Ντάλα καλοκαίρι του 1836. Στην Ερμούπολη της Σύρου γεννιέται από εύπορους γονείς, αριστοκράτες, ο Εμμανουήλ Ροΐδης. Υπήρξε συμμαθητής του λόγιου συγγραφέα και εμπόρου Δημητρίου Βικέλα, που εξέδιδαν μαζί μια χειρόγραφη εβδομαδιαία εφημερίδα με τίτλο “Μέλισσα”. Ο Ροΐδης χαρακτηρίζεται σαν ο πιο επιδέξιος ξιφομάχος του πνεύματος στη νέα Ελλάδα.

Το μεγαλύτερο βέβαια μέρος του σατιρικού έργου του έχει χαθεί, γιατί κανείς δεν κράτησε τα όσα λέγονταν σε συναναστροφές και συζητήσεις αλλά τουλάχιστον διασώθηκε ένα αληθινό ορυχείο “Αττικού άλατος” όπως μπορεί κανείς να πει, ότι είναι η σατιρική εφημερίδα του “Ασμοδαίος”.  Ο Ροΐδης γράφοντας τα σατιρικά του κείμενα, εμπνεόταν από γενικότερες αντιλήψεις.

Τον οδηγούσε πάντα μια ανώτερη ηθική για την ανόρθωση και τη βελτίωση της χώρας, τόσο από πολιτικής, όσο και από κοινωνικής πλευράς και επειδή ακριβώς γνώριζε την ελληνική ψυχή, όσο κανείς άλλος συγγραφέας της εποχής του, κατόρθωσε με μοναδική επιδεξιότητα ώστε πολλά ευτράπελα να παραμείνουν αναντικατάστατες εικόνες ζωής πραγματικά πολύτιμα βιβλία μιας ολόκληρης εποχής. Με την εφημερίδα του “Ασμοδαίος” πίστευε ότι θα μπορούσε όχι μόνο να αναμορφώσει την κοινωνία αλλά να κατευθύνει και την πολιτική ζωή με ευθύτητα και ηθικότητα.

Είναι αλήθεια ότι πάλεψε αλλά οι πολιτικοί με τις παρανομίες τους τον απογοήτευσαν. Χαρακτηριστικό ένα άρθρο το στον “Ασμοδαίο” όταν τον έκλεισε: “Παραιτούμενοι σήμερον ανωφελούς αγώνες, παρηγορούμεθα δια της εξής σκέψεως: ότι πάντα ανεξαιρέτως τα έθνη κατά περίοδον τινά του βίου των υπέστησαν αισχρόν τινά ζυγόν.

Κατά το δέκατον πέμπτον αιώνα εδέσποζον εν Ισπανία οι ιεροεξετασταί κατά τον δέκατον έκτον οι δολοφόνοι εν Ιταλία και κατά τον δέκατον όγδοον εν Γαλλία αι πόρναι. Ούτω και παρ’ ημίν σήμερον αι βδέλλαι του προϋπολογισμού”.

Στην περίφημη “χυτρομαχία” του ο Ροΐδης λέει για τους Έλληνες ότι όπως και οι Ινδοί διαιρούνται αντί για φυλές σε τρεις κατηγορίες:

α) σε συμπολιτευόμενους, οι οποίοι έχουν κοχλιάριον και το βυθίζουν στη χύτρα του προϋπολογισμού.

β) σε αντιπολιτευόμενους οι οποίοι δεν έχουν κοχλιάρον και με κάθε τρόπο επιζητούν να το αποκτήσουν.

γ) σε εργαζόμενους που ούτε έχουν, ούτε ζητούν κοχλιάριον αλλά πάντοτε προσπαθούν να γεμίσουν τη χύτρα με τον ιδρώτα τους.

