-Παππού, έχω και καλά και κακά νέα. Ποια θέλεις πρώτα; – Τα καλά νέα, αγόρι μου. –Λοιπόν, άκουσα ότι στο πάρτυ που ετοιμάζουν για τα γενέθλιά σου, ως έκπληξη θα σου έχουν κορίτσια να κάνουν στιπ-τιζ. – Και τα κακά νέα; … ρωτάει ο παππούς. – Τα κορίτσια θα είναι στην ηλικία σου! Φέτος, θα μπορούσαμε να πιάσουμε και τα 40 εκατομμύρια τουρίστες. Αυτή η ελπιδοφόρα δήλωση γράφτηκε πριν μερικές μέρες στο φύλλο αυτό.
Όπως κι αν έχουν τα πράγματα και άνευ απροόπτου, ο τελικός αριθμός των επισκεπτών μας, κατά γενική ομολογία, θα ξεπεράσει τα 30 εκατομ. και … όπου μας βγάλει, από εκεί και πέρα. Ας είναι καλά και η Καλή μας Τύχη (και ο Θεός της Ελλάδος) και υπάρχει μια μόνιμη αναταραχή και πράξεις βίας στις γειτονικές, ανταγωνίστριες χώρες. Προς τα πού θα στραφεί το τουριστικό ρεύμα; Μα στην Ελλάδα, φυσικά. Έτσι γίνεται τα τελευταία χρόνια και ο αριθμός των τουριστών αυξάνει σταθερά…
Αυτά είναι τα καλά νέα. Τώρα, τα κακά νέα: Είναι βασική αρχή στη διαφήμιση, ότι αν το προϊόν δεν είναι καλό, με τη διαφήμιση προβάλλονται και οι αδυναμίες του, με αποτέλεσμα να καταλήγουμε σε … δυσφήμιση! Δηλαδή, αν η εξυπηρέτηση και η ποιότητα παροχής υπηρεσιών στους επισκέπτες μας δεν αυξάνεται ανάλογα, τα περιστατικά δυσαρέσκειας θα αυξάνονται και το τουριστικό προϊόν μας θα δυσφημείται, οι αριθμοί και οι στατιστικές θα πάρουν την κατιούσα και μετά … «όπου φτώχεια και γκρίνια»!
Σε πολλές περιοχές, όπως η Σαντορίνη, ίσως και η Μύκονος, οι αφίξεις έχουν φτάσει σε οριακό σημείο. Τηλεοπτικά, ο δήμαρχος της Σαντορίνης δηλώνει ότι δεν επιθυμούν και δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν μεγαλύτερα πλήθη τουριστών. Αντιτίθενται, μάλιστα και στη σχεδιαζόμενη ίδρυση Καζίνο, στο νησί τους. Ανάλογες περιπτώσεις μπορεί να υπάρχουν και σε άλλους τουριστικούς προορισμούς, όπου οι δυνατότητες εξυπηρέτησης αγγίζουν το οριακό σημείο.
«Με επενδύσεις 6 δισ. ευρώ, μπορούμε να φτάσουμε τους 40 εκατομ. τουρίστες», δήλωσε ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) Γιάννης Ρέτσος, προσθέτοντας ότι «η χώρα θα μπορούσε να οδηγήσει την τουριστική βιομηχανία σε ένα νέο επίπεδο, εάν εισρεύσουν πόροι και το κράτος άρει τα εμπόδια εισροής κεφαλαίων». Πόσο μου αρέσουν όσοι έχουν το (έμφυτο;) ταλέντο, να λένε πράγματα σκληρά, με έμμεσο τρόπο• έτσι, όπως στη διπλωματία, που όπως λέγεται, «είναι η τέχνη με την οποία σου λένε να πας στο διάβολο … κι εσύ βιάζεσαι να το κάνεις».
