Ο μπαρμπα  Στέφανος  μερικές φορές σκέφτεται  ψιθυριστά. Δηλαδή  ενώ σκέφτεται, λέει ψιθυριστά  τις σκέψεις του. Δηλαδή παραμιλάει.  Άλλες πάλι φορές  πιάνει τον εαυτό του να έχει ανοίξει π. χ. ένα συρτάρι και στο μεταξύ να έχει ξεχάσει γιατί το άνοιξε. Τι ήθελε να πάρει. Ή δεν θυμάται  πού έβαλε το χαρτί του λογαριασμού της ΔΕΗ. Και επί ώρες ψάχνει να το βρει. Άλλες φορές, ενώ  έχουν βγει έξω, δεν θυμάται και αμφιβάλλει αν κλείδωσε την πόρτα ή αν άφησε την βρύση ανοιχτή ή αν άφησε κάποιο φως αναμμένο ή αν πάτησε το καζανάκι της τουαλέτας…

– Γεράματα, μπαρμπα Στέφανε…

– Μωρέ, καλό είναι να είναι απλώς  γεράματα. Μόνο να μην είναι αρχές κανενός  αλτσχάιμερ…

– Αυτά προέρχονται από τις έγνοιες. Εμείς οι ηλικιωμένοι όλο σκέψεις κάνουμε. Σκεφτόμαστε εντόνως, και πολλά. Και με τις σκέψεις μας δεν προσέχουμε αυτά που κάνουμε. Και μετά δεν θυμόμαστε αν κάναμε αυτό που θέλαμε ή όχι, γιατί εκείνη τη στιγμή άλλα σκεφτόμασταν. Όλοι οι ηλικιωμένοι το παθαίνουμε αυτό. Εξάλλου αδυνατίζει και το μυαλό μας.

– Μα προχθές  ετοίμασα τσάι και ξέχασα το μάτι της ηλεκτρικής κουζίνας  επί ώρες αναμμένο. Θύμωσε και με μάλωσε η γυναίκα μου. Με το δίκιο της. Και πολλές φορές ξεχνώ και το φως της αποθήκης μας να σβήσω. Ή, πολύ χειρότερο, ντροπή, τις προάλλες ξέχασα να τραβήξω και να κλείσω το φερμουάρ του παντελονιού μου… Το φαντάζεσαι;

– Δηλαδή κυκλοφορούσες  με τα μαγαζιά σου ανοιχτά, μπαρμπα Στέφανε!

– Να πας να σε δει ένας  νευροψυχίατρος, τον συμβούλεψε ο μπαρμπα Λάμπης.

«Νευροψυχίατρος!» σκέφτηκε ο μπαρμπα Στέφανος. «Μήπως είμαι τρελός και δεν το καταλαβαίνω;  Όμως η κυρα Ασπασία – αυτή είναι η γυναίκα του – μου λέει ότι απλώς είμαι πολύ αφηρημένος…»

– Μη στενοχωριέσαι, μπαρμπα Στέφανε. Είπαμε: Όλοι οι ηλικιωμένοι τα παθαίνουμε αυτά. Την προπερασμένη Κυριακή, που γυρίσαμε από μια επίσκεψη στη Μεσαρά, ανακάλυψα ότι δεν κρατούσα κλειδί της εξώπορτας  του διαμερίσματός μας. Ούτε η γυναίκα μου κρατούσε το δικό της. Αναγκαστήκαμε να καλέσουμε, αργά τη νύχτα, ειδικό κλειδαρά για να μας ανοίξει. Μεγάλη ταλαιπωρία. Και ακόμη δεν έχω βρει το κλειδί. Ένας Θεός ξέρει  πού το άφησα, πού το έχασα.

– Κι εμείς, πρόσθεσε ο μπαρμπα Λάμπης, παλιά στη Θεσσαλονίκη – τότε μέναμε εκεί – όταν έγινε ο μεγάλος σεισμός, νύχτα, και πεταχτήκαμε όλοι με τα σώβρακα έξω, αναγκαστήκαμε να καλέσουμε κλειδαρά, μετά τα μεσάνυχτα, για να μας ανοίξει.

Ο μπαρμπα Στέφανος  έφυγε από το καφενείο πολύ σκεφτικός εκείνο το μεσημέρι.