το ειρηνοδικείον, αλλά δυστυχώς δεν είχεν άλλας οικίας ιδικάς του προς ενοικίασιν. Κατά την τρίτην σύνοδον επρόφθασε κι έβαλε δύο εκ των υιών του υποτρόφους δύο διαφόρων κληροδοτημάτων (…). Όσον δια την κόρην του, αυτήν την εισήγαγε, τη συναινέσει και της μητρός της, νομίμου συζύγου του, εις το «Σχολειό της Αμαλίας», ως ασφαλέστερον, μη ευρών άλλο πρόχειρον παρθεναγωγείον να την εισαγάγει».

Το επόμενο απόσπασμα αναφέρεται στη σύγκρουση δύο συζύγων που έχουν διαφορετικές κομματικές προτιμήσεις, ενώπιον δύο εκπροσώπων των δύο κομμάτων. Η πληθωρική «τριακοντούτις, ροδόχρους» γυναίκα προσπαθεί κι επιμένει  να επιβάλει την άποψή της στον «τεσσαρακοντούτη, ισχνό και κίτρινο» σύζυγό της, ο οποίος δεν θυμόταν να είχε βρεθεί σε χειρότερη θέση ποτέ άλλοτε. «Ευρίσκετο αντιμέτωπος τριών εχθρών, ων φοβερότερος βεβαίως ήτο η σύζυγός του.

Μεμονωμένους , καθ’  ένα έκαστον, αν τους είχε συναντήσει, ήτο ικανός δια της ψευτικής, του μόνου όπλου όπερ απέμεινεν εις τους χωρικούς, όπως ανταγωνίζονται κατά τόσων και τόσων πολιτικών ή κοινωνικών και βιοτικών πιέσεων και διωγμών (…) να τα βγάλει πέρα μαζί των, φενακίζων (δηλ. κοροϊδεύοντας) και τους τρεις κατά πρόσωπον, φασκελώνων και τα δύο κόμματα όπισθεν των νώτων, και ορκιζόμενος καθ’  εαυτόν να μαυρίσει περιφρονητικώς όλας κατά σειράν τας κάλπας των αυτοκλήτων αντιπροσώπων του ατυχούς λαού, του τόσον δεινοπαθούντος και τυραννουμένου».

Το  ανωτέρω απόσπασμα είναι αποκαλυπτικό της ηθικής και πολιτικής εξαχρείωσης στην οποία εξωθούσαν τα κόμματα τους πολίτες, αναγκάζοντάς τους να χρησιμοποιούν την «ψευτική», να απόσχουν από τις εκλογές, να έχουν ενδοοικογενειακές συγκρούσεις.

Τα μικρά αυτά αποσπάσματα από το διήγημα δίνουν μια αμυδρή εικόνα του τί συνέβαινε εκείνα τα χρόνια στις εκλογές.

Όμως, αν θέλει κάποιος να γνωρίσει καλύτερα τα πράγματα και προπάντων να χαρεί τον λόγο και τη σκέψη του Παπαδιαμάντη, πρέπει να διαβάσει αυτό το μοναδικό στο είδος του διήγημα.

Η ζωντάνια των ηρώων του διηγήματος, η πλούσια παπαδιαμαντική γλώσσα, η ειρωνεία, το χιούμορ, η πλοκή και προπάντων η διαρκής επικαιρικότητά του  συνηγορούν στο ότι πρόκειται για ένα έργο που όχι μόνο τέρπει αλλά και διδάσκει (με την ευρεία έννοια) και οδηγεί στο στοχασμό πάνω σε θέματα πολιτικά, ηθικά, κοινωνικά. Η ανάγνωσή του θα βοηθούσε να γίνουμε ακόμη πιο συνειδητοί πολίτες και να μην είμαστε εύκολα θύματα της υποσχεσιολογίας και της ψηφοθηρίας των πολιτικών.

Θα κλείσω με ένα απόσπασμα από το τέλος του διηγήματος, που αναφέρεται στη θεσιθηρία, δηλ. στον αγώνα για την κατάληψη μιας θέσης και κυρίως της βουλευτικής: «Διότι μη νομίσεις ότι η θεσιθηρία γεννάται μόνη της. Τα δύο κακά αλληλεπιδρώσιν. Η ακαθαρσία παράγει τον φθείρα (δηλ. την ψείρα) και ο φθειρ παράγει την ακαθαρσίαν. Το τέρας το καλούμενον «επιφανής» τρέφει την φυγοδικίαν, την θεσιθηρίαν, τον τραμπουκισμόν, τον κουτσαβακισμόν, την εις τους νόμους απείθειαν.

Πλάττει αυλήν εξ αχρήστων ανθρώπων, στοιχείων φθοροποιών, τα οποία τον περιστοιχίζουν, παρασίτων, τα οποία αποζώσιν εξ αυτού, παχυνόμενα επιβλαβώς, σηπόμενα, ζωύφια βλαβερά, ύδατα λιμνάζοντα, παράγοντα αναθυμιάσεις νοσηράς, πληθύνοντα την ακαθαρσίαν». Ας αναλογιστούμε τον τρόπο με τον οποίο δρουν και σήμερα οι «επιφανείς», ήτοι οι πολιτικοί μας:  οι τραμπούκοι και οι θεσιθήρες δεν λείπουν, όπως δεν λείπουν και οι προσπάθειες επηρεασμού της δικαιοσύνης από τους πολιτικούς. Ευτυχώς, όμως, που η δικαιοσύνη εξακολουθεί να είναι τυφλή.  Όσο για το κατά πόσο ο τίτλος «Χαλασοχώρηδες» ταιριάζει στους πολιτικούς μας, αυτό το αφήνω να το κρίνει ο αναγνώστης.