Αντίθεση και αυτή θα μου πείτε. Τι δουλειά έχει ένας τέτοιος τίτλος σε μια τέτοια εποχή. Ακόμα καν δεν μπήκαμε ημερολογιακά στο φθινόπωρο και αμέσως “έδειξε τα δόντια του” ο σκληρός βοριάς; Και όμως…

Μια φορά οι ποιητές για να παρουσιάσουν το κρύο του βοριά με την παγερότητά του, το μυαλό τους πήγαινε στα νεογέννητα αρνάκια που πάγωναν, γιατί πραγματικά κρύωναν, κουρνιασμένα μέσα στις σπηλιές, κάτω από τα απόκρημνα βράχια, προκειμένου να φυλαχτούν και να γλιτώσουν από τις βαριές εκείνες χιονιές!

Μα τώρα; Ποιος θυμάται τ’ αρνάκια μέσα στη φρίκη και στον πόνο που σκόρπισε μια ανήκουστη ατιμία; Ποιος μπορεί να μη φράξει τα μάτια του και να μην κλείσει τ’ αυτιά του στο τραγικό εκείνο γεγονός, στο απίστευτο εκείνο θέαμα, που μόνο αίμα και δάκρυα στάζει;

Όσο για τα “αθώα και άκακα αρνάκια” δεν ήταν άλλα από τους συνανθρώπους μας, τους πρόσφυγες, αυτούς τους αδελφούς μας που τους “πάγωσε” ο “πολεμικός βοριάς” στα 1922, αν και ήτανε Αύγουστος… Μια ολόμαυρη σελίδα για τον ελληνισμό, για όλους εκείνους τους δυστυχισμένους αδελφούς μας! Και όλα αυτά… τέτοιες μέρες.

Αυτοί οι άνθρωποι ερχόμενοι στο νησί μας, στην πόλη μας, στον τόπο μας σφράγισαν με το πάτημά τους και με την παρουσία τους, τη φυσιογνωμία της πολιτείας του Μεγάλου Κάστρου αλλά και τόσων άλλων περιοχών του ελληνισμού όπου βρήκανε καταφύγιο αυτοί “οι δυστυχείς πρόσφυγες”. Θέλησαν κάπου ν’ ακουμπίσουν, να βρουν έστω ένα καταφύγιο, πού αλλού από κάποια φτωχόσπιτα, ευάλωτα στη δύναμη του βοριά που συχνά τα τράνταζε με το βουϊτό του να μεγαλώνει το κρύο.

Μαζί και οι δυνατές μπόρες που έπεφταν ασταμάτητα λόγω της εποχής! Αξίζει τον κόπο να σταματήσω εγώ τις σκέψεις μου αυτές, και να παραχωρήσω τη θέση μου, μέσα σ’ αυτό το κείμενο, σε μια μεγάλη μορφή της αρθρογραφίας και της ιστοριογραφίας, στον αείμνηστο Ιωάννη Μουρέλο, γνωστό από τα μοναδικά του άρθρα ως Ιωάννη Πύργο, σ’ ένα κείμενό του που ξέρει να ευαισθητοποιεί ακόμα και τους πιο σκληρούς, στο οποίο περιγράφει εκείνη την κατάσταση! Βρισκόμαστε στο μήνα Δεκέμβριο του 1922… και συνεχίζει:

“Τι να γίνονται οι δυστυχισμένοι, που εξεφώλιασεν η ατιμία κι η προδοσία; Ποιοι άλλοι δυστυχισμένοι στον κόσμο είναι σαν αυτούς; Δεν είναι τέσσερις μήνες ακόμα που ζούσαν και αυτοί στα σπίτια τους, μέσα στα καλά του ο καθένας, στο νοικοκυριό του, στην ασφάλεια του καλοαρματωμένου του σπιτιού!

Μα τώρα; Ω τώρα! Τι φρίκη, τι πόνος, τι οδύνη! Μια προδοσία τους συνέτριψε, τους αφάνισε, τους εξασθένησε. Τώρα ράκη ανθρώπινα σκιάχτρα, που θυμίζουν πόνο και οδύνη, είναι μαζεμένοι σε μια γωνιά, ο ένας κοντά στον άλλο και σφίγγονται για να ζεσταθούν, για ν’ αμυνθούν στον κίνδυνο της ζωής που τους αγκαλιάζει. Περνούν στον δρόμο με μπλαβισμένα νύχια και κίτρινα πρόσωπα. Σφίγγονται στο ίδιο τους το κορμί και καμπουριάζουν για να ζεσταθούν κι όλοι τρέχουν σκισμένοι και πανάθλιοι.

