Κάνουμε το αυτονόητο, όταν πραγματικά θέλουμε να πετύχουμε έναν στόχο: Εξαντλούμε όλες τις προσπάθειές μας. Μετά βέβαια, την ευόδωσή του κυριαρχεί η ικανοποίηση. Επέρχεται η χαλάρωση. Την ένταση διαδέχεται η επανάπαυση. Το αποτέλεσμα είναι τα αντανακλαστικά να αμβλύνονται, πιστεύοντας ότι τώρα μπορούμε να απολαύσουμε τις δάφνες του άθλου μας.

Το αντίθετο συμβαίνει όταν ο στόχος δεν επιτυγχάνεται. Συνήθως, αναδιπλωνόμαστε. Καταφεύγουμε στον απόλυτο αρνητισμό επικρίνοντας αδιακρίτως τους πάντες. Και την ίδια στιγμή θεωρούμε τον εαυτό μας αυθεντία, διότι ενώ αξίζαμε αδικηθήκαμε.

Τις παραπάνω συμπεριφορές δεν τις βλέπουμε μόνο στην προσωπική μας ζωή. Αλλά και στον δημόσιο βίο. Μάλιστα, παρουσιάζονται ιδιαίτερα έντονες στον κόσμο της πολιτικής. Έτσι, οι κυβερνώντες έπειτα από την εκλογική τους επιτυχία διανύουν μια περίοδο αυταρέσκειας, αυτοθαυμασμού και ενίοτε ναρκισσισμού. Το κυριότερο, κινδυνεύουν να βρεθούν αποκομμένοι από τη ζώσα πραγματικότητα. Το σύνδρομο της εξουσίας κατατρέχει όσους την ασκούν. Η άμυνα απέναντί του είναι περισσότερο από αναγκαία. Απαιτούνται οι αντοχές του μαραθωνοδρόμου.

Οι αντιπολιτευόμενοι από την άλλη, καθώς ηττήθηκαν στην κάλπη και βρίσκονται εκτός μάχης, αντιμετωπίζουν διαφορετικά προβλήματα. Δυσκολεύονται να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Ξιφουλκούν κατά των αντιπάλων τους, καταγγέλλοντάς τους διαρκώς, ακόμη κι όταν οι κατηγορίες τους δεν ευσταθούν. Το σημαντικότερο, παλινδρομούν στις γνώριμες πρακτικές του παρελθόντος. Νομίζουν πως με αυτές θα κερδίσουν το χαμένο έδαφος.

Παρακολουθώντας την κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση, εύκολα διαπιστώνουμε τα ανεπιθύμητα συμπτώματα που περιέγραψα προηγουμένως. Η μεν πρώτη δείχνει ότι μετά την ανάβασή της στην κορυφή εμφανίζει υπέρμετρη ευαρέσκεια. Οι ρυθμοί της έχουν πέσει. Η αποτελεσματικότητά της σε καίριους τομείς δοκιμάζεται. Τα κρούσματα ελαφρότητας και επιπολαιότητας ορισμένων στελεχών της απομειώνουν τη διαχειριστική της επάρκεια. Ουσιαστικά, κινείται με δύο ταχύτητες. Η παραγωγή έργου είναι ετεροβαρής. Το γεγονός ότι η ευρύτερη κοινή γνώμη επιβραβεύει τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και την κυβέρνησή του καλύπτει τις μέτριες επιδόσεις κάποιων υπουργών της. Ωστόσο, η πολιτική εξασθένιση αποτελεί υπαρκτό κίνδυνο.

Ο δε ΣΥΡΙΖΑ, αδυνατεί να χαράξει σταθερή γραμμή πλεύσης. Η δυστοκία του αυτή τον ταλανίζει καθιστώντας ατελέσφορη την αντιπολιτευτική του τακτική. Οι αντιφάσεις και οι αντιθέσεις που τον διαπερνούν κατακερματίζουν τον δημόσιο λόγο του. Ο πολιτικοϊδεολογικός του εξοπλισμός παραπέμπει σε προγενέστερες δεκαετίες. Η ανθεκτικότητά του υποχωρεί. Η εξαγγελθείσα από τον Αλέξη Τσίπρα μετεξέλιξη του κόμματός του παραμένει μετέωρη. Ο πρώην πρωθυπουργός δεν έχει ακόμη αποδείξει ότι μπορεί να ενσαρκώσει μια αποτελεσματική στρατηγική. Το μείζον πρόβλημα του πολιτικού του χώρου είναι ότι η πλειονότητα των στελεχών του αποπνέει αναχρονισμό.

Πέρα, λοιπόν, από τις δημοσκοπικές ερμηνείες και τις μονομέρειες κάθε πλευράς, κάλλιστα θα έλεγα ότι το κυβερνητικό σχήμα του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει ανάγκη να τονώσει περαιτέρω τη δυναμική του. Διαφορετικά, θα υποστεί την αναπόφευκτη φθορά. Άλλωστε, παραφράζοντας υστερόβουλα τον Ανδρέα Εμπειρίκο θα έλεγα ότι κάθε κυβέρνηση «είναι ανάπτυξι ποδηλάτου». Διατηρεί τις απαιτούμενες αντοχές όταν βρίσκεται σε συνεχή κίνηση και αναπτύσσει μεγαλύτερη ταχύτητα.

Τέλος, η αξιωματική αντιπολίτευση του Αλέξη Τσίπρα, για να γίνει σύγχρονη, χρειάζεται τολμηρές αναθεωρήσεις και ουσιαστικές αναπροσαρμογές. Ο πολιτικός πρωτογονισμός που τη διακρίνει την κρατά καθηλωμένη στο παρελθόν. Η αδυναμία της να εκφράσει ένα ευρύ εκλογικό ακροατήριο το επιβεβαιώνει.

Στον πολιτικό ανταγωνισμό νικητές και ηττημένοι κρίνονται και αξιολογούνται, οι πρώτοι για την αποτελεσματικότητά τους κι οι δεύτεροι για την προσαρμοστικότητά τους.

 

* Ο Γιώργος Πανταγιάς είναι σύμβουλος στρατηγικής και επικοινωνίας, πρόεδρος και διευθ. σύμβουλος της POLITY AE