Μια φορά οι ποιητές για να παρουσιάσουν το κρύο του βοριά με την παγερότητά του, θυμούντανε τ’ αρνάκια που πάγωναν, γιατί μόνο αυτά κρύωναν τότε. Κι έκλαιγαν για τα φτωχά αρνάκια, τα κουρνιασμένα κατώ από τους βράχους ή μέσα στα σπηλιάρια στις βαριές χιονές. Μα τώρα; Ποιος άραγε θα θυμάται αυτά τ’ αρνάκια, στη φρίκη και στον πόνο που σκόρπισε μία ανήκουστη ατιμία; Ποιος άνθρωπος μπορεί να μη φράξει τα μάτια του και να μην κλείσει τ’ αυτιά του στο τραγικό εκείνο γεγονός που στάζει αίμα, που στάζει δάκρυα;

Όλη τη νύχτα ο βοριάς τραντάσσει τα φτωχόσπιτα. Το βουητό του μεγαλώνει το κρύο και η ανατριχίλα πληθαίνει στ’ ακουσμά του. Σκληρή βροχή, αδιάκοπη πέφτει στα παράθυρα κι ένα πάλεμα τρομερό συνταράσσει όλη την πλάση. Όλος ο κόσμος κουκουλωμένος κοιμάται. Δεν ακούγεται φωνή ανθρώπου. Ως και οι κοκόροι είναι αμίλητοι. Άλλοι με σόμπες, άλλοι με τζάκια, άλλοι με μαγκάλια και φωτιά, ζέσταναν τα σπίτια τους, κλείστηκαν σ’ αυτά, αμπαρώνοντας τις πόρτες τους και αφού έκρυψαν την κάθε χαραμάδα, έβαλαν χαλιά, σκεπάστηκαν παπλώματα και κοιμούνται.

Είναι η ώρα του γλυκού ύπνου, του ύπνου που σε ξεκουράζει και σου δίνει τη δύναμη να συνεχίσεις. Όμως οι δυστυχισμένοι αδελφοί μας; Αυτά τα “αθώα και άκακα αρνάκια” λοιπόν, οι συνάνθρωποί μας, οι πρόσφυγες, τ’ αδέλφια μας, του ευρύτερου ελληνισμού, που τα πάγωσε ο “πολεμικός βοριάς” στα 1922, αν και ήταν Αύγουστος. Αυτοί οι άνθρωποι που σφράγισαν με τον ερχομό και την παρουσία τους την φυσιογνωμία ολόκληρης της πατρίδας μας, που άφησαν το αποτύπωμά τους σε οποιοδήποτε κομμάτι γης του ελληνισμού.

Μ’ αυτά τα προαναφερόμενα και ένα ακόμα κείμενο του αρθρογράφου και ιστορικού της “Νέας Εφημερίδας” Ιωάννη Μουρέλου, γνωστού ως Ιωάννη Πύργου, ένα κείμενο που ξέρει να ευαισθητοποιεί ακόμα και τους πιο σκληρούς, περιγράφεται Εκείνη(!) η κατάσταση. Είναι Δεκέμβρης του 1922. Ας δούμε όμως τη συνέχεια αυτού του κειμένου.

“Τι να γίνονται οι δυστυχισμένοι που εξεφώλιασεν η ατιμία κι η προδοσία; Ποιοι άλλοι δυστυχισμένοι στον κόσμο είναι σαν αυτούς; Δεν είναι τέσσερις μήνες ακόμα που ζούσαν κι αυτοί στα σπίτια τους, καθένας μες στα καλά του, καθένας στο νοικοκυριό του, καθένας στην ασφάλεια του καλοαρματωμένου σπιτιού του.

Μα τώρα; Ω τώρα! Τι φρίκη, τι πόνος, τι οδύνη! Μια προδοσία τους πέταξε στους πέντε δρόμους, μια προδοσία  τους συνέτριψε, τους αφάνισε, τους εξασθένησε. Τώρα, ράκη ανθρώπινα, σκιάχτρα που θυμίζουν πόνο κι οδύνη, είναι μαζεμένοι σε μια γωνιά, ο ένας κοντά στον άλλο και σφίγγουνται για να ζεσταθούν, για ν’αμυνθούν στον κίνδυνο της ζωής που τους αγκαλιάζει.

Περνούν στο δρόμο με μπλαβισμένα νύχια και κίτρινα πρόσωπα. Σφίγγουνται στο ίδιο το κορμί τους και καμπουριάζουν για να ζεσταθούν κι όλοι τρέχουν σκισμένοι και πανάθλιοι.

