Κύριος άξονας γύρω απ’ τον οποίο οργανώνεται η δράση στο μυθιστόρημα του Ν. Καζαντζάκη είναι, πιστεύω, το χρέος και το πάθος. Η ερωτική διελκυστίνδα του Μανωλιού και της Κατερίνας.

Εκείνη χήρα, χωρίς αναστολές, ένα κορμί φλογισμένο που παραδίδεται στον Παναγιώταρο, αλλά ποθεί να κατακτήσει το Μανωλιό. Ο Μανωλιός, αθώος και άπραγος που σπαράσσεται εσωτερικά και, όταν αναλαμβάνει το ρόλο του Εσταυρωμένου στην αναπαράσταση των παθών, ταυτίζεται με τον Χριστό. Η μολυσματική αρρώστια, που γεμίζει σπυριά το πρόσωπό του, τον γλυτώνει από την αμαρτία.

Μια άλλη συγκρουσιακή κατάσταση αναπτύσσεται και κινεί τη δράση. Στη Λυκόβρυση, πλούσιο κεφαλοχώρι, φτάνουν κατατρεγμένοι και διωγμένοι Μικρασιάτες πρόσφυγες με ηγέτη τον παπά Φώτη. Άξιος θρησκευτικός και πολιτικός αρχηγός, όπως αναδείχθηκαν σε «εμπερίστατες» καταστάσεις αρκετοί απλοί παπάδες.

Απέναντί του ο ευτραφής και γεμάτος πονηριά παπά Γρηγόρης της Λυκόβρυσης. Ο Καζαντζάκης δίνει τις μορφές τους με αντίστιξη. Αντιπαραθέτει ως πρότυπα δύο μορφές, που φυσικά όλο και κάπου στην πραγματική ζωή έχουμε συναντήσει. Ο μεγάλος σκηνοθέτης, Ζυλ Ντασέν, με ξεκαθαρισμένες πολιτικές και ιδεολογικές αντιλήψεις θα μεταθέσει στην ταινία που γύρισε το κέντρο βάρους κυρίως σ’ αυτή τη σχέση.

Άλλωστε η μετάθεση αυτή του επιτρέπει να κινήσει τα πλήθη των ξεριζωμένων και να δώσει μεγαλύτερη θεαματικότητα και δράση στην ταινία, στοιχεία που απαιτεί ο κινηματογράφος. Η υπαρξιακή και εσωτερική πάλη του Μανωλιού προσφέρεται περισσότερο για ένα μυθιστόρημα.

Μένοντας πιστοί στο βιβλίο θα δώσουμε επιγραμματικά την άποψη του συγγραφέα σχετικά με την κοινωνική  διάσταση του Χριστιανισμού. Το πορτρέτο του παπά Γρηγόρη μάς δίνει την αρχή: «Ο παπάς; Φαταούλας, άνοιξε σπετσαρία, τη λέει εκκλησία και πουλάει το Χριστό με το δράμι. Γιαίνει, λέει ο κομπογιαννίτης όλες τις αρρώστιες.

«Τι αρρώστια έχεις εσύ; -Είπα ψέματα. – Ένα δράμι Χριστό, τόσα γρόσια. – Έκλεψα. –Ενάμισι δράμι Χριστό, τόσο».

Η αρνητική πλευρά της κατεστημένης εκκλησίας που «πουλάει το Χριστό με το δράμι» ερέθισε μαζί με άλλες σελίδες την υποκριτική θρησκευτικότητα αρκετών, ακριβώς επειδή στη μορφή του λιπαρού παπά αντίκρισαν, ίσως, κάποια γελοιογραφία που –τηρουμένων των αναλογιών- θα συνέθετε την προσωπογραφία τους.

Στη συνέχεια η διαβρωτική απομυθοποίηση του βολεμένου παπά θα προχωρήσει. Η κακότητά του θα μολύνει τους απλούς κατοίκους της Λυκόβρυσης και θα τους παρακινήσει να συμπεριφερθούν αφιλόξενα στο κοπάδι των φυγάδων, όταν ζητά προστασία.

Ο ανάξιος θρησκευτικός ηγέτης με την πονηριά του μετατρέπει τους φιλεύσπλαχνους και ελεήμονες σε φοβισμένους και ανοικτίρμονες διώχτες. Η σύγκρουση του παπά Φώτη και του παπά Γρηγόρη προετοιμάζεται και δίδεται με δραματικότητα.

Δίδεται πάλι η εικόνα του λαϊκού ηγέτη και ιερωμένου: «Τι καπετάν παπάς και τούτος! Συλλογίστηκε πάλι ο καπετάν Φουρτούνας. Τι φωτιά, τι κέφι, τι κουράγιο, ο αφιλότιμος! Μα τη θάλασσα, θαρρώ κι έχει δίκιο… Εμείς οι Ρωμιοί είμαστε αθάνατη ράτσα. Μας ξεριζώνουν, μας καίνε, μας σφάζουν, μα δεν το βάνουμε κάτω! Παίρνουμε τα κονίσματα, τις σκάφες, τα στρίποδα και το Ευαγγέλιο, και δωσ’ του πάλι δρόμο!».

