Το φαντάζεστε; Να συναντούσα πριν από 125 χρόνια τον Νικόστρατο Καλομενόπουλο, ανθυπολοχαγό του πεζικού και να μου έλεγε: “Στη Μεσαρά θέλεις να πας; Δεν βρήκες κάπου αλλού; Θα χρειαστείς αρκετό χρόνο για να φθάσεις στον προορισμό σου”.

Και εγώ ερωτικός μετανάστης-περιηγητής καθότι, θα τον ρωτούσα: “Πόση είναι η χρονική διάρκεια από Ηράκλειο για Μοίρες;”. Πιστεύω θα μου έλεγε: “Προκειμένου να φθάσεις στον επιθυμητό σου προορισμό, θέλεις έντεκα ώρες και εικοσιπέντε λεπτά”. Περιηγητές τότε ονόμαζαν τους τουρίστες, εμείς κάπου λιγάκι διαφέρουμε απ’ αυτούς και μπορούμε να χαρακτηρισθούμε ως μετανάστες. Όσον αφορά στον επιθετικό προσδιορισμό δεν χρειάζονται άλλοι χαρακτηρισμοί, αφού είμαστε αυτοί που είμαστε. Ας είναι όμως, θα επανέλθω στο σκεπτικό και στις μαρτυρίες του Καλομενόπουλου, όπως αποτυπώνονται εν έτει 1894. Οδός από Ηράκλειον διά Αγίας Βαρβάρας εις Τυμπάκιον (ώρα 14.35). Μας ενημερώνει λοιπόν για όλα αυτά με κάθε λεπτομέρεια ο ανυπολοχαγός του πεζικού. Είμαι υποχρεωμένος να κρατήσω το ύφος των κειμένων του.

“Πάσαι αι οδοί εισίν ατραποί (μονοπάτια) κατά το μάλλον και ήττον βαταί εις ημιόνους (μουλάρια), αναλόγως της φύσεως του εδάφους, αι πλείσται όμως εισί μετά δυσκολίας βαταί εις πεφορτωμένους ημιόνους.

Ολίγοι τινές χείμαρροι και ρύακες ζεύγνυνται διά γεφυρών, των δε πλείστων η διάβασις γίγνεται διά της κοίτης αυτών, όθεν κατά την εποχήν των βροχών συχνότατα διακόπτονται αι συγκοινωνίαι επί δύο, τρεις ή και περισσοτέρας ημέρας.

Η οδός αύτη αναχωρούσα από της Πύλης των Χανίων βαίνει προς Δ. μέχρι της γεφύρας του Ξεροποτάμου, είτα τρέπεται προς Ν. και ανέρχεται την ομαλήν χώραν του λεκανοπεδίου του Γιοφύρου μέχρις Αγ. Βαρβάρας οπόθεν κατέρχεται προς την Μεσαράν (λεκανοπέδιον του Γέρο Ποταμού και διευθυνομένη προς Ν.-Δ. καταλήγει εις το χωρίον Τυμπάκιον. Από Ηρακλείου μέχρι της θέσεως Σκυλοχωριό (απόστ. 3 ωρών) είναι βατή εις αμάξας, εκείθεν μέχρι Μητροπόλεως (απόστ. 5 ωρών) καθίσταται δυσβατωτέρα, άρχεται δε πάλιν ούσα βατή εις αμάξας από Μητροπόλεως μέχρι Τυμπακίου (απόστασις 6 1/2 ωρών).

Η οδός αναχωρούσα από της Πόρτας των Χανίων διέρχεται επί διά μέσου Τουρκικών και Ελληνικών νεκροταφείων και μετά από τούτων διέρχεται την λιθόκτιστον δίτοξον γέφυραν του Γιοφύρου.

Εντεύθεν η οδός άγει διά μέσου αμπέλων και ελαιώνων, συναντά φρέαρ μετά κουμπέ και ερημοκλήσιον, μετά δε από της γεφύρας του Γιοφύρου διέρχεται την μονότοξον γέφυραν του χειμάρρου Ξεροποτάμου και μετά χάνιον μετά φρέατος, ολίγον δε πέραν τούτου έτερον χάνιον (Τουρκικόν) μετά φρέατος.