Αναθεματισμένοι εκείνοι που σας έριξαν στη συμφορά και καταραμένοι εκείνοι που δεν αισθάνθηκαν οίκτο στη φρικτή κατάντια σας. ποια γλώσσα, ποια μούσα, ποια δύναμη θα θρηνήσει τον πόνο σας; Θα κλάψει την οδύνη σας; Ποιο μοιρολόι θα φτάσει στο ύψος της συμφοράς σας; Ποιος ποιητής θ’ αρχίσει το θρήνο του με το:

«Τρέμουν οι πρόσφυγες

μπλάβοι απ’ το κρύο

σκελεθρωμένοι απ’ τη συμφορά…

Ποιος; Ποιος θα βρει τη δύναμη του θρήνου;»

Νομίζω ότι αυτά τα λόγια του Μουρέλου τα λένε όλα!

Σίγουρα δεν είναι και ό,τι καλύτερο να θυμάται κανείς εκείνες τις ώρες, τις εικόνες του ξεριζωμού, τις στιγμές της εγκατάλειψης, της αναζήτησης τύχης εκείνων των συνανθρώπων μας που πάσχιζαν κάπου να εγκατασταθούν.

Σίγουρα η προκυμαία της φλεγόμενης Σμύρνης δεν παρουσίαζε εικόνα συνωστισμού και κρουαζιέρας, αλλά πεδίο μάχης και ολέθρου.

Πόνος, θλίψη, απογοήτευση, στεναχώρια, αβεβαιότητα. Πώς να χωρέσουν όλ’ αυτά στο μυαλό του ανθρώπου; Πώς να τα υπομείνει η ανθρώπινη ύπαρξη; Πώς να τα πιστέψει;

Κι όμως… αυτοί οι άνθρωποι είχαν μέσα τους τόση δύναμη ψυχής!  Τόση αξιοπρέπεια με μεγαλείο, τόση ενέργεια και δραστηριότητα, τόση διάθεση για προσφορά και δημιουργία. Όραμα αυτών των ανθρώπων, των τόσο κατατρεγμένων ήταν η ανάπτυξη!

Ο τόπος μας τους δέχθηκε, τους αγκάλιασε, όπως ήταν, πολύπαθους και ταλαιπωρημένους. Στριμωγμένοι επέλεξαν να ζήσουν μέσα σε παράγκες, στους τενεκεδομαχαλάδες. Μέσα σε χώρους υγρούς, στενόχωρους και ανήλιαγους, κατά τον ποιητή. Είχαν όμως ψηλά το κεφάλι, με μία μοναδική αισιοδοξία, χωρίς να λυγίσουν.

Έγιναν ένα με τους ντόπιους, αφομοιώθηκαν, προσφέροντας πολλά, αφού είχαν και ήθελαν πολλά να δώσουν.

Θετικότατα στοιχεία πολιτιστικά, κοινωνικά, ηθικά, τα οποία κουβαλούσαν από τις προγονικές τους εστίες.

Ξεχώριζαν για την κουλτούρα τους μα και για την αρχοντιά τους. Έννοιες σπάνιες που τους χαρακτήριζαν. Χρόνο με το χρόνο ξεπέρασαν τα εμπόδια της φτώχειας και της ανέχειας, βαδίζοντας πια στο δρόμο της δημιουργίας και της προκοπής!

Πάντοτε έρχονται στο μυαλό μας τα λόγια της αείμνηστης πρέσβειρας του μικρασιατικού ελληνισμού, της γιαγιάς Φιλιώς Χαϊδεμένου, που πριν κάμποσα χρόνια “έφυγε” σε ηλικία 107 χρόνων, προφανώς “πηγαίνοντας” πιο κοντά στα ιερά και αγαπημένα της χώματα. Η ίδια δημιούργησε μουσείο κειμηλίων από τις αλησμόνητες πατρίδες. Ένα από τα σύμβολα του ελληνισμού η γιαγιά Φιλιώ είχε τονίσει:

“Η Μικρασιατική Καταστροφή δεν είναι η μεγαλύτερη του αιώνα μας, αλλά η μεγαλύτερη των αιώνων, διότι τέτοιο όλεθρο, μαζική σφαγή, φωτιά και αφανισμό, εγώ τουλάχιστο που διάβαζα από παιδί και παρακολουθούσα, δεν έχω γνωρίσει. Έχουν γίνει πολλές καταστροφές στους αιώνες, όμως τέτοια εξαφάνιση πολλών ατόμων μαζί δεν έχει γίνει, ούτε και με τέτοιο τρόπο που έγινε αυτή η δική μας τραγωδία, η μικρασιατική καταστροφή”.

Σήμερα σχεδόν έναν αιώνα, στεκόμαστε ευλαβικά σ’ αυτό το γεγονός, υποκλινόμενοι σ’ όλους εκείνους που τόσα μας δίδαξαν, αλλά και περισσότερα απ’ αυτά μας προσέφεραν!

Τιμώντας όλους εκείνους με σέβας και θαυμασμό!