Με ειλικρίνεια και επιμονή ζητούσε να μείνουμε φίλοι, αφού υποτίθεται, πήρε τη μεγάλη απόφαση να μπει τελεία και παύλα σε μια σχέση που οικοδομήθηκε αργά, πέτρα την πέτρα.
Έλεγε πως ήταν απλό. Αρχίζει το βιολί να παίζει. Σηκώνεσαι, πιανόσαστε χέρι με χέρι, χορεύετε ένα γύρο, δύο, σταματά το όργανο και κάθεσαι. Το επιχείρημα ακλόνητο. Όλα έχουν ημερομηνία λήξης, τα γάλατα, οι χυμοί φρούτων, τα λαχανικά.
Φθείρονται, χάνουν το χρώμα τους, τη σπιρτάδα. Άψογη, ατσαλάκωτη στάση. Μια επίπεδη έκταση σε δέχεται, αφού ασθμαίνοντας ανέβηκες στην οροσειρά.
Εξακολουθούσε να δίνει πρόχειρα το μάγουλο στο φιλί, να δέχεται φιλοφρονήσεις. Δεν αντέχεται ο ουρανός, δεν επαρκώ. Από διαφορετικούς δρόμους είχαμε φτάσει στο ίδιο σημείο. Ακουμπήσαμε το γαλάζιο του ουρανού πολλές φορές, είδαμε σε όμορφα ξέφωτα το φεγγάρι να υψώνεται για μας. Όλα απόκτησαν τη σημειολογία τους.
Βαθυστόχαστα και με ύφος σαράντα καρδιναλίων ανταλλάχθηκαν τα νέα. Καπνίζαμε, τα τσιγάρα καίγονταν αργά, έλειπε το νευρικό ρούφηγμα του καφέ. Αργά αρθρώνονταν οι φράσεις. Ξεκινούσαν από βαθιά πυρωμένα λόγια, ερχόταν ένα ένα το γράμμα στον ουρανίσκο, γινόταν αυστηρός έλεγχος, έμπαιναν στη σειρά ακριβώς όπως οι νεοσύλλεκτοι, που μετά τον πρώτο μήνα στον στρατό σχηματίζουν άψογη στοίχιση.
Κάπου κάπου μια αταξία, μια φυγή στο παρελθόν, μια υποψία μνήμης απειλούσε να προβάλει για να καταστρέψει τα πάντα. Η σκέψη εισέβαλλε βίαια σε απαγορευμένα εδάφη. Στα ναρκοπέδια με τις κρυμμένες μνήμες. Παρ’ ολίγο να τιναχθούν όλα στον αέρα, όταν χρειάστηκε να περάσω ανάμεσα στο γραφείο και τη βιβλιοθήκη εκεί όπου καθόταν και να ακουμπήσω τα πόδια της.
Επιστράτευσα όλο τον ηρωισμό των προγόνων και κατόρθωσα να κρατηθώ. Η τελεία που απαιτεί η φράση είναι απλή και ανώδυνη. Η οδύνη μιας τελείας στις ανθρώπινες σχέσεις είναι λεπίδι. Η ώρα της αναχώρησης πλησίαζε σταθερά. Ο αποχαιρετισμός έγινε χωρίς να φανούν υγρά μάτια. Δόθηκε το φιλί στο μάγουλο. Ατάκτησα τότε και μια ρωγμή έφερε τα χείλη στο λαιμό.
Όταν κατέβαινε τη σκάλα, διέκρινα μια οργή στο βλέμμα της. Άδειασε ο χώρος. Αναζήτησα το κορμί της στο κάθισμα υπνωτισμένος, προσπάθησα να συγκρατήσω τον αέρα που έφευγε από το ανοικτό παράθυρο και πάγωσα κοιτάζοντας τον πολύχρωμο χάρτινο μύλο στη γωνία.
