Όλοι όσοι διδάσκουμε το μάθημα της Ιστορίας συνηθίζουμε να υπενθυμίζουμε στους μαθητές μας πως ένας λαός που αγνοεί την ιστορία του μοιάζει με δέντρο χωρίς δυνατές ρίζες, πως η άγνοια του παρελθόντος τον καθιστά αδύναμο να κατανοήσει το παρόν και, άρα, ανήμπορο να ορίζει ο ίδιος το μέλλον του.

Ωστόσο, η προσπάθεια διαμόρφωσης ιστορικής συνείδησης στους νέους ανθρώπους προσκρούει πάνω σε ιδεολογήματα που ενδεδυμένα το μανδύα της «αντικειμενικότητας» συγκροτούν αυτό που αποκαλούμε κυρίαρχο εθνικό ιστορικό αφήγημα.

Η συγγραφή της ιστορίας αποτελούσε ανέκαθεν πεδίο διεξαγωγής μιας σκληρής ιδεολογικής διαπάλης μεταξύ κυρίαρχων και κυριαρχούμενων τάξεων. Μιας διαπάλης που διεξήχθη με ιδιαίτερη ένταση μεταξύ των νικητών και των ηττημένων του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης.

Η αδιαμφισβήτητη επικράτηση της εκδοχής των νικητών του Εμφυλίου στον επίσημο λόγο δε σήμαινε, οπωσδήποτε, και τη νομιμοποίησή της στη συνείδηση σημαντικού τμήματος της ελληνικής κοινωνίας.

Ωστόσο, η ένταξή της στα μεταπολεμικά αναλυτικά προγράμματα σπουδών -στις διάφορες εκδοχές της- επιβεβαίωσε για άλλη μια φορά το ρόλο του σχολείου ως βασικού μηχανισμού αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας με το μάθημα της Ιστορίας να επιτελεί τον δικό του ιδιαίτερο ρόλο.

Αναμφισβήτητα, η αποτελεσματικότητα του συγκεκριμένου μηχανισμού κρίνεται από την ικανότητά του να επιβάλλει στις κυριαρχούμενες τάξεις -εν προκειμένω στους μαθητές εργατικής και λαϊκής καταγωγής- την αποδοχή της αντίληψης της άρχουσας τάξης για την κοινωνία και την υιοθέτηση των δικών της «λύσεων» για τα προβλήματά της.

Ωστόσο, τόσο οι ανάγκες αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες που καθιστούσαν αναγκαία την πρόσβαση στην τεχνική και ανώτατη εκπαίδευση ευρύτερων τμημάτων των λαϊκών τάξεων όσο και η πίεση του εργατικού και λαϊκού κινήματος οδήγησαν σε παραχωρήσεις που αφορούσαν είτε τη διεύρυνση της δωρεάν παιδείας είτε έναν υποτυπώδη «εκδημοκρατισμό» του περιεχομένου των σπουδών.

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια ενίοτε χωρούσε και η -συνήθως επιλεκτική και παραποιημένη- παρουσίαση της αντίθετης άποψης ως «απόδειξη» του «πλουραλισμού» του αστικού σχολείου. Υπό αυτή την έννοια, τα σχολικά βιβλία της Ιστορίας των δεκαετιών του 1980 και του 1990 τηρούσαν κάποια στοιχειώδη προσχήματα.

Ήταν η εποχή των πρώτων κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της διακηρυγμένης, πλην ματαιωμένης, «Αλλαγής» κατά τη διάρκεια των οποίων πραγματοποιήθηκε και η αναγνώριση της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης.

Έτσι, οι μαθητές εκείνης της περιόδου μπορούσαν να ενημερωθούν για το ρόλο του ΕΑΜ μαζί με κάποιες δειλές αναφορές στο ρόλο του ξένου ιμπεριαλιστικού παράγοντα ενώ, παράλληλα, στιγματιζόταν ο δωσιλογισμός.

