Σίγουρα ο τίτλος του άρθρου μου δεν έχει καμμία ισχύ και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα. Η αυξημένη τιμή του λαδιού φέτος, έδωσε ικανοποιητική ανάσα και δύναμη στην κίνηση της αγοράς και ο εμπορικός κόσμος φανερό ήταν να δείχνει ικανοποίηση και ευχαρίστηση. Κινήθηκε λοιπόν η αγορά και με το παραπάνω. Εν Ηρακλείω τη 15η Ιανουαρίου στα 1902. Εκατόν είκοσι χρόνια πέρασαν από τότε…

Χαρακτηριστικό το περιεχόμενο του άρθρου που ακολουθεί: “Eυσεβάστως λαμβάνομεν την τιμήν άπαντες οι παντοπώλαι της πόλεως Ηρακλείου ίνα καταστήσωμεν γνωστόν υμίν ότι το επάγγελμα ημών το οποίον μετερχόμεθα όπως κερδήσωμεν εντίμως τον άρτον ημών το οικειοποιήθηκαν πολλοί και τα είδη άτινα αγοράζομεν ημείς όπως τα μεταπωλώμεν επί κέρδει τα αγοράζωσι και οι οπωροπώλαι και οι μεταπράται και οι αστραγαλοποιοί και άλλοι μεν τα πωλώσι εις τα μαγαζεία των, άλλοι εις τας οδούς αντί ευτελούς τιμήματος και πολλάκις με ζημίαν, εκτός τούτου και οι έμποροι οι οποίοι μας πωλώσι χονδρικώς τα εμπορεύματα επί τω σκοπώ όπως τα μεταπωλώμεν ημείς με κέρδος, ούτοι ίδιοι πωλώσι τα ίδια εμπορεύματα με την ιδίαν τιμήν των οποίαν τα πωλώσι και εις ημάς τότε λοιπόν πώς είναι δυνατόν ημείς να μεταπωλώμεν τα εμπορεύματα και να κερδαίνομεν τα προς το ζην, αφού μας συναγωνίζονται όλα τα επαγγέλματα;

Όθεν καθικετεύομεν ημάς κύριε Δήμαρχε ίνα λάβετε υπ’ όψιν σας την θέσιν μας ταύτην και ενεργήσετε νομίμως όπως έκαστος των επαγγελματιών περιορισθή και το επάγγελμα το οποίον εδήλωσεν, ήτοι ο μεν έμπορος, το επάγγελμά του το οποίον εδήλωδεν να μετέρχεται και ουχί να δηλώνει έμπορος και έπειτα μετέρχεται και τον έμπορον και τον παντοπώλην και ο οπωροπώλης να δηλώνει διά το επάγγελμά του οπωροπώλου και έπειτα να επαγγέλεται τον παντοπώλην, ήτοι δύο επαγγέλματα και εν γένει έκαστος να επαγγέλεται το επάγγελμα το οποίον εδήλωσεν και ουχί να δηλώνει άλλο επάγγελμα και άλλο να επαγγέλεται, διότι τότε καταστρατηγείται ο νόμος περί επιτηδεύματος και οι νόμοι γίνονται ινα εφαρμόζωνται και ουχί ίνα καταργώνται. Ευελπιστούντες ότι θέλει τύχει προσοχής η παρούσα μας, όπως διορθωθεί η προσγενομένη για μας αδικία. Εν Ηρακλείω τη 15η.1.1902

Υποσημειούμεθα ευσεβάστως

Οι ευπειθέστατοι

Χρήστος Αθανασιάδης

Παναγιώτης Παπουτσιδάκης

Γεώργιος Καταλαγαργιαννάκης

Πέτρος Κανακάκης

Κωστής Φλουρής

Μιχαήλ Σερμετζάκης

Εμμανουήλ Ταβλαδωρίδης

Ιωάννης Μαρκουράκης

Δ. Ζηνάκης

Χαρίλαος Σερμετζάκης

Παναγιώτης Βελεγράκης

Μιχαήλ Καζανιζάκης

Εμμανουήλ Χριστοδουλάκης

Εμμανουήλ Γιαννακουδάκης

Ιωάννης Καρούζος

Δ. Σερπετσιδάκης

Ιωάννης Παπαδογιαννάκης

Αντώνιος Δρακόπουλος

Αντώνιος Χριστοδουλάκης

Εμμανουήλ Σταματάκης

Κ. Σφακιανάκης”.

Ανάμεσα στους Καστρινούς παντοπώλες φαίνονται και οι υπογραφές Μουσουλμάνων παντοπωλών, οι οποίοι διατηρούσαν καταστήματα στην πόλη μας.