Το μεγάλο βάρος των στρατιωτικών δαπανών που φαίνεται, ότι αποτελεί μια πολύ παλιά πληγή του τόπου μας, απασχολεί και τον Ροΐδη στα σατιρικά, αλλά με ιδιαίτερο νόημα κείμενά του, που δημοσιεύτηκαν κατά αιρούς στον “Ασμοδαίο”. Ετσι κάπου γράφει:

“Εξ όλων των διπόδων των κατοικούντων επί του πλανήτη μας ο Έλλην στρατιώτης είναι το ολιγαρκέστερον και εν τούτοις το δαπανηρότερον. Αρκείται μεν εις άρτον και ελαίας, αλλ’ ίνα διοικηθεί, έχει φαίνεται ανάγκη, στρατηγών, ταγματαρχών, λοχαγών, ανθυπασπιτών, λοχιών και δεκανέων, δεκαπλασίων των αλλαχού, η δε απαραίτητος αύτη ανάγκη καταδικάζει ημάς να μην έχωμεν στρατόν”!.

Αυστηρός ο Εμμανουήλ Ροΐδης με τους κανόνες της καλής συμπεριφοράς δίνει μέσα από κάποιο σατιρικό του κείμενο οδηγίες σε πολλούς Αθηναίους που κατέχουν δημόσια αξιώματα και ακόμα συχνάζουν στις βασιλικές αίθουσες. Λέει λοιπόν:

“Κατά τον σοφόν κουμφούκιον τρία είναι τα γνωρίσματα λαού εξευγενισμένου:

α) το κλείειν την θύρα πάντοτε μεν και μάλιστα εν ώρα χειμώνος.

β) το ουδέποτε ερωτάν γυναίκα περί της ηλικίας αυτής, ούτε άπορον πώς προμηθεύεται τα αναγκαία.

γ) το αφαιρείν τον πίλον, όταν κάθηται τις εις δείπνον.

Τέλος η πολιτική είναι πάντοτε μέσα στα ενδιαφέροντά του και μάλιστα προσπαθεί να βοηθήσει στη δημιουργία ενός πολιτισμένου τρόπου λειτουργίας των θεσμών και να δώσει πάλι μέσα από σατιρικά κείμενα συμβουλές για τον τρόπο συμπεριφοράς των ανθρώπων που μετέχουν στη διαχείριση των κοινών.

“Οι Άγγλοι έχουν δύο βουλάς, μίαν άνω και μίαν κάτω. Ημείς έχομεν μίαν μόνον… άνω-κάτω”.

Ο Ροΐδης δίνει και σε πολλές άλλες λέξεις τις δικές του εξηγήσεις, που αντικατοπτρίζουν πρόσωπα και πράγματα της εποχής του.

Αγέλαστος, ο πεπαυμένος της θέσεως αυτού.

Αβέβαιος, πας ανερχόμενος την υπουργικήν έδραν.

Αβράβευτος, κατά φυσικόν κανόνα πας άξιος βραβεύσεως.

Αγαθός, πολίτης δίδων γεύματα, εσπερίδας, συναναστροφάς και παραβλάπτων μόνον το θυλάκιόν του.

Άγαλμα, νεάνις δεκαπενταέτις, πρώτην φοράν ευρισκομένη εν συναναστροφή.

Χαρακτηριστικό το μυθιστόρημά του, Πάπισσα Ιωάννα, του οποίου ολοκλήρωσε τη συγγραφή το 1866 και μ’ αυτό το έργο σατιρίζει την κλήρο της Δυτικής Εκκλησίας κατά την περίοδο του Μεσαίωνα.

Την περίοδο 1890-1900 δημοσίευσε το μεγαλύτερο μέρος του καθαρά αφηγηματικού έργου του που περιλαμβάνει αρκετά διηγήματα.

Μέχρι το τέλος της ζωής του συνεργαζόταν με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες της εποχής στα οποία δημοσίευσε διηγήματα και κριτικά άρθρα. Πέθανε στην Αθήνα στις 7 Ιανουαρίου 1904. Αυτός  ήταν ο Εμμανουήλ Ροΐδης.