«Φλεβάρης των φλεβών», και όλων εκείνων που κυλάνε στις φλέβες μας.
Της προσμονής, της απουσίας, της μνήμης.
Ο αδελφός μου, ο αγαπημένος σεφ μας, δημοσίευσε στη σελίδα του μια συνταγή για τον Τζουλαμά. Φλεβάρη μήνα όπως του ταιριάζει.
Τη διαβάζω, την ανακατεύω, τη γεύομαι, τη μυρίζω, την ταξινομώ στις μνήμες.
«Σε μια κατσαρόλα βάζουμε το νερό με την ζάχαρη να βράσει…».
Παίρνω πάλι τη θέση μου στη χρονομηχανή. Φυσικά και την προγραμματίζω προς τα πίσω .Ψέματα! Κανένας προγραμματισμός, μόνες τους ταξιδεύουν οι μνήμες πάνω σε λέξεις και συνταγές.
«Στην συνέχεια προσθέτουμε την κανέλα και το γαρύφαλλο και συνεχίζουμε το βράσιμο για 5 λεπτά…».
Τη βλέπω τη μάνα να ξεστρώνει το τραπέζι της κουζίνας. Διπλώνει το τραπεζομάντηλο και βάζει πάνω στο γυμνό ξύλο, αλεύρι και νερό. Τα χέρια της, τα σκαμμένα από τις αγροτικές δουλειές μετατρέπονται με γρήγορες κινήσεις σε επιδέξιους χορευτές.
«Σε μια λεκάνη βάζουμε το αλεύρι, το ελαιόλαδο, το μπέικιν πάουντερ, την τσικουδιά και το αλάτι…».
Η ζύμη πλάθεται με μαεστρία με ένα αυτοσχέδιο ξυλίκι(πλάστης) που ίσως κάποτε εκτελούσε χρέη σκουπόξυλου. Τώρα πολύχρησιμοποιημένο, λείο σαν ξυλόγλυπτο, λίγο καμένο στην άκρη, δεν ξέρω γιατί, ίσως κάηκε στον ξυλόφουρνο, ίσως στο τζάκι.
«Προσθέτουμε το χλιαρό νερό και ζυμώνουμε έως ότου κάνουμε μια ζύμη, να μην κολλά στα χέρια μας…».
Κάποια στιγμή το άφησε η μάνα το ξυλίκι(πλάστης) και αγόρασε μηχανή που έκανε το ζυμάρι διαφόρου πάχους φύλλα ,με την παραγγελία να την πάρω στο σπίτι μου όταν παντρευτώ σαν προίκα, σαν κάτι πολύτιμο και σπάνιο. Μια μηχανή που κυκλοφορούν εκατομμύρια σαν αυτήν!
«Αλείφουμε το ταψάκι με βούτυρο και τοποθετούμε το φύλλο, έτσι ώστε να καλύπτει και το πάνω μέρος του ταψιού. Κόβουμε ό,τι φύλλο προεξέχει…».
Απλώνω τις μνήμες αυτού του γλυκού όπως άπλωνε η μάνα τα χοντρά φύλλα ζύμης σε ένα στρογγυλό ταψί.
Η κουζίνα μύριζε ήδη ζάχαρη βούτυρο και ρύζι.
«Προσθέτουμε και τα φιστίκια τις σταφίδες, το κουκουνάρι και το ρύζι…».
Καθάριζα τα φιστίκια και έβγαζα τα ξυλαράκια από τις σταφίδες όσο η μάνα ζύμωνε τα φύλλα.
Κάποια φιστίκια δεν κατέληγαν ποτέ στην κατσαρόλα…
«Μη τα φας όλα άσε και μερικά για τον Τζουλαμά» με μάλωνε η μάνα.
«Βράζουμε για 12 λεπτά σε σιγανή φωτιά. Αφήνουμε στην άκρη την κατσαρόλα για 8 λεπτά να απορροφήσει τα υγρά το ρύζι, προσθέτοντας και 50 γρ. βούτυρο…».
Ο Τζουλαμάς δένει τις παιδικές μνήμες σφικτά στο δέρμα και στον ουρανίσκο, τη γεύση του γλυκού ρυζιού με άρωμα κανέλας και σταφίδας με τα χειμωνιάτικα απογεύματα του Φλεβάρη. Οι γεύσεις και οι μυρωδιές μνήμες έχουν μέσα τους, μνήμες ανόθευτες στο χρόνο και τη φθορά του καιρού.
«Όταν είναι έτοιμος τον πασπαλίζουμε με ζάχαρη και κανέλα».
Στην εφηβεία σταμάτησα να τρώω Τζουλαμά.Το ατόφιο γλυκό της πρώτης νιότης μεταμορφώθηκε σε ένα πιάτο γεμάτο θερμίδες… και η γεύση της παιδικότητας δεν αναζητιούνταν τότε. Ήταν δίπλα δίπλα βλέπετε! Άπλωνε το χέρι η εφηβεία και ακουμπούσε την παιδικότητα.
Μεγαλώνοντας κι άλλο τον έψαχνα στις μνήμες μου.Τέτοιες μέρες το έφτιαχνε η μάνα, τον καιρό που κοντοσίμωναν οι Αποκριές, και έβαζε μέσα του γλίνα αντί για βούτυρο.
Σήμερα τον βρήκα στις λέξεις του αδελφού μου. Ίδιες μνήμες έχει κι εκείνος ίδιες γεύσεις και αρώματα.
Έχει χρόνια να ξαναβάλει ζύμη στα χέρια της η μάνα, έχει χρόνια να ξαναστήσει την κατσαρόλα με βούτυρο και ρύζι.
Τα χέρια της έπαψαν να είναι σκληρά από τις δουλειές. Μαλάκωσαν, άσπρισαν, σταμάτησαν να χορεύουν αλευρωμένους χορούς.
Κι αυτήν τη χρονομηχανή θα ήθελα αν μπορούσα να τη σταματούσα εκεί που γεύτηκα την τελευταία μερίδα Τζουλαμά από τα χέρια της μάνας μου.
Και θα άλλαζα τη στιγμή…να κρατούσε λίγο ακόμα… λίγο, όσο κρατάει μια λέξη, ένα ευχαριστώ.
Ευχαριστώ μανούλα μου.
Ευχαριστώ για αυτές τις μνήμες που μού πλούτισαν, τη γεύση, τη μυρωδιά, την ψυχή.