Ίσως, γι’ αυτό μου αρέσει και το αγγλικό χιούμορ, ίσως γι’ αυτό φημίζονται οι Άγγλοι και για τη διπλωματία τους. Δεν απαιτούνται ιδιαίτερες ικανότητες για να αντιληφθούμε τη βαρύτητα της δήλωσης του προέδρου του ΣΕΤΕ … «το κράτος να άρει τα εμπόδια εισροής κεφαλαίων». Αυτό σημαίνει πως το κράτος τραβάει χειρόφρενο και … πατάει ποδόφρενο, κάθε φορά που κάποιος επενδυτής επιχειρεί μια μεγάλη επένδυση σ’ αυτή τη χώρα. Οι ξένες επενδύσεις είναι η μόνη σανίδα σωτηρίας γι’ αυτή τη χώρα…
Ας αφήσουμε, όμως τις κρίσιμες αποφάσεις στα υψηλά επίπεδα και ας εξετάσουμε πώς λειτουργεί η βάση στον τουρισμό μας, στο απλό ταβερνάκι, όπου καταφθάνουν όσοι τολμηροί τουρίστες κατορθώνουν να δραπετεύσουν, έστω και για λίγο από το δελεαστικό σύστημα του “all inclusive”. Παίρνουμε παράδειγμα το τραγούδι «Η Γκαρσόνα» του Πάνου Τούντα: «Η πιο καλή γκαρσόνα είμ’ εγώ, γιατί με τέχνη όλους τους κερνώ. Κι αυτοί μου λένε μάνα μου, τι είσαι εσύ, γλυκιά γκαρσόνα, φέρε μας κρασί – Στα πεταχτά, μοιράζω τις μισές, στο πιάτο ο μεζές, μαρίδα και τυρί».
Να σημειώσουμε, εδώ, ότι η μαρίδα είναι μια ιδιαίτερη γαστριμαργική έκπληξη, για πολλούς βορειοευρωπαίους τουρίστες, ιδιαίτερα, όταν πληροφορούνται ότι η ψιλή μαρίδα τρώγεται … ολόκληρη –με τα κόκκαλα! «Τότε κι αυτοί μου δίνουν πουρμπουάρ…» εδώ αξίζει ν’ αναφέρουμε τη νεαρή γκαρσόνα, σε κάποια πόλη του Καναδά, που κάθε βράδυ έγραφε κάτι στο μπλοκάκι της, πριν φύγει από τη δουλειά. Όταν τη ρώτησε Έλληνας συνάδελφός της για το τι είναι αυτό που γράφει, εκείνη απάντησε ότι σημειώνει τα «πουρμπουάρ», ώστε να τα δηλώσει ακριβώς στη φορολογική της δήλωση.
Δεν πιστεύω ότι η Γκαρσόνα του Πάνου Τούντα είχε μια τέτοια πρόθεση, ούτε και την ανάλογη φορολογική παιδεία και ευαισθησία… και «τους λέγω ορεβουάρ», εδώ φαίνεται ότι η γκαρσόνα μας είναι και γλωσσομαθής και όταν αναγκαστεί, μπορεί να χρησιμοποιήσει και τα υπόλοιπα «γαλλικά» της … «και φεύγουνε στουπί»! Δεν είναι ο στόχος μας να φεύγουν στουπί, αλλά περίπου νηφάλιοι, ώστε να θυμούνται μια ωραία βραδιά και να επιστρέψουν και την επαύριο. «Κι όταν μου πει κανείς πως μ’ αγαπά, πληρώνει τρεις φορές τη μια οκά…».
Εδώ, η έκφραση των αισθημάτων έστω και περιστασιακά, φαίνεται να έχει ένα μεγάλο κόστος, με τον τριπλασιασμό της τιμής της οκάς (τουρκική μονάδα μέτρησης μάζας, ίση με ~1230g και καταργήθηκε στην Ελλάδα το 1959). Και η πονηρή γκαρσόνα, που μπερδεύει τα προσωπικά με την εργασία … «του ρίχνω μέσα στο κρασί νερό και τον ταράζω στο λογαριασμό!». Δηλ. έχουμε περίπτωση νοθείας και υπερβολικής χρέωσης…
Ε! εκτός από τις επενδύσεις, πρέπει στη βάση ν’ αλλάξουμε νοοτροπία, αν θέλουμε να πάμε ακόμα πιο καλά στον τουρισμό! Αφήστε που στις μέρες μας δεν ξέρεις τι είναι πιο τραγικό, με τους νέους ξάπλα στις καφετέριες και στα ταβερνάκια: ο φοιτητής, που καθυστερεί να πάρει το πτυχίο του ή η γκαρσόνα που έχει μεταπτυχιακό;