Αν και η εφορία μάς έχει “τακτοποιήσει”, φορολογώντας μας και ως αγρότες, εντούτοις δε λέμε να το βάλουμε κάτω. Και θα καλλιεργούμε και θα παράγουμε και θα φορολογούμαστε, Θεού θέλοντος βέβαια,  αλλά και καιρού επιτρέποντος. Θα σταθώ όμως στις δύο τελευταίες λέξεις “καιρού επιτρέποντος”, αφού οι αγροτικές εργασίες που γίνονται την περίοδο των χειμερινών μηνών, προϋποθέτουν καλές μέρες με ήπιες καιρικές συνθήκες.

Η ελαιοσυγκομιδή λοιπόν πρέπει να γίνεται με καλό καιρό για να προχωράει η εργασία και να μην ξαργούν, όπως λένε, εργάτες και αφεντικά. Πολλοί λοιπόν, αυτή την περίοδο της συγκομιδής του ελαιοκάρπου, εναποθέτουν τις ελπίδες τους στις αλκυονίδες ημέρες, στο μικρό όπως λένε καλοκαιράκι, που παρουσιάζεται στην καρδιά του χειμώνα.

“Και στης ζωής τους πιο βαρείς χειμώνες αλκυονίδες μέρες καρτερούν”.

Αυτό το ωραίο δίστιχο, του ποιητή Γεωργίου Δροσίνη, θέλει να μας τονίσει ότι μέσα στις δύσκολες εποχές που περνάμε όλοι μας, σίγουρα μπορούμε και πρέπει να ελπίζουμε ότι θα έρθουν καλύτερες μέρες.

Τον Γεώργιο Δροσίνη, τον γνωστό σε όλους μας ποιητή της “ανθισμένης αμυγδαλιάς”, τον συμπληρώνει ένας άλλος ποιητής, ο Αργύρης Κρανιώτης, ο οποίος χρησιμοποίησε τις αλκυονίδες για να τραγουδήσει την αισιοδοξία:

“Ηλιόλουστες μέρες, γελαζούμενες,

της ζωής χαρά και γιορτάσι,

που κερνάτε τη γλύκα ανοιχτόχερα, σ’ ένα μέσα ολόχρυσο τάσι”.

Τι σημαίνουν όμως οι αλκυονίδες μέρες; Ας αρχίσουμε από την αρχαία ελληνική μυθολογία, την τόσο όμορφη και τόσο διδακτική, η οποία θα μας λύσει κάθε απορία και θα μας απαντήσει σε κάθε μας ερώτημα σχετικά με τις αλκυονίδες μέρες!

«Ζούσε λοιπόν κάποτε μια όμορφη νέα, κόρη του θεού Αίολου και της Αιγιάλης, κόρη των Ανέμων και της Ακτής, η οηοία αγάπησε παράφορα και παντρεύτηκε τον βασιλιά της Τραχνινίας Κηυκα, που ήταν βουτηχτής. Στον τρελό έρωτά τους ο Κηυκας και η Αλκυόνη (αυτό ήταν το όνομα της νέας), δεν σεβάστηκαν τα όρια που είχαν θεσει ο θεοί και αμάρτησαν βαριά απέναντί τους. Οπότε ο Δίας, φύλακας της ηθικής τάξης ανάμεσα σε θεούς και ανθρώπους, τους τιμώρησε.

Μεταμόρφωσε την Αλκυόνη στο θαλασσοπούλι αλκυόνα και τον Κήυκα στο άλλο θαλασσοπούλι τον γλάρο. Η αλκυόνα λοιπόν ζει κοντά στη θάλασσα, στις ακτές όπου γεννάει τ’ αυγά της μέσα στις σχισμές των βράχων, μεσα στην εποχή του χειμώνα, τιμωρία κι αυτό του Θεού, αφού όλα τ’ άλλα πουλιά γεννάνε τα αυγά τους την άνοιξη.