Αναθεματισμένοι κείνοι που σας έριξαν στη συμφορά και καταραμένοι κείνοι που δεν αισθάνθηκαν οίκτο στη φρικτή κατάντια σας. Ποια γλώσσα, ποια μούσα, ποια δύναμις θα θρηνήσει τον πόνο σας; Θα κλάψει την οδύνη σας; Ποιο μοιρολόι θα φτάξει στο ύψος της συμφοράς σας; Ποιος ποιητής θ’ αρχίσει το θρήνο του με το

Τρέμουν οι πρόσφυγες

Μπλάβοι απ’ το κρύο

Σκελεθρωμένοι απ’ τη συμφορά…

Ποιος; Ποιος θα βρει τη δύναμη του θρήνου;

Σίγουρα δεν είναι και ό,τι καλύτερο να θυμάται κανείς εκείνες τις ώρες, τις εικόνες του ξεριζωμού, τις στιγμές της εγκατάλειψης, της αναζήτησης τύχης εκείνων των ανθρώπων και της εγκατάστασής τους! Σίγουρα η προκυμαία της φλεγόμενη Σμύρνης δεν παρουσίαζε εικόνα συνωστισμού και κρουαζιέρας, αλλά πεδίο μάχης και ολέθρου. Πόνος, θλίψη, απογοήτευση, στενοχώρια, αβεβαιότητα. Πώς να χωρέσουν όλα αυτά στο μυαλό του ανθρώπου; Πώς να τα υπομείνει η ανθρώπινη ύπαρξη; Πώς να τα πιστέψει; Κι όμως… αυτοί οι άνθρωποι είχαν μέσα τους τόση δύναμη ψυχής! Τόση αξιοπρέπεια με μεγαλελίο, τόση ενέργεια και δραστηριότητα, τόση διάθεση για προσφορά και δημιουργικότητα.

Όραμα αυτών των ανθρώπων,  των τόσο κατατρεγμένων ήταν η ανάπτυξη! Ο τόπος μας τους δέχτηκε, τους αγκάλιασε, όπως ήταν πολύπαθοι και ταλαιπωρημένοι. Στριμωγμένοι επέλεξαν να ζήσουν μέσα σε παράγκες, σε τενεκεδομαχαλάδες. Μέσα σε χώρους υγρούς, στενόχωρους και ανήλιαγους, κατά τον ποιητή. Είχαν όμως ψηλά το κεφάλι, με μία μοναδική αισιοδοξία, χωρίς να λυγίσουν. Έγιναν με τους ντόπιους ένα, αφομοιώθηκαν, προσφέροντας πολλά, αφού είχαν και ήθελαν πολλά να δώσουν. Θετικότατα στοιχεία πολιτιστικά, κοινωνικά, ηθικά τα οποία κουβαλούσαν από τις προγονικές τους εστίες.

Ξεχώριζαν για την κουλτούρα τους μα και για την αρχοντιά τους! Χρόνο με το χρόνο ξεπέρασαν τα εμπόδια της φτώχειας και της ανέχειας, βαδίζοντας πια στο δρόμο της δημιουργίας και της προκοπής! Στεκόμαστε ευλαβικά απέναντι σ’ αυτύς τους ανθρώπους, μ’ έναν ιδιαίτερο σεβασμό, αλλά και θαυμασμό! Πάντοτε έρχονται στο μυαλό μας τα λόγια της πρέσβειρας του μικρασιάτικου ελληνισμού, της γιαγιάς Φιλιώς Χαϊδεμένου, που πριν μερικά χρόνια μάς αποχαιρέτησε σε ηλικία 107 χρονών, για να πάει πιο κοντά, πάνω από τα αγαπημένα της ιερά χώματα. Η ίδια είχε δημιουργήσει μουσείο κειμηλίων από τις αλησμόνητες πατρίδες. Σύμβολο του Ελληνισμού της Μικρασίας η γιαγιά Φιλιώ είχε τονίσει:

“Η Μικρασιατική καταστροφή δεν είναι η μεγαλύτερη του αιώνα μας, αλλά η μεγαλύτερη των αιώνων, διότι τέτοιο όλεθρο, μαζική σφαγή, φωτιά και αφανισμό, εγώ τουλάχιστον που διάβαζα από παιδί και παρακολουθούσα, δεν έχω γνωρίσει. Έχουν γίνει πολλές καταστροφές στους αιώνες, όμως τέτοια εξαφάνιση πολλών ατόμων μαζί δεν έχει γίνει, ούτε και με τέτοιο τρόπο που έγινε αυτή η δική μας τραγωδία, η μικρασιατική καταστροφή”.

Σήμερα, 100 χρόνια μετά, ευλαβικά υποκλινόμαστε στη μνήμη των νεκρών εκείνης της εποχής, αναπολώντας ταυτόχρονα τις μέρες δόξας και μεγαλείου που αξιώθηκε να ζήσει η Σμύρνη των Ελλήνων!

Σήμερα, που ο παγερός Μάρτης του 2022, από τους πιο παγερούς των τελευταίων χρόνων, κουβαλά και φέρνει κοντά μας εικόνες εκίνης της εποχής, εκείνων των ημερών. Μαζί του βέβαια συμπαρασέρνει και τα πρόσφατα πολεμικά γεγονότα, τις κραυγές, τις αγωνίες, τις στερήσεις, την απόγνωση και τον θάνατο χιλιάδων ψυχών και αδελφών μας. Με την ανθρωπότητα να παρακολουθεί όλα αυτά, με κομμένη την ανάσα, αβέβαιη σε τέτοιες καταστάσεις, που τελειωμό δεν έχουν!