Δίπλα στο επίσημο μέχρι τότε απροκάλυπτα αντικομμουνιστικό αφήγημα του «ΕΑΜοβουλγαρισμού» και του «κομ- μουνιστοσυμμοριτισμού» άρχισε να εδραιώνει τη θέση της και η ιστορική εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας που συγκάλυπτε τις κοινωνικοπολιτικές αντιπαραθέσεις της Κατοχής στο όνομα της «εθνικής ενότητας» και εξυμνούσε ένα ΕΑΜ πολιτικά «ακίνδυνο» και απαλλαγμένο από τα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά του.

Ωστόσο, την τελευταία τουλάχιστον εικοσαετία, στο σύγχρονο αστικό σχολείο τέτοιες «εκλάμψεις» αντικειμενικότητας τείνουν να εξαφανιστούν. Τι είναι αυτό που έχει αλλάξει;

Η διάλυση της ΕΣΣΔ και των Λαϊκών Δημοκρατιών στα τέλη του περασμένου αιώνα και η εξάλειψη του «αντίπαλου δέους» επέτρεψαν την προκλητική επανεμφάνιση των θεωριών των «δυο άκρων» και της εξίσωσης του φασισμού με τον κομμουνισμό στην πιο ακραία εκδοχή τους με την απενοχοποίηση του ναζισμού και την αναγόρευση των ευρωπαϊκών Waffen SS και των σύγχρονων επιγόνων τους σε «εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα».

Αξέχαστη μένει η προ διετίας προκλητική εμφάνιση στο ελληνικό κοινοβούλιο του μέλους του διαβόητου ουκρανικού νεοναζιστικού τάγματος Αζόφ ως «μαχητή της ελευθερίας». Στην ιστορική επιστήμη η πολιτική αυτή οπισθοδρόμηση εκφράστηκε με την επικράτηση αντιδραστικών και αντεπιστημονικών απόψεων, «σερβιρισμένων» ως δήθεν πρωτο- ποριακών.

Θεωριών όπως ο μεταμοντερνισμός, που αρνούνται τη δράση των ιστορικών νομοτελειών και τις «μεγάλες αφηγήσεις», όπως χαρακτηρίζουν ειρωνικά τη λεγόμενη κοινωνικοεπιστημονική ιστορία, ιδιαίτερα στη μαρξιστική της εκδοχή.

Ιδεολογημάτων που δε δίσταζαν να προβλέψουν ακόμη και το «τέλος της ιστορίας» όπως διακήρυττε ο πολύς Φράνσις Φουκουγιάμα, ένας από τους «γκουρού» του μεταμοντερνισμού.

Έτσι, στη θέση των «ξεπερασμένων μεγάλων αφηγήσεων» αναδεικνύεται η «ιστορία της καθημερινότητας» και η «μικροϊστορία» με κορυφαίους εκπροσώπους στη χώρα μας πολιτικούς επιστήμονες –αυτοχαρακτηριζόμενους, μάλιστα, ως «μελετητές εμφυλίων πολέμων»- όπως ο Στάθης Καλύβας και ο Νίκος Μαραντζίδης. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη σχολή ο ενιαίος κόσμος του νεωτερικού ορθολογισμού που μπορεί να μελετηθεί ως σύνολο έχει εξαφανιστεί.

Το παρελθόν μπορεί να κατανοηθεί μόνο μέσα από τη μελέτη του μερικού, της ιστορίας των «απλών ανθρώπων» και των τοπικών κοινωνιών στην οποία δε χωρούν ερμηνείες που στηρίζονται στην ανάλυση κοινωνικοοικονομικών δομών και κοινωνικών αντιθέσεων, δηλαδή στην ταξική πάλη.

Κατά συνέπεια, η ιστορική αφήγηση προκύπτει ως προϊόν της συρραφής ενός πλήθους ασύνδετων μεταξύ τους περιστατικών, καθιστώντας έτσι τη γενίκευσή τους και άρα τη διατύπωση γενικών νόμων για την κίνηση της κοινωνίας αδύνατη.

