Μπορεί να είναι ακόμα και μεμονωμένα δέντρα, τμήματα δάσους, περιοχές με σπάνια είδη φυτών που παρουσιάζουν μεγάλη βοτανική, αισθητική ή ιστορική αξία. Για την προστασία των διατηρητέων μνημείων της φύσης ισχύουν οι ίδιοι κανόνες που ισχύουν για τους πυρήνες των εθνικών δρυμών.
Όταν η ματιά πέφτει σε τέτοια δέντρα, κυρίως στις αιωνόβιες ελιές, τότε ένα ταξίδι στο χρόνο αρχινά.
«Μια διαδρομή στους δρόμους και στα μονοπάτια των αιωνόβιων ελιών της Κρήτης, αναζητώντας τους αρχαίους μύθους, τα ιερά και ιστορικά ελαιόδεντρα που ξεγέλασαν τον πανδαμάτορα χρόνο και συνεχίζουν ακόμη αγέρωχα την πορεία τους και τη μεγάλη προσφορά τους στον άνθρωπο».
[ «Οι αιωνόβιες ελιές της Κρήτης» του Μανόλη Τσαντάκη ].
Σε μια από αυτές τις διαδρομές “γνώρισα” την αιωνόβια ελιά στην αγκαλιά της οποίας εξελίχθηκε μια παράξενη ιστορία. Σ’ αυτή την ελιά λέει η προφορική παράδοση διαδραματίστηκε μια ιστορία αγάπης ίσως γνωστής σε λίγους. Ήτανε, λέει, στα χρόνια της οθωμανικής κατοχής, ένα κορίτσι μόλις 12 χρόνων, κόρη του παπά του χωριού. Όμορφη πολύ η Κερασούλα, έτσι την έλεγαν γιατί ήταν σαν κεράσια τα χείλη της.
Η Κερασούλα λοιπόν πήγαινε κάθε μέρα με το γαϊδουράκι της στη βρύση για να γεμίσει τα λαγήνια νερό και να τα πάει στο σπίτι. Ένα σούρουπο της Άνοιξης κοντά στο Πάσχα στη βρύση ήταν κι ένας νεαρός Οθωμανός ο Αλής.
Τη ρώτησε αν θέλει να της δώσει από το λαγήνι του λίγο νερό να ξεδιψάσει και το κορίτσι αμήχανο αλλά και φοβισμένο απάντησε βιαστικά ένα “ναι” και μετά ένα “όχι” και ανέβηκε στο γαϊδουράκι της και άρχισε να τρέχει προς το χωριό. Όμως το αγόρι δεν ήθελε να της κάνει κακό και την περίμενε τα επόμενα σούρουπα για να της δώσει το λαγήνι το νερό.
Ένα από τα όμορφα δειλινά του Απρίλη ο μικρός περίμενε το κορίτσι κάτω από την ελιά κοντά στη βρύση.Η Κερασούλα μόλις έφτασε στη βρύση έψαχνε βιαστικά με το βλέμμα της τον μικρό Αλή, όταν οι ματιές των μικρών συναντήθηκαν, τότε συνέβη κάτι το απροσδόκητο η μικρή έτρεξε να τον αγκαλιάσει και να κρυφτεί την αγκαλιά του.
Όμως, επειδή είχε ήδη καθυστερήσει, ο πατέρας της κατηφόρισε προς τη βρύση για να τη φωνάξει φοβούμενος τον κατακτητή.
Τότε βρέθηκε σ’ ένα απρόσμενο θέαμα και εδώ στη ρίζα του δέντρου από υπέρτατη συναισθηματική φόρτιση, απέθαναν και οι τρεις.
Λένε πως τριγυρνάνε γύρω από τη βρύση τις ημέρες του Απρίλη, κοντά στο σούρουπο.
Αυτή ήταν μία από τις τόσες πολλές ιστορίες και θρύλους για τις αιωνόβιες ελιές και τα πλατάνια που φέρουν επάνω τους και μεταφέρουν στους αιώνες ως άγια κληρονομιά για όλους μας.
* Η Εύα Καπελλάκη – Κοντού είναι εκπαιδευτικός και αρθρογράφος Lettere Classiche degli studi dell’ Universita’ di Napoli “Federico II”.