Αλλά το χειμώνα έχει πολλές κακοκαιρίες και θαλασσοταραχές. Και τότε τα άγρια κύματα φτάνοντας μέχρι τους βράχους που εχει τη φωλιά της η Αλκυόνα, της άρπαζαν τα αυγά και την άφηναν χωρίς οικογενεια, αυτήν που τόσο αγαπούσε τον άντρα της και τα παιδιά της. Αυτό ήταν μια τρίτη τιμωρία του θεού, να σε χτυπάει εκεί που πονάς. Οπότε η Αλκυόνα αρχίζει το θρήνο. Εκλαιγε τόοο θρηνητικά, που ο θεός τέλος τη λυπήθηκε.

Φαίνεται ότι είχε επέλθει η εξιλέωση. Κι επειδή δεν ήταν σωστό ο Θεός ν ’ αλλάζει γνώμη και να μεταβάλλει την απόφασή του, πηρε μια άλλη συμπληρωματική και διορθωτική απόφαση. Μέσα στην καρδιά του χειμώνα να γίνονται μερικές μέρες ηλιόλουστες και χωρίς θαλασσοταραχή, γυρω στις δυο βδομάδες, ωστε στο διάστημα αυτό να προφτάσει η Αλκυόνα να γεννάει και να επωάζει τ’ αυγά της, χωρίς να της τα αρπάζουν τα άγρια κύματα. Αυτές λοιπόν οι ηλιόλουστες μέρες του Γενάρη που γίνανε για χάρη της Αλκυόνας, τις ονόμα σαν οι αρχαίοι προγονοί αλκυονίδες».

Ας έρθουμε όμως στο θαλασσοπούλι την αλκυόνα, το οποίο δεν ανήκει στα ωδικά πτηνά. Βγάζει έναν διαφορετικό ήχο και αυτή η ομάδα των πτηνών λέγονται κεκράχτες. Οι κεκράχτες είναι 125 είδη. Ο λαός μας θέλει την αλκυόνα ψαροπούλι, θαλασσοπούλι. Δεν είναι ιδιαίτερα όμορφο πουλί και έρχεται στον τόπο μας αρχές Σεπτεμβρίου έως τα τέλη Μαρτίου.

Πετάει πολύ γρήγορα, όχι πολύ ψηλά. Είναι ιδιαίτερα ορμητικό, μόλις δει κάποιο ψάρι ορμάει αστραπιαία και το αρπάζει για να το μεταφέρει πάνω σε κάποιο βράχο φτιάχνει άτεχνα τη φωλιά του στις σχισμές των βράχων ή στις γούβες των διαφόρων ακτών.

Παρ’ όλα αυτά βέβαια, η αλκυόνα, όπως και ο γλάρος, είναι οικογενειακά πουλιά. Ζει ζευγαρωτά με το σύντροφό της και όχι σε σμήνη. Η παράδοση  τα θέλει να είναι αγαπημένα με το ταίρι τους. Δεν αποχωρίζονται τους συντρόφους τους, παρά μόνο με το θάνατο. Κι αν ο σύντροφος αρρωστήσει ή τραυματισθεί, η Αλκυόνα τον παίρνει στους ώμους της και τον μεταφέρει όταν αποδημούν, τον τρέφει και τον περιποιείται μέχρις ότου γίνει καλά. Το ίδιο και ο γλάρος, ο οποίος τρέφει το γέρο πατέρα του, όταν εκείνος δεν έχει πια δυνάμεις που θα του επιτρέψουν να βρίσκει την τροφή του. Αυτή είναι η αλκυόνα…

Κι εμείς… μέσα σε κάθε βαρυχειμωνιά, πάντα ελπίζουμε και προσμένουμε εκείνες τις μέρες! Να ‘ρθουν καλωσυνάτες και αισιόδοξες… Εκείνες οι αλκυονίδες μέρες του Δροσίνη!