Μεσημεριάτικα κουδούνισε το κινητό μου τηλέφωνο και πριχού να πω «ομπρός», ήβαλε τσοι φωνές από την άλλη άκρη ο Αρχοντοτσικαλομανωλέας:
-Κοιμάσαι Άρχοντα του Χαυγά και του Χώνου; Ανέ κοιμάσαι, σκώσου και γροίκα τα κατορθώματα του κολλητού μας του Ζαχαριή οντέν ήτονε μικιός, να σκάσεις στα γέλια… Και ήρχιξε «χειμαρρωδώς» την εξιστόρηση ντου…
Είναι αλήθεια πως είναι βάλσαμο αναντρανιστικό οι εξιστορήσεις του Τσικαλομανωλέα στις κακές ώρες που συναντούμε συχνά στο σεργιάνισμα μας στη ζωή και μοιράζομαι τη σημερινή με όσους έχουν ανάγκη να ξεστρατίσουν τη βαοθυμιά* τους, έστω για λίγες στιγμές…
Ο «αδελφοποιτός» μας ο Ζαχαριής, εδά σκιάς είκοσι χρόνους που κάνουμε παρέα, ξεκλειδώνει με επιτυχία τη κακοκεφιά μας και κάνει τη καρδιά μας περιβόλι στη κυριολεξία με τη πρώτη τσιμπιά από το φαρμακερό βουκέντρι* της γλώσσας μας, που πάντοτε το έχομε έντρομα*. Μα φαίνεται πως την ικανότητα να σκορπά την κακοκεφιά και να σαρκάζει τα δικά ντου και των άλλων τα παθήματα, την είχε από μικιό κοπέλι ή τουλάχιστον είχε στο DNA του στη σκανταλιά! Μα έχει και μια μοναδική μνήμη και αφηγηματική ικανότητα που έστησε τις προάλλες στο καφενείο του Μπιγκσάιζ, Παναγία τον Τσικαλομανωλέα με την αφήγηση του και από στόμα σε στόμα έφθασε σε μένα και ήπιασα το βούκινο σε «ελεύθερη μετάφραση».
– Για πήγαινε για δε πήγαινε ακόμη στο σκολειό και τέτοια εποχή της άνοιξης επήρε ολομόναχος το πρόσαργο* προς τη Μεγάλη Βάγγα όξω από το Τζερμιάδω, να βρει χοχλιούς να του τσοι κάμει μπουμπουριστούς το βράδυ η μάννα ντου, γιατί είχε βαρεθεί το κοπέλι τσοι βρούβες και τσοι τηγανιστές πατάτες… Πάνω εκεί στο ξεπετράδισμα του τράφου, βρίσκει κάτω από μια πλάκα ένα ζευγάρι σκουριασμένες παλιές χειροπέδες άγνωστης ηλικίας και προέλευσης και άρχισε να τις περιεργάζεται. Για λούρα* του ζυγού των βοδιών του φανήκανε και σκέφτηκε πως ίσως έπαιρνε και ρεγάλο ανέ τα πήγαινε το βράδυ του πατέρα ντου. Η απόλυτη άγνοια για το εύρημα, η παιδική περιέργεια και το γεγονός ότι ήταν σκιάς σαράντα μέρες, μεγαλύτερος από το διάβολο (όπως όλα τα παιδιά), έκαναν συλλογικά το διαολοθαύμα τους: Κατάφερε και φόρεσε τις χειροπέδες στα ποδαράκια του και ο παρευρισκόμενος διάβολος τις κλείδωσε και βρέθηκε ο μικρούλης Ζαχαριής μπουζασμένος* ως πρόβατο επί σφαγήν… Άδικα προσπαθούσε επί ώρα να ελευθερωθεί και να το βάλει στα πόδια για το χωριό προτού αρχίσει η μάννα του να τον ψάχνει και να του μαυρίσει τον πωπό με τη κυδωνόβιτσα. Απελπισμένος έβαλε τα κλάματα και τις φωνές και για καλή ντου τύχη τον άκουσε ο Γαζωζάς που περνούσε από κοντά και πήγαινε με το γαϊδούρι του δυό κόφες πατάτες σπορικές στο κήπο του για φύτεμα. Εσίμωσε και ήβαλε τα γέλια μα αμέσως κατάλαβε πως η περίπτωση ήτανε σύνθετη, αφού ούτε κι αυτός κατάφερε να ελευθερώσει τα ποδαράκια του κοπελιού από τις χειροπέδες.
Εφόρτωσε το μικρό Ζαχαριή μπουζασμένο μεσοσώμαρα του γαϊδάρου και τον πάει κατευθείαν του Χαρκιά: -Μανώλη κόψε τούτους του χαλκάδες του κοπελιού από τα πόδια να πάει στη μάννα του γιατί ανέ το μάθει ο κύρης του δα του κάμει μαύρο το κώλο το βράδυ.
Ελύτρωσε με τα χίλια ζόρια ο Χαρκιάς το Ζαχαριή από τα δεσμά ντου και δεν επρόλαβε να δει ούτε την αποσβουρά ντου, μόλις κατάλαβε πως του ‘κοψε
τα σίδερα… Από τη γωνία του πέταξε ένα «ευχαριστώ μπάρμπα» και χάθηκε στα σοκάκια του χωριού!
Λεξάρι:
λούρα: Ιμάντας πρόσδεσης του άροτρου στο ζυγό (εν προκειμένω μεταλλικοί κρίκοι συνδεδεμένοι μεταξύ τους)
βαροθυμιά: κακοκεφιά, στεναχώρια
βουκέντρι: βέργα με αιχμηρή ακμή για αφύπνιση-παρότρυνση (βασανισμό) των βοδιών κατά την ώρα της δουλειάς
έντρομα: πρόχειρα δίπλα μου, κοντά μου
πρόσαργο: απόγευμα προς βράδυ
εδά σκιάς: ώρα τουλάχιστον
μπουζασμένος: δεμένος χειροπόδαρα
κόφες: μακρόστενα κοφίνια
μεσοσώμαρα: στη μέση του σαμαριού
αποσβουρά: γρήγορο τρέξιμο