Ακολουθεί ανάμεσά τους διάλογος που δίδει την ευκαιρία στον συγγραφέα να παρουσιάσει τον γνήσιο αγωνιστή παπά.

Το ιερό Ευαγγέλιο, που υψώνει στα χέρια του αντί για λάβαρο, αναγκάζει για λίγο τον παπά Γρηγόρη να σιωπήσει. Όταν, όμως, σε λίγο μια προσφυγοπούλα με την κοιλιά πρησμένη από την πείνα σωριάζεται νεκρή, ο ανάξιος λειτουργός του Υψίστου βρίσκει χρυσή ευκαιρία να μιλήσει για χολέρα και να παρασύρει τον λαό εναντίον των κατατρεγμένων.

Το σχόλιο του καπετάν Φουρτούνα (εκείνος έδωσε προηγουμένως τα πορτρέτα των δύο ιερέων) έρχεται να σχολιάσει, όσα παρακολουθήσαμε. « – Τον τραγογένη, τον ταυραμπά». Οι πρόσφυγες θα εγκατασταθούν στο διπλανό βουνό. Εκεί θα αγωνιστούν να ριζώσουν και με την ευσπλαχνία των ορισμένων να παραστήσουν στο Θείο Πάθος τους Αποστόλους, του Μανωλιού και της χήρας Κατερίνας θα παλέψουν να επιβιώσουν.

Η θρησκεία και ιδιαίτερα η Ορθοδοξία, είτε ως μεταφυσική αναζήτηση είτε ως καθημερινή πράξη, συχνά απασχολεί τον Καζαντζάκη. Ως μυθιστοριογράφος συχνά ταράζει τα λιμνάζοντα πράγματα. Διαβρωτικά κρίνει και καταγγέλλει την υποκρισία, την κατάχρηση και την αναλγησία εκείνων που στο όνομα της χριστιανοσύνης εγκληματούν.Έντονα μεταφυσικός, επιβραβεύει την αξία και την κοινωνική διάσταση της Ορθοδοξίας.

Στον ήρωά του, τον παπά Φώτη, αποδίδει όλα εκείνα τα στοιχεία που έκρινε ότι οφείλει να διαθέτει ο αληθινός θρησκευτικός ηγέτης. Οι πολυαίμακτοι αγώνες που χρειάστηκαν για να ελευθερωθεί η Κρήτη, του πρόσφεραν πλούσιο υλικό. Προσωπικές εμπειρίες, φυσικά, διέθετε άφθονες. Αν ερευνηθεί το θέμα ίσως πίσω από τους δύο παπάδες να βρίσκονται πραγματικά πρόσωπα.

Η αλήθεια της τέχνης, βέβαια, δεν απαιτεί αυτής της μορφής την έρευνα. Η αποκατάσταση, όμως, του συγγραφέα που αρκετά σπιλώθηκε από ανάξιους και μικρόψυχους, είναι ανάγκη να γίνει. Η εκκλησία δεν χρειάζεται λιβανωτούς. Όσοι έχουν ταχθεί να την υπηρετούν γνωρίζουν πόσο «βαριά είναι η καλογερική». Ο Νίκος Καζαντζάκης υπηρέτησε την τέχνη του θυσιάζοντας αρκετές χαρές της καθημερινής ζωής. Ένας ασκητής, όπως εκείνος, με ιδιόμορφη θρησκευτικότητα φυσικά δεν χωρεί σε δογματικά καλούπια.

Βαθύς γνώστης της Ορθοδοξίας και του Ευαγγελικού λόγου, συνθέτει ολοκληρωμένες μορφές γνήσιας θρησκευτικότητας. Φυσικά δεν χαρίζεται σε όσους παραβιάζοντας τον όρκο τους εμπορεύονται τον Χριστό. Και καλά το κάνει. Αν το φραγγέλιο του Ιησού δεν παραδειγματίζει τους κακόπιστους, το ότι 65 χρόνια μετά τον θάνατό του το έργο του εξακολουθεί να διαβάζεται, αποτελεί αποστομωτική απάντηση σε όσους άδικα τον κατηγόρησαν.

Όπως εξελίσσεται η υπόθεση στο μυθιστόρημα, ο συγγραφέας μέσα από τη σύγκρουση των δύο ιερέων και φυσικά των δύο κοινοτήτων που εκπροσωπούν, δείχνει τον ορθό δρόμο του καλού χριστιανού. Οι δύο κοινότητες χωρίζονται. Ο Μανωλιός και οι Απόστολοι τάσσονται με τους φτωχούς της Σαρακήνας. Αγωνίζονται να βρουν τροφές, κλέβουν τα ίδια τους τα σπίτια για να συντηρήσουν τη δοκιμαζόμενη κοινότητα.

