Ο μπάρμπα Αντώνης είναι ογδόντα οχτώ χρονών. Συνταξιούχος, φυσικά. Έχει όμως καλή για την ηλικία του υγεία. Έχει και άδεια οδηγήσεως. Και οδηγεί αυτοκίνητο. Η οδήγηση είναι μια από τις απολαύσεις του. Δεν έχει όμως δικό του πάρκιν. Αυτό είναι μια από τις στενοχώριες του.

Και παρκάρει το αυτοκίνητό του στους δρόμους, όπου βρει  κάποια θέση, πολλές φορές και παράνομα. Και δυστυχώς του το γρατζουνούν, μερικές φορές επίτηδες, από κακία, οι περαστικοί πεζοί, επειδή τους εμποδίζει.

Ή το τρακάρουν, άθελά τους, και του σπάζουν τον καθρέφτη οι άλλοι οδηγοί… Στενοί, βλέπεις, είναι οι δρόμοι του Ηρακλείου. Και με τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα γίνονται ακόμη πιο στενοί. Και επιπλέον, λερώνεται το αυτοκίνητό του ή από τις πιτσιλιές των περαστικών αυτοκινήτων, όποτε βρέξει, ή από τις σκόνες του δρόμου το καλοκαίρι. Τις προάλλες, που έκανε σχετικώς ζέστη και ξεράθηκε ο δρόμος και σήκωναν σκόνη τα περαστικά αυτοκίνητα, είχε κατασκονιστεί, γιατί είχε τέσσερις μέρες να το κινήσει.

Είχε βρει καλό και ασφαλή τόπο στάθμευσης. Και επίτηδες δεν το κινούσε, αν και το χρειαζόταν, μη χάσει την καλή θέση. Είναι μαύρου χρώματος το αυτοκίνητο και η σκόνη φαίνεται πολύ άσχημα. Μάλιστα κάποιος, φαίνεται, πιτσιρίκος περνώντας έγραψε, με το δάχτυλό του στην σκεπή, το συνηθισμένο «Θέλω πλύσιμο», και άλλος πιτσιρίκος, που πέρασε ύστερα, συμπλήρωσε το άλλο συνηθισμένο «Υπομονή, χειμώνας είναι, θα βρέξει».

Άλλη χαρά και απόλαυση του μπάρμπα Αντώνη είναι, όταν τώρα τον χειμώνα βρέχει, να μπαίνει στο αυτοκίνητό του, να ανάβει το καλοριφέρ και να πηγαίνει σε κάποια ορισμένη βουνοπλαγιά, λίγο έξω από το Ηράκλειο, να παρκάρει στην άκρη του δρόμου και από εκεί να αγναντεύει το Ηράκλειο με το αεροδρόμιό του που απλώνονται κάτω. Σβήνει την μηχανή και απολαμβάνει την ζεστούλα της καμπίνας του αυτοκινήτου και τον ήχο που κάνει η βροχή στην οροφή.  Τέλεια απόλαυση!

Προχθές, που έβρεχε δυνατά και άστραφτε και βροντούσε, βγήκε ξανά    στον ερημικό εκείνον δρόμο της βουνοπλαγιάς, και απολάμβανε πάλι την ζεστούλα και τον ήχο της βροχής. Πέρασε τότε με φορτηγάκι από εκείνην την ερημιά ένας βοσκός με γένια και άγρια φάτσα. Στην καρότσα του είχε φορτωμένα κατσίκια, που βέλαζαν και διαμαρτύρονταν για την βροχή και το κρύο. Ο γενειοφόρος τσομπάνης σταμάτησε δίπλα του, άνοιξε το παράθυρο και με την συνηθισμένη βροντερή φωνή του, μέσα στην βροχή, τις αστραπές, τα μπουμπουνητά και τις βροντές, ρώτησε.

– Ε, παππού! Ιντά ‘παθες; Θες βοήθεια;

Εκείνη την στιγμή ο μπάρμπα Αντώνης έτρωγε φιστίκια. Αυτή είναι η άλλη απόλαυσή του: φιστίκια μέσα στο αυτοκίνητο. Άνοιξε το παράθυρο λίγο, για να μην μπαίνει βροχή, και φώναξε.

– Όχι, όχι… Απολαμβάνω την βροχή και την θέα…

Ο γενειοφόρος τσομπάνης δεν καλοκατάλαβε. Τον κοίταζε με απορία. Ύστερα, φαίνεται, σκέφτηκε «Κουζουλός θα είναι» και έβαλε μπρος να φύγει. Πριν κλείσει το παράθυρο, ξανάβγαλε το κεφάλι του και του φώναξε δυνατά, σαν να μιλούσε σε κουφό.

– Αν-ε  χρειαστείς  πράμα, φώνιαξε. Επαέ, πιο κάτω, έχω την μάντρα. Θα γαβγίσουνε τα σκυλιά. Και θα σ’ ακούσω.

Και έφυγε ο βοσκός παραξενεμένος. Πάντως με τέτοιες απλές απολαύσεις  χαίρεται ο μπάρμπα Αντώνης στα γεράματά του.