Μετά η οδός αφικνείται εις την θέσιν του Σαϊτ-Μπέη το Πήδημα ένθα χάνιον μετά φρέατος, και μετά εις θέσιν Λεύκον ένθα πηγή ολίγου ύδατος. Μετά διέρχεται την μικρά γέφυραν Σταυρακιανήν Καμάραν (κάτωθεν του χωρίου Σταυράκια), εκείθεν δε μετά αφικνείται εις θέσιν Σκυλοχωριό, ένθα πηγή υδατος ουχί όμως καθαρού και 1 φρέαρ. Η οδός βατή ούσα εις αμάξας μέχρις εδώ καθίσταται πλέον δύσβατος καί ανερχομένη αφικνείται μετά εις το χωρίον Δαφναίς προ του οποίου ανεμόμυλοι.

Εντεύθεν η οδός επί επιπέδου εδάφους βαίνουσα συναντά μετά χάνιον μετά πηγής ύδατος και φρέατος, μετά δε την μεγάλην λιθίνην και μονότοξον γέφυραν Αυγενικιανή Καμάρα (κάτωθεν του χωρίου Αυγενική). Εντεύθεν ανερχόμενη πάλιν η οδός αφικνείται μετά «εις του Δρακάκη τον Κάμπο», χώρον επίπεδον, και μετά συναντά την «Σπαρτόβρυσιν», πηγήν αφθόνου ύδατος, μεθ ην αμέσως διέρχεται την θέσιν «Πρινιανά Χαράκια», είτα προς Α. το χωρίον Πρινέ και μετά (από της Σπαρτόβρυσης) αφικνείται εις το χωρίον Αγ. Βαρβάρα.

(Η οδός από Πρινέ μέχρις Αγ. Βαρβάρας δεσπόζεται υπό αμυντικού στρατώνος εκτισμένου επί του υψηλού λόφου Κεφάλας). Μετά η οδός εισέρχεται εις τα Μουλιανά Λειβάδια και συναντά μετά πηγήν αφθόνου ύδατος, εντεύθεν δε μετά αφικνείται εις την βραχώδη θέσιν Ανεγύροι, δεξιόθεν της οποίας υψούται ο λόφος Ραφθιανή Κεφάλα, εφ ου είναι εκτισμένος οχυρός πύργος. Εντεύθεν κατερχομένη η οδός συναντά μετά (από των Ανεγύρων) κρήνην «Του Γιακούφη η βρύση» (ρέουσαν μέχρι του Μαΐου) και μετά από ταύτης διέρχεται προς Δ. του χωρίου Βουρβουλίτη ένθα συναντά πηγήν αφθόνου ύδατος «το Βουρβουλιθιανό Καβούσι». Μετά η οδός εισέρχεται εις την φάραγγα των Αγ. Δέκα, μετά δε, από της εν τη φάραγγι εισόδου, αφικνείται εις τον ναόν «Παναγιά της Κεράς» (Μητρόπολις πέριξ της οποίας κείνται τα χωρία, Αγ. Δέκα, Αμπελούζος και Μητρόπολις). Εντεύθεν άγει διακλάδωσις προς το χωρίον Μπόμπια. Ακολουθούσα δε η οδός την προς το Τυμπάκιον (προς Ν.-Δ.) διέρχεται μετά αριστερόθεν του χωρίου Καστέλλι, μετά διέρχεται μεταξύ των χωρ.  Σεφεριανά και Καππαριανά και μετά αφικνείται εις το χωρίον Μοίραις. Μετά διέρχεται τον ρύακα Γερο-Ποταμόν και μετά προς Β. του χωρίου Καλύβια, μετά αφικνείται εις το χωρίον Βόροι και μετά εις το χωρίον Τυμπάκιον».

Εδώ πρέπει να γίνουν ορισμένα σχόλια, όπως π.χ. για τους Κουμπέδες. Οι κουμπέδες υπήρχαν στους κυριότερους δρόμους του νησιού μας, στους δρόμους δηλαδή που είχαν κίνηση. Ήταν λιθόδμητες δολωτές κατασκευές, σαν στέγαστρα σε περιοχές που υπήρχε συνήθως νερό από κάποιες πηγές προφανώς. Οι κουμπέδες εξυπηρετούσαν τους οδοιπόρους.