Μικροί φτιάχναμε αυτοσχέδιους μύλους στο χωριό με «άρκτικα». Πέρναμε το μαλακό κοτσάνι, το κόβαμε σε μικρά ίσια κομματάκια, τα λεπταίναμε και γίνονταν σχεδόν διάφανα. Ύστερα τα συνδέαμε σταυρωτά με ένα ξυλαράκι, τα στερεώναμε σε ένα χοντρό καλάμι και ο μύλος ήταν έτοιμος.
Αφήναμε με καμάρι το μάτι επάνω του και τον καμαρώναμε να αλέθει, να πετά, να δυναμώνει ο αέρας και εκείνος να απογειώνεται με τις μέλισσες. Και στην άπνοια όμως δεν σταματούσε τελείως. Ήταν το αεικίνητο. Ένα κατόρθωμα δεξιοτεχνίας.
Ο μύλος στη γωνία ήταν από πολύχρωμες κόλλες γυαλιστερού χαρτιού. Έργο μεγάλου Αθηναίου καλλιτέχνη. Τον είχα αγοράσει έξω από τη Βουλή. Εκεί στην γωνία της οδού Βασιλίσσης Σοφίας, στα λουλουδάδικα. Ενώ μιλούσαμε τον είδα, λιμπίστηκα τα φανταστικά πετάγματά του, το χαμόγελο στο μουτράκι ενός μικρού παιδιού και τον αγόρασα.
Μόνο που σκεπάστηκε, παραπετάχτηκε και δεν τον έδωσα. Όταν τον ανακάλυψα, τον πήρα και τον έβαλα στο κλαδί ενός πεύκου που ξεραίνεται στη γωνία. Θα τον έδινα, όταν ερχόταν. Τον έβλεπα λίγο πριν έρθει. Φανταζόμουν τη χαρά που θα κάνει. Έτρεφα μάλιστα και ψευδαισθήσεις ότι αυτό το μικρό παιχνιδάκι θα ήταν ικανό να ανατρέψει όλα τα κουραφέξαλα που οικοδομούσε η λογική και το καθήκον.
Θα έφερνε το χέρι της να σφίξει τα δάχτυλά μου. Ύστερα θα πυροδοτούσε ο θεός τον κόσμο και θα ενεργοποιούνταν το ηφαίστειο. Θα συσκοτίζονταν με τις λάμψεις οι υποχρεώσεις. Να παίξουν τα χείλη της γλυκιές μελωδίες. Να κελαηδήσει το πουλάκι στο κλουβί, που παρακολουθεί εδώ και ένα μήνα τη μοναξιά να με απελπίζει.
Μια εβδομάδα μετά τη συνάντησή μας δεν είμαι καθόλου βέβαιος αν έγινε έτσι καλά. Αν ήταν καλύτερα να της το χαρίσω, να το υψώσει στο μπαλκόνι της και εκείνο να παίρνει στροφές και να χρωματίζει τη μοναξιά της. Δεν σφραγίσαμε επιτέλους και με βούλα συμβολαιογράφου τη συμφωνία μας.
Αν επιστρέψουμε κάποτε στον χρόνο των απλών πραγμάτων, αν σβήσουν αυτά που μας φόρτωσε η ζωή, αν ο κόμπος που έσβηνε τα λόγια στη σιωπή και μας πάγωνε λυθεί, τότε την άλλη φορά που θα θελήσει να πιούμε κάτι στις κούπες καφέ, ίσως το μικρό αυτό παιχνιδάκι να βρει την κερκόπορτα και να κατακτήσει το κάστρο των ανόητων συλλογισμών της. Ίσως και εκείνα τα βιολιά που ηχούσαν στα μάτια της να βρουν τη γλυκιά τους ώρα.
Ο μικρός πολύχρωμος μύλος στη γωνία περιμένει εκεί. Ένα παράθυρο ανοιχτό, μια μποτίλια στη θάλασσα, μια γέφυρα, ένα κλειδί, η μνήμη μιας στιγμής, μια χαρμολύπη, ένα «δώρο αδώρητο».