Έτσι, στο έργο των προαναφερόμενων συγγραφέων ο δωσιλογισμός της Κατοχής και η στράτευση στα τάγματα ασφαλείας, ουσιαστικά, εξαγνίζονται ερμηνευόμενα ως επιβεβλημένη άμυνα απέναντι στη λεγόμενη «κόκκινη τρομοκρατία» του ΕΑΜ, την οποία υποτίθεται πως υποδαύλιζε ένα μείγμα από προσωπικά μίση, τοπικές έριδες και ατομικές φιλοδοξίες.

Μέσα σε αυτό το ερμηνευτικό σχήμα οι κοινωνικές αντιθέσεις και η ιδεολογική διαπάλη υποβαθμίζονται σχεδόν μέχρι εξαφάνισής τους, αφού κατανοούνται ως προσχηματική επικάλυψη των προαναφερόμενων αντιπαραθέσεων.

Ο ταγματασφαλίτης από συνειδητό όργανο της Νέας Τάξης του κατακτητή μεταβαπτίζεται σε «εθνικιστή» μαχητή -«καθημερινό άνθρωπο της διπλανής πόρτας»- που κατανοούσε ως «πατριωτικό» του καθήκον την εξάλειψη του κομμουνιστικού «κινδύνου» που εκπροσωπούσε το Ε.Α.Μ. Υπό αυτήν την έννοια, η ενεργός συμμετοχή του στις αιματοβαμμένες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των πατρώνων του αποτελούσε, προφανώς, την «αναγκαία θυσία» για την εκπλήρωση της «εθνικής» του αποστολής.

Έτσι, η σχέση θύτη και θύματος αντιστρέφεται και οι κάθε λογής και απόχρωσης δωσίλογοι «οπλαρχηγοί» -αποκαταστημένοι και «εξαγνισμένοι»- διεκδικούν, πλέον, τη θέση τους ως οι «άλλοι καπετάνιοι» δίπλα στις ηρωικές μορφές των ηγετών του ΕΛΑΣ! Πώς αποτυπώνονται, όμως, όλα τα παραπάνω στη σχολική ιστοριογραφία;

Καταρχάς, ας εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται το φαινόμενο των εμφύλιων πολέμων. Με μια πρώτη ματιά διακρίνουμε μια «αμηχανία» που εκφράζεται με την παράθεση γενικόλογων σχολίων τα οποία, υποτίθεται πως, εξασφαλίζουν την τήρηση ίσων αποστάσεων από τις αντιμαχόμενες πλευρές.

Παρά την απουσία της απροκάλυπτης αντικομμουνιστικής ρητορικής της μετεμφυλιακής περιόδου, διαπιστώνεται μια επίμονη προσπάθεια λείανσης «γωνιών» που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την επιχείρηση διαμόρφωσης μιας «ιστορικής» συνείδησης που περιορίζεται στη λογική της «εθνικής ομοψυχίας».

Έτσι, στο σχετικό κεφάλαιο του βιβλίου Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού με τον αμφιλεγόμενο τίτλο Μια δεκαετία αγώνων και θυσιών για την ελευθερία (1941-1949) απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στα Δεκεμβριανά.

Οι μικροί μαθητές πληροφορούνται πως ο Εμφύλιος Πόλεμος ήταν αποτέλεσμα «λαθών και παραλείψεων (;) και των δυο πλευρών» καθώς και «παρεμβάσεων των ξένων Δυνάμεων» με τραγικότερη συνέπειά του «απλώς» … την πρόκληση «τραυμάτων στις ψυχές των Ελλήνων»!

Αν παραβλέψουμε τον μελοδραματισμό της τελευταίας διατύπωσης και την αποσιώπηση των απηνών διώξεων του μετεμφυλιακού κράτους εναντίον των ηττημένων του πιο αιματηρού πολέμου της νεοελληνικής ιστορίας, στη φαινομενικά «αμερόληπτη» στάση των συγγραφέων μπορούμε να διακρίνουμε μια απόπειρα επίρριψης ευθυνών γενικώς και αορίστως στους «ξένους».

Όχι βέβαια για την κατάδειξη της απροκάλυπτης επέμβασης του βρετανικού και αμερικανικού ιμπεριαλισμού αλλά για την αποσιώπηση των οξύτατων κοινωνικοταξικών αντιθέσεων που διαπερνούσαν το σώμα της ελληνικής κοινωνίας.