Το Σκυλοχωριό ήταν ένας οικισμός που βρισκόταν μετά την Σταυριακιανή καμάρα πηγαίνοντας προς τις Δαφνές. Από εκεί περνούσε ο δρόμος για Μεσαρά. Αργότερα έγινε και η διάνοιξη του άλλου δρόμου που διακλαδίζεται στην περιοχή της καμάρας για Μοίρες. Τα πρινιανά χαράκια είναι εκείνοι οι τεράστιοι βράχοι που βλέπουμε πηγαίνοντας από Ηράκλειο Αγία Βαρβάρα λίγο πριν από το χωριό.

Ποτέ όμως αυτός ο δρόμος δεν άφησε ήσυχους ούτε τους άρχοντες (τους υπεύθυνους), ούτε τους αρχόμενους. Πάντα υπήρχαν παράπονα και όλοι επιθυμούσαν την κατά το γρηγορότερο δυνατόν, κατασκευή και οκοκλήρωσή του. Πιο συγκεκριμένα σε άρθρο της η καθημερινή ηρακλειώτικη εφημερίδα “ΝΕΑ ΕΦΗΜΕΡΙΣ” στις 10 Μαΐου 1914 κάνει έκκληση στον Γενικό Διοικητή Κρήτης μέσω του Νομάρχη, όωπς επιληφθεί διαφόρων σοβαρών ζητημάτων που απασχολούν την περιοχή της Μεσαράς, ανάμεσα στα οποία είναι και η αποπεράτωση της αμαξιτής οδού Ηρακλείου-Αγίας Βαρβάρας Μεσαράς.

Σας αναφέρουμε απόσπασμα από το άρθρο αυτό: “Προ παντός δε τονίζομεν ότι σήμερον, υπό ένα τοιούτον Γενικόν Διοικητήν του οποίου η όρεξις για το γενικό καλόν είναι παμμεγίστη δεν επιτρέπεται πλέον να μη περατωθεί έστω και διά ημερομησθίων εργατών ως επιτακτικής ανάγκης το υπόλοιπον τμήμα της αμαξιτού οδού Αγίας Βαρβάρας – Μεσσα- ράς.

Είναι δε τρομακτικόν να φαντάζητε κανείς διά την κατασκευήν ολίγων χιλιομέτρων, ίσως επτά, να ζητούντια μελέται κ.λπ. διά να αποπερατωθεί μία οδός απολύτου ανάγκης δια τον νομόν Ηρακλείου”.

Πέντε χρόνια αργότερα στις 26 Φεβρουαρίου 1919 οι βουλευτές Νομού Ηρακλείου Μιχαήλ Μανασσάκης και Μιχαήλ Σακλαμπανάκης συμμερίζονται την ψυχική οδύνη των κατοίκων, απευθύνονται στον Διοικητή Δημοσίων Έργων για ταχεία εκτέλεση των έργων του δρόμου Αγίας Βαρβάρας-Βουρβολίτη και Αγίων Δέκα και παίρνουν την παρακάτω απάντηση:

“Γενικός Διοικητής υπέβαλεν υπουργείον Συγκοινωνίας μελέτην οδού Μεσσαράς, τμήμα Αγίων Δέκα Μοιρών προς έγκρισιν. Παρακαλούμεν ενεργήσητε εγκριθή ταχέως και αποσταλή φάκελλος προς δημοπράτησιν”. Επειδή όμως η μελέτη περιείχε ατέλειες, οι παραπάνω βουλευτές ενημερώνονται από τον συνάδελφό τους Γεώργιο Μαρή με το παρακάτω τηλεγράφημα:

“Μελέτη Μεσσαράς επιστράφη Κρήτην ως περιέχουσα ατελείας”.

Μακάρι να ήταν η πρώτη φορά. Πόσες τέτοιες μελέτες επιστράφηκαν, πόσα πέρασε αυτός ο δρόμος, πόσα “είδαν” τα μάτια του. Ας πούμε όμως, έστω και μετά απ’ όλα αυτά.

Τέλος καλό, όλα καλά. Ας ευχηθούμε αυτός ο δρόμος να είναι καλότυχος και καλοτάξιδος, να τον σεβαστούν όλοι οι οδηγοί, τηρώντας τους κανόνες ασφαλείας και σεβόμενοι παράλληλα τη ζωή τους.