Η μορφή του παπά Φώτη υψώνεται και αγγίζει τα όρια της αγιοσύνης, ενώ ο παπά Γρηγόρης συνεχώς επιβεβαιώνει με τη στάση του το αρνητικό πρότυπο του ιερωμένου. Προχωρεί σε συνεργασίες με τον κατακτητή, τον Τούρκο, για να επιτύχει τα σχέδιά του. Χρησιμοποιεί κάθε μέσο. Κατηγορεί το Μανωλιό ως υπονομευτή της ενότητας του χωριού˙ ότι διασαλεύει την τάξη. Μια τάξη που βασίζεται στο ψέμα και την απάτη.

Όσοι γνωρίζουν την αντικομμουνιστική προπαγάνδα των ημερών εκείνων που γράφεται το μυθιστόρημα, θα βρουν αυτούσια κηρύγματα των εθνικοφρόνων στους λόγους του παπά Γρηγόρη. Η θυσία του Μανωλιού, όπως και η Σταύρωση του Ιησού, προετοιμάζεται. «Εκείνος που πρέπει να πεθάνει», έτσι είναι ο τίτλος του έργου στη γαλλική έκδοση, προχωρεί προς το τέλος.

Οι βολεμένοι Λυκοβρυσιώτες δεν θέλουν και πολλά για να πειστούν και να προχωρήσουν στο λιθοβολισμό του αθώου αμνού, που ομολογεί: «Aν μπολσεβίκος είναι αυτό που έχω στο νου μου, είμαι μπολσεβίκος».

Το φανατισμένο πλήθος κατασπαράσσει το Μανωλιό. Το νεκρό θα πάρει ο παπά Φώτης και θα τον κηδέψει. Κορυφώνεται βουβά το θείο δράμα και τελειώνει το μυθιστόρημα με τον επιτάφιο θρήνο. «Έσκυψαν όλοι κι ασπάστηκαν το νεκρό, ο λάκκος είχε ανοιχτεί και στάθηκε στα χείλια του λάκκου ο γέροντας να πει δύο λόγια, ν’ αποχαιρετίσει το Μανωλιό.

Μα ο λαιμός του πνίγουνταν, τα λόγια δεν έβγαιναν, κίνησε ο παπά Φώτης το θρήνο. Γκαρδιώθηκε τότε μια γριούλα. Έπεσε απάνω στον νεκρό, έλυσε τα λιγοστά κάτασπρα μαλλιά της και τον αποχαιρέτησε: Aυτού του νέου τ’ όνομα στο χιόνι είναι γραμμένο, το πήρε ο ήλιος κι έλιωσε και το νερό και χάθη. Ύστερα από λίγη ώρα ο παπά Φώτης σήκωσε το χέρι, έδωκε το σημάδι: Στ’ όνομα του Θεού! μουρμούρισε, ξαναρχίζει η πορεία κουράγιο, παιδιά μου! Και πήραν πάλι τη στράτα, κατά την Ανατολή».

Το κοινωνικό μήνυμα που αναγκαστικά προκύπτει από το έργο είναι καθαρό. Η Ορθοδοξία είναι η θρησκεία του Θνήσκοντος Θεού. Η Λύτρωση και η Ανάσταση του ανθρώπου αναγκαστικά περνούν μέσα από τη Θυσία και τη Σταύρωση.

Την αιώνια Σταύρωση. Η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλη υπόθεση για να την κερδίσουμε με απλή ανταπόκριση στους λατρευτικούς τύπους. Είναι αναγέννηση και πάθος εσωτερικό. Δραματική σύγκρουση με όλους τους πειρασμούς και τις μικροχαρές που προσφέρει η ζωή.

Η θεολογική επάρκεια του Καζαντζάκη του επιτρέπει μέσα από το έργο αυτό να καταγγείλει τους συμβιβασμούς και τις αλλοιώσεις της κατεστημένης εκκλησιαστικής εξουσίας και ιδιαίτερα να στιγματίσει την εκκλησιαστική ηγεσία που κάποτε λησμονεί τον οδηγητικό της ρόλο. Τα δύσκολα χρόνια των μετεμφυλιακών συγκρούσεων ανέδειξαν αρκετούς παπά Φώτηδες. Υπήρξαν, όμως, και αρκετοί παπά Γρηγόρηδες.

Η αγωνία του Καζαντζάκη για τον άνθρωπο και την κοινωνική δικαιοσύνη προκύπτει αβίαστα. Ακριβώς αυτή η αγωνία σώζει και τον κάθε πιστό. Αν δεν υπάρχει, τα ψυχρά σταυροπροσκυνήματα είναι τυπολατρία κενή. Και εν πολλοίς άχρηστη.

Ο Ζαχαρίας Καραταράκης είναι φιλόλογος