Εξάλλου, η λαθολογία και η επίκληση του ψυχολογικού παράγοντα αποδεικνύονταν ανέκαθεν πολύτιμα ερμηνευτικά εργαλεία των εγχώριων εμφύλιων συγκρούσεων ως προϊόντων της «κακοδαιμονίας του Έλληνα» και της ροπής του στην «αλληλοφαγωμάρα».

Δηλαδή, ως αποτελέσματα μιας «ιδιαιτερότητας» μάλλον… μεταδοτικής αν κρίνουμε από τη βιαιότητα ανάλογων εμφύλιων συγκρούσεων στη Βρετανία, τη Γαλλία, τις ΗΠΑ, τη Ρωσία, την Ισπανία και σε άλλα μέρη του πλανήτη. Σε ανάλογα συμπεράσματα θα καταλήξουμε εξετάζοντας τον τρόπο παρουσίασης του Β¢ Παγκόσμιου Πολέμου και της Κατοχής στα εν λόγω σχολικά βιβλία.

Καταρχάς, αποκρύπτεται ο διττός χαρακτήρας της συγκεκριμένης σύγκρουσης: αφενός, ως ιμπεριαλιστικού πολέμου μεταξύ των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών (ΗΠΑ, Βρετανίας, Γαλλίας εναντίον του Άξονα)· αφετέρου ως δίκαιου αντιιμπεριαλιστικού, εθνικοαπελευθερωτικού, αντιφασι- στικού πολέμου για τη Σοβιετική Ένωση και τα αντιστασιακά κινήματα των κατακτημένων λαών.

Έτσι, η αδιαμφισβήτητη βαρβαρότητα και η επιθετικότητα των κρατών του Άξονα αποσυνδέονται από την καπιταλιστική οικονομική τους βάση και αποδίδονται αποκλειστικά και μόνο στον «αντιφιλελευθερισμό των ολοκληρωτικών καθεστώτων».

Βέβαια, αυτή η ερμηνεία αδυνατεί να εξηγήσει την βίαιη αποικιοποίηση της Κούβας και των Φιλιππίνων από τις «δημοκρατικές» ΗΠΑ ή την αιματηρότατη καταστολή των αντιαποικιοκρατικών κινημάτων στις Ινδίες από τη «φιλελεύθερη» Βρετανία.

Εύκολα, λοιπόν, ο μαθητής θα καταλήξει στο λογικοφανές συμπέρασμα πως, αφού οι επιθετικοί πόλεμοι διεξάγονται μόνο από τα «ολοκληρωτικά» καθεστώτα, οι επεμβάσεις του ΝΑΤΟ, των ΗΠΑ και των κρατών της Ε.Ε. ή η εθνοκάθαρση των Παλαιστινίων από το Ισραήλ μπορούν να εξηγηθούν μόνο ως απόπειρες αντιμετώπισης της «τρομοκρατίας» και «ανθρωπιστικών κρίσεων».

Συσκοτίζονται οι παράγοντες που οδήγησαν στην άνοδο του φασισμού και του ναζισμού και αποσιωπώνται οι ισχυροί δεσμοί αίματος που τους συνέδεαν με το μονοπωλιακό κεφάλαιο.

Προφανώς, σε αντίθετη περίπτωση οι μαθητές θα πληροφορούνταν προς έκπληξή τους πως η ιταλική Φίατ, οι γερμανικές Κρουπ, Τίσεν, Ζίμενς, Ντόιτσε Μπανκ αλλά και οι αμερικανικές πολυεθνικές Τζένεραλ Μότορς και Φορντ υπήρξαν μερικά μόνο από τα βιομηχανικά και τραπεζικά μονοπώλια που χρηματοδοτούσαν αφειδώς την απόπειρα του Άξονα να επιβάλει τη «Νέα Τάξη» παγκοσμίως.

Έτσι, αποφεύγονται και … ανεπιθύμητοι συνειρμοί που θα τους επέτρεπαν να εξηγήσουν τη γενναιόδωρη οικονομική στήριξη της ναζιστικής συμμορίας της Χρυσής Αυγής από «ευυπόληπτους» εκπροσώπους του εγχώριου εφοπλιστικού κεφαλαίου.

