Πολλά πράγματα τηρούσαν με ιδιαίτερη πίστη οι παλιότεροι, ειδικότερα τις γιορτές και τις σκόλες. Έτσι και οι Καστρινοί κάθε βράδυ τις μεγάλες χειμωνιάτικες νύχτες του Τριωδίου, μαζεμένοι πότε στο ένα φιλικό σπίτι, πότε σε συγγενικό, κρατώντας όλοι τα αποκριάτικα εδέσματά τους, καθισμένοι σε κοινό τραπέζι, τρώγανε και πίνανε, αφού οι μέρες το καλούσαν.
Με τους χωρατάδες τους και τα πειράγματά τους, αλλά και με καθαρογλωσσίδια τους να δίνουν και να παίρνουν. Συχνά πυκνά άκουγες την φράση που έπρεπε να επαναληφθεί προσεκτικά, διαφορετικά…
Ποιος μπορεί να πει «ψωμί, μολυβδοψώμι, ψωμί μολυβοντάς». Ένας – ένας έπρεπε με τη σειρά να το έλεγε σωστά το καθαρογλωσσίδι. Αυτά και άλλα πολλά, συντελούσαν στο να «καεί το πελεκούδι» τις τρεις Κυριακές της αποκριάς. Όρεξη, κέφι και χαρά γεμιζαν τα τσαρσά της πόλης και ειδικότερα εκείνο της πλατιάς (πλαθιάς) στράτας, όπως λεγόταν η σημερινή λεωφόρος Καλοκαιρινού.
Εκεί μαζεύονταν όλοι οι Καστρινοί, μικροί και μεγάλοι με τις φαμιλιές τους, άλλοι στα πεζοδρόμια και άλλοι στους καφενέδες, περιμένοντας με τις ώρες να περάσουν οι μασκαράδες. Υπήρχε βέβαια και επιτροπή βράβευσης, η επιτροπή του λεγόμενου κομιτάτου. Ένα από τα μεγάλα όνειρα των κατοίκων της Μεσσαράς, ήταν εκείνη την εποχή, αρχές του εικοστού αιώνα, ο σιδηρόδρομος Μεσσαράς.
Ο αρχηγός του κόμματος των Μπατζάκηδων των λαϊκών) ήταν ο Αντώνης Μιχελιδάκης, ο οποίος είχε υπσοχεθεί στους ψηφοφόρους του τον καιρό που είχε κερδίσει τις εκλογές με 78 έδρες, ότι θα έκανε τον σιδηρόδρομο της Μεσσαράς. Αλήθεια… πόσες υποσχέσεις απέσπασαν για έργα πνοής από τότε οι Μεσσαρίτες; Πόσα απ’ αυτά υλοποιήθηκαν; Ας είναι.
Ένας γλεντζές, ο Ράδος ο Μαλεβυζιώτης, ικανοποίησε πάρα πολλούς πλήρως εκείνη την αποκριάτικη Κυριακή του 1908. Πηγαίνοντας στα χάνια του Μεγάλου Κάστρου, πολλά απ’ αυτά ήταν και σε κεντρικά σημεία της πόλης μας, παίρνοντας όσους γαϊδάρους (με τέσσερα πόδια, για να μην παρεξηγηθώ), βρήκε σ’ αυτά, δένοντας τον ένα γάιδαρο πίσω από τον άλλο, εφόρεσε στον πρώτο μια χάρτινη μαύρη καμινάδα, ίδια με του τρένου, γράφοντας πάνω σ’ ένα χαρτί «σιδηρόδρομος Μεσσαράς».
Στη συνέχεια φώναξε τον Γιώργη τον Γιουγκούλα, ο οποίος αφού ζεύτηκε μπροστά του γαϊδαροσυρμού, τραβώντας τον πρώτο γάιδαρο. Το τι έγινε δεν περιγράφεται αφού με τα γκαρίσματα πήρε το δρόμο από το Μεϊντάνι για την πλατιά στράτα.
Με τα γκαρίσματα του Γιώργη του Γιουγκούλα, όλοι οι γαϊδαροι του συρμού με το να γκαρίζουν ακολουθούσανε τον Γιουγκουλα και φυσικά τον Ράδο, ο οποίος κρατούσε το πανό με την επιγραφή «Σιδηροδρομος Μεσσαράς». Κατεβαίνοντας το τσαρσί, σταμάτησε κάτω από το μπαλκόνι, που ήταν το κομιτάτο και έδινε τα βραβεία. Έτσι που του Ράδου Μαλεβυζιώτη, ο κόπος δεν πήγε χαμένος.Η επιτροπή του έδωσε το πρώτο βραβείο, μέσα στην γενική επιδοκιμασία του τσαρσιού, τις φωνές, τα γέλια και τα χάχανα του πλήθους. Τελικά, ο Ράδος μαζί με τον Γιουγκούλα, παίρνοντας τους γαϊδάρους, αυτούς τους πραγματικούς συντελεστές της επιτυχίας, αποχώρησαν ικανοποιημένοι και με το παραπάνω. Ακόμα ηχούν στα αυτιά των παρευρισκομένων οι φωνές του μασκοκούζουλου Γιώργη Γκουνγκούλα, ο οποίος με τις γκαριξιές του έδινε ιδιαίτερο τόνο στο καστρινό πλήθος.
Φυσικά δεν έλειπαν κατά την ώρα της Καστρινής παρέλασης οι φωνές των μασκαράδων, οι χτύποι από τις λατέρνες, από τις πήλινες τουμπελέκες, μαζί με τις καντάδες των λιμοκοντόρων εκείνης της εποχής με τις κιθάρες και τα μαντολίνα τους, πουγ εμίζανε την αγορά. Όλα όμως τα ωραία, σύντομα τελειώνουν. Όπως έτσι τέλειωσαν κι εκείνες οι εκδηλώσεις της αποκριάς του 1908!
Με τις φωνές, τα γέλια και τα τραγούδια, με τα λογής-λογής μασκαρέματα της.. Σε λίγο θα χτυπούσε η καμπάνα του Αγίου Μηνά, σηματοδοτώντας την ώρα, που θα άρχιζε με το πρώτο Εσπερινό τροπάρι, η Μεγάλη Σαρακοστή, το οποίο θα έψελνε ο καλλίφωνος Κωνσταντινοπουλίτης ψάλτης Βαλαβάνης «Κύριε των δυνάμεων, μεθ’ ημών γεννού»!
Από τη στήλη μας σας ευχόμαστε χρόνια πολλά και καλή, με υγεία, Σαρακοστή!