Η μικρή ταράντουλα σήμερα ήταν πολύ χαρούμενη, διότι είχε γίνει διάσημη. Όλα τα φώτα της δημοσιότητας είχαν πέσει πάνω της, καθώς δικαιώθηκε το έργο της ίδιας και της οικογένειάς της. Ήταν μικρή αραχνούλα ακόμα όταν η γιαγιά της εξηγούσε το καθήκον που είχε επωμιστεί · φύλακας του αρχείου του Φακέλου της Κύπρου στο υπόγειο της Βουλής των Ελλήνων.

Τριάντα δύο ολόκληρα χρόνια η γιαγιά, η μητέρα της και η ίδια, με αφοσίωση και ζήλο περιτύλιξαν τον ιστό τους γύρω από τα χαρτιά, τις βιντεοταινίες και όλα τα ντοκουμέντα. Όλα διατηρήθηκαν ακέραια, καθώς κανείς δεν πλησίαζε. Η ταραντούλα άκουγε τις εκκλήσεις για παράδοση του Φακέλου από τις κυπριακές αρχές, οι οποίες διήρκεσαν σχεδόν τριάντα χρόνια.

Τόσα πολλά «όχι» που ειπώθηκαν από τις ελληνικές κυβερνήσεις έκαναν την αραχνούλα να αναρωτηθεί μήπως οι αρμόδιοι μπέρδεψαν την κυπριακή τραγωδία του 1974 με το «Όχι» του Μεταξά στους Ιταλούς το 1940. Η ίδια ήξερε την εντολή, η οποία ήταν σαφής: «Αφήστε τα εκεί να ξεχαστούν». Και ξεχάστηκαν. Αλλά δεν «χάθηκαν». Οι ταραντούλες φρόντισαν γι’ αυτό.

Σήμερα χάρη στην οικογένεια της ταραντούλας, η οποία είναι ενήλικη πλέον, όπως και το σύγχρονο νεοελληνικό δημοκρατικό κράτος, παραδίδεται τον Φάκελο της Κύπρου στους Έλληνες και τους Κύπριους πολίτες. Η μικρόσωμη αράχνη διαβάζοντας τους πρώτους τέσσερεις τόμους κατάλαβε ότι έκανε το χρέος της. Είχε βοηθήσει να τακτοποιηθεί μια ιστορική οφειλή, καθώς δεν άφησε τη λήθη να αφανίσει την ιστορική αλήθεια.

Βέβαια, οι 33 τόμοι που θα εκδοθούν συνολικά είναι ανακριτικό υλικό και μαρτυρικές καταθέσεις, χωρίς καμία επεξεργασία, χωρίς καμία απόδοση ευθυνών, χωρίς καμία απόδοση δικαιοσύνης. Η ταραντούλα αναστέναξε. Σαραντατέσσερα χρόνια πέρασαν, δεν είναι λίγα. «Θα αλλάξει κάτι;» μονολόγησε φωναχτά.

Η υπεραιωνόβια γιαγιά-αράχνη την άκουσε. Την κοίταξε σιωπηλά με στοργή. Πήγε στη βιβλιοθήκη και διάβασε την προφητική  δήλωση Σεφέρη ενάντια στην Δικτατορία το 1969:

«Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς όλως διόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας, στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο. Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης όπου, όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι’ αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά[…] Δυστυχώς, δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτόν τον κίνδυνο[…] Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις, η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη, στο τέλος».

 

* Ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης είναι ιατρός ορθοπεδικός, πολιτισμολόγος.