Αποκρύπτεται το… «φλερτ» των «κοινοβουλευτικών» αστικών κομμάτων του Μεσοπολέμου με ανοιχτά δικτατορικές μορφές διακυβέρνησης.

Έτσι, στο βιβλίο της Ιστορίας Γενικής Παιδείας της Γ΄ Λυκείου παραλείπεται κάθε αναφορά στο αντικομμουνιστικό «Ιδιώνυμο» του Βενιζέλου, τις φιλοφασιστικές τάσεις «δημοκρατικών» πολιτικών παραγόντων (βλ. σχέσεις της φασιστικής ΕΕΕ με βενιζελικούς κύκλους) την ανοχή και στήριξη Φιλελεύθερων και Λαϊκών προς το Μεταξά.

Συσκοτίζονται οι πραγματικές διαστάσεις της συνεργασίας σημαντικού τμήματος της ελληνικής αστικής τάξης με τους κατακτητές (τροφοδότηση των κατοχικών στρατευμάτων με πολεμικό υλικό και τρόφιμα, μαύρη αγορά, καταλήστευση των εβραϊκών περιουσιών, καθοριστικός ρόλος στην ίδρυση των ταγμάτων ασφαλείας).

Υποβαθμίζονται ή/και αποκρύπτονται ο ρόλος της «λαϊκής αυτοδιοίκησης» του ΕΑΜ, των φύτρων της λαϊκής εξουσίας στην Ελεύθερη Ελλάδα, και των μαζικών απεργιών και διαδηλώσεων που οργάνωνε το Εργατικό ΕΑΜ.

Εκείνο που, σε τελική ανάλυση, αποσιωπάται είναι αυτό που στην πραγματικότητα υπήρξε το ΕΑΜικό κίνημα. Μια από τις σημαντικότερες τομές στην πορεία του νεοελληνικού κράτους.

Μια ανολοκλήρωτη κοινωνική επανάσταση που, αν και καταπνίγηκε εν τη γενέσει της, ενέπνευσε τους ταπεινούς και καταφρονεμένους κάνοντάς τους να συνειδητοποιήσουν το ρόλο τους ως κινητήρια δύναμη της ιστορικής εξέλιξης.

Μια πραγματική κοσμογονία που συντάραξε συθέμελα την ελληνική κοινωνία. Που κατέστησε τον εργάτη και τον κάθε σύγχρονο σκλάβο της μισθωτής εργασίας οργανωτική ψυχή και καθοδηγητή του αντιφασιστικού αγώνα. Που έβγαλε από τον πολιτικό του λήθαργο τον επί αιώνες δέσμιο των τοπικών προυχόντων και των ανυπόληπτων κομματαρχών αγρότη.

Που αφύπνισε τη γυναίκα του λαού σπάζοντας τα μακραίωνα πατριαρχικά της δεσμά και αναθέτοντάς της ενεργό ρόλο ως ένοπλης μαχήτριας και πολιτικής καθοδηγήτριας, ως εμψυχωτή ενός αγώνα του οποίου το εθνικοαπελευθερωτικό πρόταγμα μετουσιωνόταν γοργά σε πάλη για μια άλλη κοινωνία, για τη Λαοκρατία.

Η αντίσταση, λοιπόν, απέναντι στην προσπάθεια άλωσης των νεανικών συνειδήσεων αναδεικνύεται ως το αυτονόητο καθήκον του μαχόμενου εκπαιδευτικού που υπερασπίζεται την επιστημονική ιδιότητα και την εργασιακή του αξιοπρέπεια τιμώντας, παράλληλα, τον ρόλο του ως παιδαγωγού.

Ο κ. Γιώργος Δουλόπουλος είναι αντιπρόεδρος της Ένωσης Φιλολόγων Νομού Ηρακλείου (ΕΦΝΗ) και καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης ενώ το κείμενο είναι μέρος της ομιλίας του στο συνέδριο της ΕΦΝΗ για τον ποιητή Κώστα Βάρναλη