Δήμαρχοι του Μεγάλου Κάστρου είναι ο Τουρκοκρητικός Ριφαάτ Αφεντακάκης, επιλογή του ύπατου αρμοστή πρίγκηπα Γεωργίου. Νέα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου είναι οι: Νικόλαος Μιτσοτάκης, Ιωάννης Βογιατζάκης, Κων/νος Σταματάκης, Ανδρέας Καλοκαιρινός, Γεώργιος Ξετρίπης, Χαράλαμπος Νικολετάκης, Γεώργιος Μπαμνιεδάκης, Γεώργιος Ακράτος, Περτέβ Μουλαζαδέ (πρώην δ/ντής του Οθωμανικού Νοσοκομείου), Ρασήχ Ασπράκης, Φραγκίσκος Λαμπίρης, Φαζήλ Μιρασκελτάκης, Σαμής Προβιαδάκης και Χαμτζή Χιεραφτζαδέ.

Την προεδρία πήρε ο Εμμανουήλ Λογιάδης, ενώ προηγούμενος πρόεδρος ήταν ο Αριστείδης Στεργιάδης. Σημείο αναφοράς των Καστρινών αλλά και των επισκεπτών για διάφορες δουλειές ήταν η αγορά της Πλατειάς Στράτας, ο σημερινός δρόμος Καλοκαιρινού. Ήταν αποκλειστικά κέντρο των Χριστιανών, αφού κανένας Τούρκος δεν είχε μαγαζί σ’ αυτή την αγορά. Εκεί συναντούσε ο καθένας τα τζαγκαριά (παπουτσίδικα) του Φωτάκη, του Καρέλλη, του Μουντράκη και άλλων.

Εκεί οι μουστερήδες έδιναν παραγγελιά στους τερζήδες για να τους ράψουν τα ενδύματά τους, πιο πέρα οι χρυσοχόοι και οι παπλωματάδες και φυσικά υπάρχουν τα χάνια, τα καφενεία και τα μαγέρικα. Γεύσεις μοναδικές όπως το νοστιμότατο χταποδοπίλαφο, η καλοψημένη αρνίστικη κοιλιά, ο καλοτηγανισμένος μπακαλιάρος με τα ξεματιστά βραστά κουκιά, τις καλολαδωμένες λαψανόβρουβες και φυσικά το χορταστικό στιφάδο, που στη σάλτσα του βουτούσαν οι περισσότεροι φρέσκο χάσικο ψωμί.

Άφησα τελευταία τα παντοπωλεία της Πλατειάς Στράτας, τα μπακάλικα όπως συνήθιζαν να τα λένε από την τουρκική λέξη bakkallik που σημαίνει: η δουλειά του μπακάλη. Χαρακτηριστική η αναφορά του Μανώλη Δερμιτζάκη, του γνωστού μας μπαρμπέρη – ποιητή, μιας εκ των ξεχασμένων μορφών αυτού του τόπου, όπως θα μας έλεγε και ο αείμνηστος Δήμαρχος Ηρακλείου, ο Μανόλης Καρέλλης.

Γράφει ο Δερμιτζάκης: “Όσοι πάλι είχαν ανάγκη από φαγώσιμα, από μπακαλιάρο παστό, από παστές μυρωδάτες σαρδέλες, φρίσσες καπνιστές, ταλαμά, χαλβά, καλόψητα όσπρια και από ό,τι άλλο είδος μπακαλικής εζητούσανε μαζί με το σαπούνι, ο Καρούζος, ο Χριστοδουλάκης, ο καπετάν Μιχάλης Ψωμής (πρόκειται  για τον πατέρα του Νίκου Καζαντζάκη), ο Σταματάκης, ο Φλουρής, ο Κανακάκης, ο Κωστής ο “χωργιάτης”, με το παρατσούκλι του κι αυτός, με τον Αγιομυριανό Δαμιανάκη, στα ντουκιάνια τους είχαν να δίνουνε στον κάθε μουστερή, ό,τι είδος μπακαλικής ήθελε ως και του Βελεγράκη”.

Αυτά ήταν τα μπακάλικα, τα παντοπωλεία, όπως θα τα θυμούνται οι παλιότεροι, Ηρακλειώτες. Τότε που δεν υπήρχαν τα παγερά πολυκαταστήματα, τότε που κυριαρχούσε η απλότητα και η λιτότητα, χωρίς τις εντυπωσιακές σημερινές βιτρίνες. Και ο μπακάλης, ο μακαρίτης ο πεθερός μου ο Μύρος ο Ζαχαριάς συχνά μου το ‘λεγε “40 χρόνια μπακάλης”, με την χαρακτηριστική του ποδιά και με το μολύβι στο αφτί, προσπαθούσε να εξυπηρετήσει και την πιο απαιτητική του πελάτισσα και τον κάθε επίμονο πελάτη, που “εύκολα τον χάνεις και δύσκολα τον κερδίζεις”, όπως χαρακτηριστικά έλεγε.