-Ο συμπαθής πλανόδιος παπουτσοπώλης στο Λασίθι, αφού τελείωσε το «κύκλο» της εργασίας του στο Οροπέδιο μια ηλιόλουστη ανοιξιάτικη μέρα, σταμάτησε μπροστά στο γνωστό μοναστήρι της Βιδιανής και μπήκε στο δρόμο για το κάμπο, επηρεασμένος από τους «βρουβολόγους» που έβλεπε συχνά στα περάσματά του από εκείνο το σημείο.
– Να μπω εδώ στο χέρσο, να βγάλω κι εγώ σκιάς μια σαλάτα σταμναγκάθι να τη κρατώ τση κεράς μου, αφού δεν ήκαμα σήμερο ούτε σεφτέ στο γυρολόϊ…, μονολόγησε.
Έκανε όμως το λάθος να μπει με τη κλούβα-κινητό παπουτσοπωλείο, στο βρεγμένο από τη νυχτερινή ανοιξιάτικη μπόρα χωράφι και στη προσπάθεια ντου να στρίψει το αυτοκίνητο μπατάρησε στη διπλανή βάγκα και κάρφωσε στη λάσπη ο τροχός μέχρι τον άξονα του διαφορικού.
Ούτε ομπρός ούτε οπίσω. Λίγη ώρα αργότερα βρέθηκε στο Τζερμιάδω και μπήκε στο καφενείο του Μπιγκσάϊζ, να γυρέψει βοήθεια … Πάνω στη προσπαθειά ντου , βρίσκει μπροστά ντου το Ζαχαριή και ζήτησε τη βοήθεια ντου.
-Κάτσε μπρε να πιείς ένα καφέ και δα κάνομε κουμάντο, του αποκρίθηκε ευδιάθετος ο Ζαχαριής με το χαρακτηριστικό του χαμόγελο και τη μόνιμη διάθεση για προσφορά και φιλοξενία… Μέχρι να πιει το καφέ ο Μαθιογιώργης, όπως συστήθηκε, τον παρηγόρησε με μπόλικο αυτοσαρκασμό ο Ζαχαριής:
-Πιέ μπρε το καφέ σου και μη σε γνοιάζει εκειά που είμαι εγώ . Θα πάμε με το φορτηγάκι μου να σε τραβήξω κι αν δεν σε βγάλω από τη βάγκα θα φέρω το τρακτέρ ! Και συνέχισε θριαμβευτικά: -Και πούσαι , αν δεν κάνομε δουλειά ούτε με το τρακτέρ θα φέρω ένα τάνκς με ερπύστριες που έχω στη Ποταμίσα από τη κατοχή και δα σε βγάλω.
-Ησύχασε ο Μαθιογιώργης με τις διαβεβαιώσεις του Ζαχαριή και λίγο αργότερα λύθηκε το πρόβλημα του μόνο με το φορτηγάκι του καινούργιου φίλου που τούπεψε ο θεός στο ζόρε ντου απάνω, όπως του δήλωσε ο ίδιος.
– Έτσι έγιναν και έμειναν φίλοι, αντάλλασσαν φιλοφρονήσεις στα συναπαντήματά ντος και προχθές τη μέρα της κηδείας του βασιλιά, μπήκε να πιει καφέ στο ίδιο καφενείο, που πρωτοσυνάντησε το φίλο του.
Ήταν πάλι εκεί κι ο ίδιος. Μπαίνοντας χαμογελαστός ο Μαθιογιώργης, χαιρέτησε το Ζαχαριή και φώναξε με προφανή χαρούμενη διάθεση του καφετζή:
-Μπιγκσάϊζ, κάμε μου ένα γλυκύ βραστό και κέρασε από μένα όλο το καφενείο ( τέσσερις ήτανε όλοι κι όλοι μαζί με το Ζαχαριή και βλέπανε προσηλωμένοι τη μεγαλοπρεπή κηδεία του έκπτωτου βασιλιά στις συνεχείς αβάσταχτες μεταδόσεις της τηλεόρασης).
– Ηντάπαθες Μαθιογιώργη και κερνάς χαμογελαστός; Δε θωρείς επαδέ πως έχομε κηδεία το βασιλιά μας; είπε ο Ζαχαριής, τονίζοντας σαρκαστικά τη λέξη «βασιλιά μας».
-Ναι μωρέ φίλε Ζαχαριή. Κειονά θωρώ κι εγώ και χαίρομαι. Γιατί είμαστε σογκαιρίτες με το βασιλιά κι εγώ χωρίς γιατρούς και μόνο φάρμακο τη ρακή, γυρίζω και πουλώ ακόμη παπούτσια κι αυτός με τοσανά λεφτά, γιατρούς και φάρμακα, τον φυτεύουνε στη μαύρη γης …
Έδειξε να ξαφνιάζεται ο Ζαχαριής. Γύρισε και κοίταξε το φίλο του και άθελα του άρχισε να ψαλμουδίζει: «άρα τις εστί , βασιλεύς ή στρατιώτης, πλούσιος ή πένης, δίκαιος ή αμαρτωλός …»
– Έλα να μου δώσεις ένα ζευγάρι γαλότσες, εφώνιαξε του Μαθιογιώργη και χτύπησε όξω από το καφενείο.